Επίσκεψη Λαβρόφ: Ισορροπίες στο τρίγωνο Μόσχας - Αθήνας - Άγκυρας
Σε νέα φάση επαναπροσέγγισης φαίνεται να εισέρχονται οι ελληνο-ρωσικές σχέσεις μετά την επίσκεψη του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, στην Αθήνα, στις 26 Οκτωβρίου.
Είχε προηγηθεί βέβαια πριν από ένα χρόνο και η επίσκεψη του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών στη Μόσχα, που «έσπασε» τον πάγο, ενώ τον περασμένο μήνα υπήρξε μία έντονη τηλεφωνική διπλωματία μεταξύ των δύο υπουργών Εξωτερικών.
Ως γνωστόν, οι διμερείς σχέσεις είχαν εισέλθει σε παρατεταμένη περίοδο ψυχρότητας το 2018 μετά τις αμοιβαίες απελάσεις διπλωματών, εξαιτίας της καταγγελλόμενης δράσης των Ρώσων την περίοδο της υπογραφής της Συμφωνία των Πρεσπών με τη γειτονική Βόρεια Μακεδονία.
Η δήλωση Λαβρόφ υπέρ της ελληνικής θέσης για την επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ναυτικά μίλα και τα ανοίγματα της ρωσικής πρεσβείας στην Αθήνα που προηγήθηκαν με μηνύματα στα κοινωνικά δίκτυα έχουν συμβολική αξία και συμβάλλουν αναμφίβολα στην αμοιβαία προσέγγιση, είναι όμως ακόμη νωρίς για εξαγωγή συμπερασμάτων.
Η ρωσική διπλωματία έχει βάθος και διάρκεια και δεν καθορίζεται συγκυριακά.
Η Μόσχα εμφανίζεται ενοχλημένη τα τελευταία χρόνια από την καταλυτική παρουσία της αμερικανικής διπλωματίας στην Ελλάδα και την ελληνική συμπόρευση με τους αμερικανικούς σχεδιασμούς στα Βαλκάνια, την Ανατολική Μεσόγειο και το ΝΑΤΟ. Οι χειρισμοί της Αθήνας στο εκκλησιαστικό πρόβλημα της Ουκρανίας ήταν ένας επιπλέον λόγος που ενόχλησε τη Μόσχα.
Η Αθήνα από την πλευρά της κατανοεί τη σημασία και το ρόλο της Ρωσίας στην ευρύτερη περιοχή και ανεξαρτήτως των κυβερνήσεων που βρίσκονται στην εξουσία, καταβάλλει προσπάθειες να διατηρεί εξαιρετικά ισορροπημένες σχέσεις, που στηρίζονται και στην ιστορική φιλιά των δύο λαών και τους πνευματικούς τους δεσμούς.
Πέραν όμως αυτού του γενικού πλαισίου, η Αθήνα έχει κάθε λόγο από την πλευρά της να είναι ενοχλημένη από τη στενή σχέση που ανέπτυξε η Ρωσία με την Τουρκία, έστω και συγκυριακά όπως πολλοί υποστηρίζουν. Αυτή η ενόχληση βεβαίως δεν μπορεί να εκφραστεί επισήμως διά των διπλωματικών οδών, δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν δικαιούται να κρίνει διμερείς σχέσεις τρίτων χωρών. Όμως, πτυχές των ρωσοτουρκικών σχέσεων δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητες από την Αθήνα, όπως η πώληση των ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων S-400 ή μεταφορά πυρηνικής τεχνολογίας στην Τουρκία με την εγκατάσταση πυρηνικού σταθμού. Είναι γνωστές εξάλλου και οι στενές οικονομικές σχέσεις που ξεπερνούν τα όρια των διακρατικών συναλλαγών και αγγίζουν τις ηγεσίες των δύο χωρών.
Κι όλα αυτά σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αμοιβαίας συνεννόησης μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας που εκτείνεται στα πολεμικά μέτωπα της Συρίας, με τη συμφωνία της Αστάνα, άλλα και της Λιβύης, παρά το γεγονός ότι βρέθηκαν σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα.
Σε κάθε περίπτωση, Μόσχα και Άγκυρα διατηρούν μεταξύ τους (ή τουλάχιστον διατηρούσαν μέχρι σήμερα -ο χρόνος θα δείξει) μία ιδιαίτερη σχέση, που φέρει αρκετές ομοιότητες με τις ρωσο-οθωμανικές σχέσεις του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, όταν οι δύο πλευρές ήταν διάδοχοι δύο αυτοκρατοριών που κατέρρεαν.
Η ιστορική αυτή ομοιότητα έγινε με εντυπωσιακό τρόπο εμφανής με την ενεργή ανάμειξη των Τούρκων στις εξελίξεις στον Καύκασο, στο πλευρό των Αζέρων έναντι των Αρμενίων. Η τελευταία ανάλογη εμπλοκή των Τούρκων στην περιοχή -χώρος, να θυμόμαστε, προνομιακής παρουσίας των Ρώσων ιστορικά- ήταν την περίοδο 1918-1921, όταν τα α τυχοδιωκτικά σχέδια των εθνικιστών Νεότουρκων είχαν δραματική κατάληξη για τους ίδιους, όμως ήταν ευεργετική για το κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ, που χάρη στη συμφωνία με τη νεότευκτη τότε Σοβιετική Ένωση κατάφερε να επικρατήσει έναντι της Ελλάδας στο Μικρασιατικό Μέτωπο. Η ανάλυση των τότε ιστορικών στοιχείων δεν είναι της παρούσης.
Έχοντας, όμως, υπ’ όψη της και αυτό το ιστορικό υπόβαθρο, η Αθήνα οφείλει να παρακολουθεί με αυξημένη προσοχή τη μετατόπιση που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα στον άξονα των ρωσο-τουρκικών σχέσεων.
Είναι γεγονός ότι η συνεργασία που οι δύο πλευρές επετύγχαναν το προηγούμενο διάστημα, παρά τις διαφορετικές στρατηγικές στοχεύσεις τους στη Συρία και τη Λιβύη, έχει καταστεί πλέον δυσλειτουργική. Και οι σχέσεις τους θα γίνουν αναπόφευκτα συγκρουσιακές αν η Άγκυρα επιμείνει στο να διεκδικεί παρουσία στον Νότιο Καύκασο, όπως φαίνεται ότι κάνει μέχρι στιγμής.
Οι επαμφοτερίζουσες προσεγγίσεις της Μόσχας και της Αγκυρας στις μεταξύ τους σχέσεις, ειδικά αν αυτές κινούνται συγκυριακά σε διαμετρικά αντίθετες κατευθύνσεις, μπορεί να αφήνουν μεν πεδία ελιγμού στην ελληνική διπλωματία, δεν της επιτρέπουν όμως να ελπίζει σε μία αποφασιστικής σημασίας ρωσική στήριξη που θα αλλάξει τα δεδομένα σε μία δύσκολη για την ίδια ιστορική καμπή.
Παρά τους βαθιά ριζωμένους πνευματικούς (και λιγότερο πολιτικούς) δεσμούς των Ελλήνων με τους Ρώσους, τέτοια στήριξη έχει να δει η Αθήνα από τη Ρωσία από την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης. Για αυτό εξάλλου και κατά την επίσκεψη Λαβρόφ δεν υπήρξε και από τις δύο πλευρές άλλη ιστορική αναφορά, πέραν της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου και του Καποδίστρια. Επειδή απλώς δεν υπήρξε άλλη…