Η ελληνο-αιγυπτιακή συμφωνία και η ανάγκη για μια νέα ελληνική στρατηγική
Ανανεώθηκε:
Συνήθως οι πανεπιστημιακοί πρέπει να αποφεύγουν τον σχολιασμό ή την «ανάλυση» εξελίξεων που διαδραματίζονται στο παρόν γιατί κάτι τέτοιο δεν έχει την νηφαλιότητα και την μακροσκοπική θεώρηση που προσφέρει η χρονική απόσταση από τα γεγονότα.
Γι’ αυτό θα θέσουμε μια σειρά ζητημάτων που αφορούν την κοινή λογική περισσότερο παρά κάποια επιστημονική θεώρηση.
Σχετικά με τη συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου για τον καθορισμό ΑΟΖ θα πρέπει πρώτα να συνεννοηθούμε για τους όρους που χρησιμοποιούμε. Η διαπραγμάτευση όταν δεν γίνεται υπό το κράτος πολεμικής ήττας, πτώχευσης ή τεράστιας ανισορροπίας δυνάμεων αλλά μεταξύ φιλικών χωρών φέρνει συμβιβασμούς και αυτό που λέμε κέρδη για όλους (win-win).
Στην περίπτωση της συγκεκριμένης συμφωνίας δεν υπήρξε διαπραγμάτευση αφού έγιναν δεκτές όλες οι αιγυπτιακές θέσεις ακόμη κι αυτές που ήταν μάλλον απαράδεκτες όπως η χάραξη ΑΟΖ μόνο για την μισή Ρόδο. To κέρδος για την Ελλάδα λένε κάποιοι είναι ότι παρά τους κακούς όρους η ελληνο-αιγυπτιακή συμφωνία ακυρώνει την αντίστοιχη τουρκο-λιβυκή. Αυτό σημαίνει ότι αποτύχαμε να ανατρέψουμε την τουρκο-λιβυκή συμφωνία σε όλα τα άλλα μέτωπα (ΕΕ, Βερολίνο, Παρίσι και Ουάσιγκτον) και το μόνο που μας έμεινε ήταν η συμφωνία με τους Αιγύπτιους.
Αν είναι έτσι τότε θα πρέπει να αναθεωρήσουμε τους τρόπους με τους οποίους προσεγγίζουμε τους εταίρους και συμμάχους μας και δυστυχώς δεν φαίνεται να υπάρχει σκέψη για τέτοια αναθεώρηση.
Διαφιλονικούμενη περιοχή
Η συμφωνία αυτή αμφισβητεί με την τουρκο- λιβυκή, αλλά δεν την ακυρώνει. Για κάθε τρίτο η περιοχή θα συνεχίσει να είναι διαφιλονικούμενη (in dispute), πράγμα που θα δημιουργεί σοβαρούς δισταγμούς σε οποιονδήποτε θέλει να επενδύσει σε πιθανά κοιτάσματα.
Υπάρχει βέβαια και η σκέψη ότι η συμφωνία με τους Αιγυπτίους μπορεί να οδηγήσει σε προσφυγή στην Χάγη για εκδίκαση του ζητήματος μεταξύ Ελλάδας και Λιβύης. Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα εγκαταλείψει τους μάλλον ατυχείς εναγκαλισμούς με διάφορους πολέμαρχους της Ανατολικής Λιβύης και θα αναγνωρίσει την κυβέρνηση της Τρίπολης ως την νόμιμη εκπρόσωπο του λιβυκού κράτους, γιατί βεβαίως δεν μπορούμε να προσφύγουμε εναντίον μιας κυβέρνησης που δεν αναγνωρίζουμε. Μια τέτοια κίνηση θα φέρει πυκνά σύννεφα στις σχέσεις μας με το Κάιρο που θεωρεί την κυβέρνηση του Σαράτζ σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλειά της Αιγύπτου. Ακόμη όμως κι αν το πράτταμε, η Τρίπολη δεν θα αφήσει την προστατευτική αγκαλιά της Άγκυρας για να εμπλακεί σε δικαστικές περιπέτειες.
Το Καστελόριζο
Η μη συμπερίληψη της ΑΟΖ του συμπλέγματος του Καστελόριζου, η μειωμένη ΑΟΖ νησιών όπως η Κάσος και η Κάρπαθος που προδικάζουν σε μεγάλο βαθμό και την αντίστοιχη του Καστελόριζου και η πρόνοια για συμπερίληψη και τρίτου μέρους στην μελλοντική συμφωνία (δεν εννοούν βέβαια την Κύπρο) βυθίζει όλο το αφήγημα περί ενεργειακής συνεργασίας Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ. Με άλλα λόγια το πρόγραμμα αυτής της ενεργειακής συνεργασίας που κυριάρχησε στην ελληνική στρατηγική σκέψη τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια, ανεξαρτήτως κυβέρνησης, βασιζόταν στην υπόθεση ότι οι ΑΟΖ της Ελλάδας και της Κύπρου συνορεύουν και ως εκ τούτου δεν χρειάζεται τουρκική συγκατάθεση ή συμμετοχή για την πραγματοποίησή του. Η στρατηγική αυτή θεωρούσε ότι η ενεργειακή συνεργασία των τριών χωρών θα οδηγήσει και σε στενή συνεργασία τους στα ζητήματα ασφάλειας ή ακόμη και σε συμμαχία στην περιοχή.
Τα νέα δεδομένα που δημιουργεί η ελληνο-αιγυπτιακή συμφωνία αμφισβητούν αν δεν ακυρώνουν το θεμέλιο αυτής της στρατηγικής σκέψης, δηλαδή τις συνορεύουσες ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου. Αν για παράδειγμα βρεθούν κάποτε κεφάλαια και επαρκές αέριο για την κατασκευή του αγωγού EastΜed θα πρέπει να ζητηθεί και η συγκατάθεση ή και η συμμετοχή του «τρίτου μέρους» δηλαδή της Τουρκίας για την υλοποίηση του έργου.
Νέα στρατηγική
Ο γράφων δεν ήταν ποτέ υποστηρικτής της Μεγάλης Ιδέας ΙΙ που κινείται με φυσικό αέριο. Η ελληνική στρατηγική για την Κύπρο βασιζόταν στο έωλο αφήγημα των κυπριακών ελίτ για το Ελντοράντο των υδρογονανθράκων που θα έλυνε το Κυπριακό. Η στρατηγική αυτή της Λευκωσίας αντί να οδηγήσει στην λύση του Κυπριακού Ζητήματος, οδήγησε την Τουρκία σε περαιτέρω παραβίαση της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας με έρευνες ακόμη και εντός των χωρικών υδάτων της. Αν όμως η στρατηγική αυτή βρίσκεται σήμερα σε αδιέξοδο δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να εγκαταλείψει την Κύπρο και το σύμπλεγμα του Καστελόριζου στις διαθέσεις του «τρίτου μέρους» και να παρουσιάζονται ανιστόρητες απόψεις ότι άλλο η Ελλάδα και άλλο η Κύπρος. Θα πρέπει να απεγκλωβιστούμε από την «γεωπολιτική των αγωγών και των κοιτασμάτων», και να αναπτυχθεί μια νέα στρατηγική που θα παίρνει υπόψιν της τα πραγματικά δεδομένα ισχύος στην περιοχή και το γεγονός ότι το Κυπριακό είναι πρωτίστως θέμα εισβολής και κατοχής.
Η Τουρκία έχει κάνει σαφείς τις προθέσεις της εδώ και πολύ καιρό. Θεωρεί τον εαυτό της ηγεμονική δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή και προσπαθεί να επιβάλλει σε όλες τις δυνάμεις αυτήν τη θέση της. Δεν ενδιαφέρεται τόσο για το αν υπάρχουν εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα στις περιοχές που διεκδικεί –αν ανακαλυφθούν τόσο το καλύτερο- αλλά να κατοχυρώσει το ηγεμονικό δικαίωμα να δίνει την συγκατάθεσή της και να συμμετέχει αποφασιστικά σε κάθε πρόγραμμα συνεργασίας και ανάπτυξης στην Ανατολική Μεσόγειο.
Όσοι ελπίζουν ότι η συμφωνία με την Αίγυπτο θα μειώσει την τουρκική προκλητικότητα σε Ελλάδα και Κύπρο θα συμβούλευα να ξεχωρίσουν την ελπίδα από την αυταπάτη. Η Αθήνα θα πρέπει να αποφασίσει τι διεκδικεί και τι όχι, τι θεωρεί κυριαρχικό δικαίωμά της και τι όχι και να το κάνει σαφές στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Θα πρέπει όμως και να αναδιατάξει τις συμμαχίες της και τις μεθόδους προσέγγισης των εταίρων στην Ε.Ε. Οι βαλκανικές συμμαχίες και η διασύνδεση του θέματος των κυρώσεων κατά της Τουρκίας με άλλα ζωτικής σημασίας για τους Ευρωπαίους εταίρους θέματα θα πρέπει να είναι οι βασικές προτεραιότητες.
Ο Σωτήρης Ρούσσος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr