ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο ρεαλισμός προτάσσει διερευνητικές και διάλογο

Ο ρεαλισμός προτάσσει διερευνητικές και διάλογο
AP Photo/Lefteris Pitarakis

Και έτσι ξαφνικά έχουμε απογείωση μετά από μακρά εμπλοκή μηνών. Στις 25 Ιανουαρίου έχει προγραμματιστεί ο 61ος γύρος των διερευνητικών επαφών στην Κωνσταντινούπολη στην σκιά της απόπειρας αναθέρμανσης των ευρωτουρκικών σχέσεων για τις οποίες η Τουρκία καίγεται, όπως σε μικρότερο βαθμό, η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η σημασία των διερευνητικών είναι πολύ μεγαλύτερη από τα στενά όρια των διμερών σχέσεων διότι έχουν εξελιχθεί σε κορυφαίο παράγοντα στην εξίσωση των Ευρωτουρκικών σχέσεων. Δηλαδή από την αρχή της διαδικασίας το 2002, αλλά και από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι το Δεκέμβριο του 1999, η σύνδεση μεταξύ την βελτίωση των διμερών σχέσεων και την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας ήταν ξεκάθαρη.

Όμως, όσο θετικό θα μπορούσε να θεωρηθεί για την ελληνική διπλωματία διαχρονικά η προσθήκη της ευρύτερης ευρωτουρκικής διάστασης στην προσπάθεια της εξουδετέρωσης της συμπεριφοράς της Τουρκίας, τόσο προβληματική είναι η διαδικασία για την Τουρκία που θα προτιμούσε να μην έχει να ελεγχθεί ιδιαίτερα στην προσέγγιση της αναφορικά με τους μικρότερους γείτονες της.

Το 2002 η διαδικασία ξεκίνησε δυναμικά και ήταν ελπιδοφόρα διότι η τότε νέα κυβέρνηση στην Άγκυρα υπό την ηγεσία του Ταγίπ Ερντογάν φαινόταν να στηρίζει έμπρακτα της ένταξη της χώρας στους κόλπους της ΕΕ. Με την πάροδο του χρόνου, τα δεδομένα άλλαξαν με την επικράτηση δεύτερων και τρίτων σκέψεων σε πολλές Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όπως και στην Άγκυρα.

Το ίδιο ισχύει και για την Αθήνα που δεν ήταν έτοιμη για το ενδεχόμενο παραπομπής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ή άλλου δικαιοδοτικού θεσμού επίλυσης διαφορών εντός οποιουδήποτε συμφωνημένου πλαισίου για την διευθέτηση του μείζον θέματος της υφαλοκρηπίδας, ή και οποιουδήποτε άλλου ζητήματος, φοβούμενη απόφαση ή αποφάσεις του Δικαστηρίου που το Ελληνικό πολιτικό σύστημα δύσκολα θα μπορούσε να εξηγήσει στην κοινή του γνώμη.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια ο συσχετισμός δυνάμεων έχει σταδιακά αλλάξει προς μια πιο ισορροπημένη σχέση μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας λόγο του παγώματος της ενταξιακής διαδικασίας και της σταδιακής απομάκρυνσης της γειτονικής χώρας από την Δύση. Αυτή η εξέλιξη θα πρέπει να προβληματίζει την ελληνική πλευρά δεδομένου ότι η υποχρέωση της Τουρκίας για την βελτίωση και την ομαλοποίηση των σχέσεων της με τους γείτονες της αποτελεί προαπαιτούμενο της διαδικασίας ένταξης. Ως εκ τούτου, η επιτυχία της ελληνικής διπλωματίας να συμπεριληφθούν σχετικές ρήτρες στα συμπεράσματα δυο διαδοχικών Ευρωπαϊκών Συμβουλίων (του Οκτωβρίου και του Δεκεμβρίου του 2020) και η τακτική αναδίπλωση της Άγκυρας να προσεγγίσει την Ευρώπη στην παρούσα φάση, μας έχουν οδηγήσει στο σημερινό καλοδεχούμενο ελληνοτουρκικό restart.

Πέραν των ουσιαστικών διαφορών μεταξύ των δυο πλευρών επί της ουσίας των διμερών σχέσεων, θα ήθελα να σταθώ στο ζήτημα της έλλειψης εμπιστοσύνης και της επικράτησης της καχυποψίας που εμποδίζουν την αυτονόητη και απαραίτητη επίλυση των διαφορών. Μια πρόσφατη ποιοτική σφυγμομέτρηση της Τουρκικής κοινής γνώμης από συναδέλφους μου στον Πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης είναι ενδεικτική των τουρκικών θέσεων και αντιφάσεων. Σε μια χώρα όπου το 55,1% των πολιτών δηλώνουν ότι έχουν εθνικιστικές πεποιθήσεις, το 52,8% επιθυμούν την ένταξη της χώρας τους στην ΕΕ (τα αντίστοιχα ποσοστά για το 2019 και το 2018 ήταν 51% και 51,8%). Αναφορικά με το ΝΑΤΟ, το 48% το θεωρεί είτε σημαντικό είτε ζωτικής σημασίας για την Τουρκία ενώ το 38,3% κρατά ουδέτερη στάση. Παράλληλα, όμως στο ερώτημα για το ποιες χώρες θεωρούν ότι είναι απειλές για την Τουρκία, οι πρώτες δεκαπέντε είναι οι εξής: ΗΠΑ (60,5%), Ισραήλ (60,3%), Αρμενία (58,9%), Γαλλία (55,7%), Ηνωμένο Βασίλειο (54,7%), Γερμανία (50,6%), Ελλάδα (49,7%), Ιράκ (48,5%), Ρωσία (47,1%), Ιράν (46,8%), Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (46,2%), Συρία (43,8%), Κίνα (42,2%), Σαουδική Αραβία (40%), και Αίγυπτος (37,7%). Μέχρι και η Κυπριακή Δημοκρατία θεωρείται απειλή από ένα 36,4% των ερωτηθέντων.

Η πιο φιλική προς την Τουρκία χώρα θεωρείται το Αζερμπαϊτζάν με ποσοστό 57,8% με δεύτερα τα Κατεχόμενα με 40,5% (αλλά και με ένα ποσοστό της τάξεως του 46,6% να μην θεωρεί ότι η Κατεχόμενη Κύπρος είναι ιδιαίτερα φίλη χώρα). Στην πραγματικότητα, μὀνο το Αζερμπαϊτζάν έχει περισσότερους θετικούς ψήφους από αρνητικούς (30,9%) στην απάντηση των χωρών που θεωρούνται φιλικές προς την Τουρκιά. Αυτό ενισχύει την επικράτηση της νοοτροπίας του μοναχικού λύκου στην τουρκική κοινωνία και το πολιτικό της σύστημα.

Αυτά τα λίγα προαναφερθέντα ευρήματα αποδεικνύουν τις τεράστιες αντιφάσεις του Τουρκικού λαού σχετικά με τις αντιλήψεις του για τον υπόλοιπο κόσμο και το πόσο δύσκολο είναι η οποιαδήποτε σχετική πρόοδο είτε στα ευρωτουρκικά είτε στα ελληνοτουρκικά. Όμως επίσης ενισχύουν το επιχείρημα ότι η προσπάθεια προσέγγισης δεν επιτρέπεται να εγκαταλειφθεί διότι μια περαιτέρω διολίσθηση των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας συνοδευόμενη από μια συνεχιζόμενη απομάκρυνση της Τουρκίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα άφηνε την χώρα μας πιο ευάλωτη σε μια νέα γεωπολιτική εποχή όπου η Τουρκία βγαίνει ενισχυμένη σε μια γεωγραφική περιοχή, με ειδικότερη έμφαση στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου η ευρύτερη και συνεχιζόμενη στρατικοποίηση είναι πια η πραγματικότητα.

Ο ρεαλισμός προτάσσει διερευνητικές και διάλογο.

Ο Δημήτρης Τριανταφὐλλου είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης