ΑΠΟΨΕΙΣ

Το άγριο τηλεοπτικό τοπίο και η πολλοστή απόπειρα τάξης

Το άγριο τηλεοπτικό τοπίο και η πολλοστή απόπειρα τάξης
ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΛΑΧΟΣ

Πολλά έχουν γραφτεί για "Του Κασσίδη το Κεφάλι". Ετσι έμαθε η Ελλάδα να κάνει τηλεόραση.

 

Είτε χρεώσουμε απάθεια στον νομοθέτη, είτε ανοησία, είτε άγνοια, είτε 'πονηρούς' σκοπούς (π.χ. να περιφέρει σε ομηρία τις τηλεοράσεις - επιχειρήσεις, ώστε να τις ελέγχει καλύτερα) το γεγονός παραμένει ένα: Το ΡαδιοΤηλεοπτικό τοπίο, και μάλιστα σε μία πολύ σημαντική περίοδο για την χώρα (όπου οι επιλογές που έγιναν στην διάρκειά της, ορίζουν την 'κόλαση' που βιώνουμε σήμερα..) δεν υπήρξε απλώς άναρχο. Υπήρξε άγριο. Και οι υπεύθυνοι (που είναι πάντα οι νομοθετούντες και οι εκτελεστικοί, ισοτίμως) εξακολουθούν να σφυρίζουν αδιάφορα, όντας ατιμώρητοι (έως υπερόπτες !). Αυτά όμως είναι λίγο - πολύ παραδεδεγμένα.
Και μετά εγένετο πρώτη φορά αριστερά.
Και Νόμος Ομπρέλλα για τα Μέσα. Που κομψά βαφτίζονται "Πάροχοι Περιεχομένου".

Έχει λοιπόν ενδιαφέρον να δούμε πως αντιλαμβάνεται / κρίνει ο ίδιος ο πολιτικός οργανισμός που σήμερα νομοθετεί το ενδιαφέρον αυτό πόνημα. Και ο καλύτερος τρόπος είναι να ρίξουμε μια ματιά στην 'Αυγή'.
Την προσοχή μου κέρδισε ένα άρθρο με τίτλο "Τέρμα στην Ασυλία των Καναλαρχών" (25 Οκτ.). Εκεί, φιλοξενείται η ενδιαφέρουσα άποψη πως το ‘χρυσόμαλλο δέρας’ του κανονιστικού αυτού εγχειρήματος είναι να λειτουργήσουν «επιτέλους» οι ραδιο-τηλεοράσεις ως «επιχειρήσεις».
Ιδεολογικώς ενδιαφέρον. Μετά από μία σειρά λοιπόν, δεξιών, κεντροδεξιών, συμμαχοκεντροδεξιών, δεξιόστροφων και νεοκεντροσυντηρητικών σχηματισμών που πήραν τα ηνία της χώρας, έρχεται μία «αριστερή» κυβέρνηση, να τους κουνήσει το δάχτυλο, και να τους πει, «ααααα, ως εδώ, δεν σας ανέχομαι άλλο, ή θα είστε βιώσιμες επιχειρήσεις, ή ξουτ..!», «capitalismο o niente». Το πιο ενδιαφέρον απ’όλα: Έχει δίκιο.
Είμαστε μάρτυρες ενός ενδιαφέροντος φαινομένου, που οι ρίζες του μας πάνε πίσω στα τέλη της 10ετίας του 1980. Τότε, ένας άκρως ενδιαφέρων δεξιός πολιτικός, πατέρας της Ολγας, ο Γιάννης Κεφαλογιάννης, κόντρα σε πολλούς στο κόμμα του, κόντρα σε ‘τζάκια’, κόντρα σε συντοπίτες του κρητικούς, αλλά και κόντρα στην καθεστηκυία άποψη των καιρών, ήταν απελπιστικά μόνος όταν έλεγε πως «δεν πρέπει να δοθούν οι άδειες σε αυτούς που έχουν ήδη εφημερίδες». Βλέπετε, ο πρώτος νόμος, τις αμαρτίες και αβελτηρίες του οποίου πληρώνουμε ακόμα, (με πολύ περισσότερους τρόπους απ’ότι φαντάζεται κανείς – θα μας απασχολήσει ξανά αυτό) φρόντιζε τις άδειες για το ανεκτίμητο αγαθό των «σπανιότατων» συχνοτήτων να παραχωρηθεί –κατά προτίμηση- σε επιχειρήσεις ήδη δραστηριοποιημένες στην έντυπη ενημέρωση. Μολονότι κανείς μπορεί να επιχειρηματολογήσει πως αυτός ήταν ένας λογικός ‘οδηγός’, εκ του αποτελέσματος μπορεί κανείς να κρίνει αν απέβη σε όφελος της κοινωνίας, της ενημέρωσης, της δημοκρατίας.

Εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν για τίποτα, ούτε καν όταν κανείς βλέπει τα πράγματα από –ιστορική- απόσταση. Το γεγονός παραμένει πως τα διάφορα εγχειρήματα, είτε από εκδοτικά «τζάκια», είτε από «νεοφώτιστους» επιχειρηματίες πήραν άλλο δρόμο. ΄Εγιναν σε μεγάλο βαθμό είτε κρατικοδίαιτα είτε τραπεζο-δίαιτα. Και στις δύο περιπτώσεις απεμπόλησαν το μεγαλύτερο ηθικό, ανταγωνιστικό και κοινωνικά καθοριστικό πλεονέκτημα-όπλο τους: Την Ανεξαρτησία τους. Μαζί με αυτήν έχασαν την καλή μαρτυρία τους - ποιος εξεπλάγη όταν στην περυσινή καταγραφή της MRB για την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς, η τηλεόραση βρέθηκε στον πάτο, στην 16η θέση;

Παράλληλα, η ‘εικόνα’ των δημοσιογράφων, κατά την άποψη της κοινωνίας, δέχθηκε άγριο πλήγμα, (15η θέση στην παραπάνω έρευνα) αδίκως, καθώς ευτυχώς ή δυστυχώς, ακόμη και στην εποχή της ηλεκτρονικής ενημέρωσης, η δημοσιογραφική αξιοπιστία πάει χέρι-χέρι με τις βασικές επιλογές των ιθυνόντων των μεγάλων μέσων.
Και μετά ήρθε η Κρίση. Και ως τέτοια («ευκαιρία» κατά τους σοφούς Κινέζους), (απ)έδειξε την ‘γύμνια’ του βασιλέως. Οι ραδιοτηλεοπτικές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να κάνουν περικοπές, να απ-επενδύσουν (disinvest), επιχειρώντας να ανακόψουν την κατηφόρα που συμπαρέσυρε τις υπόλοιπες επιχειρήσεις τους, να αναζητήσουν φθηνότερο προσωπικό και υπηρεσίες, να κατεβάσουν τον πήχυ ποιότητας σε μία απέλπιδα (αλλά και δικαιολογημένη) απόπειρα να «μείνουν ζωντανές».
΄Οπως έγραψα παραπάνω, η κατάσταση είναι ‘γκρίζα’, ούτε λευκή, ούτε μαύρη. Σίγουρα είναι μεταβατική. Η πρόθεση της κυβέρνησης να ανακατέψει την τράπουλα των Μέσων, σε μία εποχή που σημαντικές παράμετροι έχουν αλλάξει, λόγω του Διαδικτύου, ενέχει κινδύνους αλλά και ευκαιρίες.
Η εστίασή της, κατά δική της ομολογία, είναι στην εξυγίανση. Ας κρατήσουμε μικρό καλάθι. Είναι κρίμα που χάθηκε άλλη μια ευκαιρία να δούμε πραγματικά ριζοσπαστικά και φρέσκα πράγματα σε έναν Ραδιοτηλεοπτικό νόμο, όπως ευκαιρίες για Τηλεόραση Πρόσβασης, φοιτητικά ραδιοτηλεοπτικά Μέσα, Τοπικά Ραδιοτηλεοπτικά Συμβούλια, πάντρεμα φορέων με συναφή ατζέντα για Μέσα Ειδικού Σκοπού και άλλα.

Κρατάμε και την έκπληξη της ‘αριστερής’ κυβέρνησης να επιβάλλει νόμους της αγοράς εκεί που όλοι οι προκάτοχοί της δέν ήθελαν ‘να λερωθούν’. Αλλά και αυτό μένει να αποδειχθεί στην πράξη. Ως εξαγγελία, ακόμη και ως Νόμος, δεν αρκεί. Ας ελπίσουμε όμως πως αυτοί «οι κανόνες αγοράς» δεν αφορούν την χυδαία «αγορική» άποψή της, εκείνη που αδιαφορεί για το παραγόμενο προϊόν αρκεί να προκύπτει κέρδος, και αφορά απλώς την πολυπόθητη ανεξαρτησία που μπορεί να προσφέρει στο Μιντιακό τοπίο η εμπλοκή επιχειρηματιών στην Ενημέρωση. Που είναι και το μοναδικό αντίβαρο – εγγύηση για μία αξιόπιστη και χρήσιμη Δημόσια Τηλεόραση, κάτι που το βιώσαμε και στις αρχές τις δεκαετίας του 90 και ένθεν. Γένοιτο.

* Ο Μάριος Νόττας διευθύνει το διαπανεπιστημιακό ΠΜΣ “Quality Journalism and New Technologies” (Master of Arts) στα πλαίσια του ECI (European Communication Institute)