Υποκρισία κύκλων της ΕΕ για τη Συνθήκη Σένγκεν και την Ελλάδα
Για δεύτερη φορά μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα διακινείται στα ΜΜΕ το ζήτημα της εξόδου της Ελλάδας από τη Σένγκεν.
Η συζήτηση λαμβάνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις με δηλώσεις αξιωματούχων της ΕΕ και των κρατών-μελών για δημιουργία "στρατοπέδων συγκέντρωσης" εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών, όπως επίσης και κύκλων της Κομισιόν, της πολιτικής ομάδας των Φιλελευθέρων και του Λαϊκού Κόμματος που αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο εξόδου της χώρας σε περίπτωση που δεν καταφέρει να ελέγξει την κατάσταση εντός του επόμενου μήνα. Η εκβιαστική αυτή πολιτική έναντι της χώρας δεν έχει προηγούμενο και αποδεικνύει με τον πλέον σαφή τρόπο την αδυναμία της ΕΕ να διαχειριστεί με ρεαλιστικό και ισορροπημένο τρόπο ένα ζήτημα άκρως ευρωπαϊκό και σε καμία περίπτωση ελληνικό.
Υπάρχουν πολλά στοιχεία που συνηγορούν στο γεγονός ότι καλλιεργείται με μεροληπτικό τρόπο ένα αρνητικό κλίμα για την Ελλάδα. Το πρώτο είναι πως η χώρα μας δεν συνορεύει με καμία χώρα που είναι στη Συνθήκη Σένγκεν, και η σχεδόν απόλυτη πλειοψηφία των προσφύγων που διασχίζουν τα σύνορα κινείται είτε προς τα Σκόπια είτε προς την Βουλγαρία, αμφότερες εκτός Σένγκεν. Κατά συνέπεια η συμμετοχή της Ελλάδας στη Σένγκεν είναι εντελώς ανεξάρτητη με το πέρασμα των προσφύγων σε άλλες χώρες της Ευρώπης και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε άλλες χώρες της ΕΕ. Η έξοδος της Ελλάδας από τη Σένγκεν δεν αλλάζει την κατάσταση που βιώνει η χώρα, δεν μειώνει τα προσφυγικά ρεύματα, ούτε αποτρέπει τους πρόσφυγες από το να μετακινούνται και να αναζητούν ένα καλύτερο μέλλον στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Σε ανάλογο πνεύμα, η έξοδος της Ελλάδας δεν αποδυναμώνει τα παράνομα δίκτυα διακινητών, δεν λύνει το ζήτημα της ελλειμματικής πολιτικής και της μη τήρησης των δεσμεύσεων της Τουρκίας, δεν δίνει λύση στο πρόβλημα, παρά μόνο καθιστά την Ελλάδα καταφύγιο ψυχών, εντείνοντας την οικονομική κρίση, εγκλωβίζοντας την κυβέρνηση και τον ευρύτερο κρατικό μηχανισμό.
Το δεύτερο στοιχείο που αξίζει να σημειώσουμε είναι ότι η έξοδος της Ελλάδας από τη Σένγκεν έχει έναν απολύτως (και αδικαιολόγητο) τιμωρητικό χαρακτήρα τόσο προς την ελληνική κοινωνία, τις οργανώσεις πολιτών στα νησιά που μάχονται για να προσφέρουν τις μίνιμουμ υπηρεσίες στους πρόσφυγες, τις ξένες ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στα hotspots, όσο και ενάντια στην ελληνική κυβέρνηση που εν μέσω κρίσης έχει ήδη δαπανήσει σχεδόν 351 εκατομμύρια ευρώ για την υποδοχή και προσωρινή φιλοξενία τους. Το ποσό αυτό, συμπεριλαμβανομένων και των συμφωνημένων κονδυλίων που θα παράσχει η ΕΕ στο διάστημα 2014-2020, αλλά και του επιπλέον ποσού που θα διατεθεί στο ίδιο διάστημα από τον κρατικό προϋπολογισμό, είναι σχεδόν ισόποσο. Με άλλα λόγια, η ελληνική κυβέρνηση δαπανά και θα δαπανήσει το ίδιο σχεδόν ποσό με αυτό που έχει συμφωνηθεί ως βοήθεια από όλα τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ προς την Ελλάδα.
Το τρίτο στοιχείο αναφορικά με την αποπομπή από τη Σέγκεν άπτεται των οικονομικών συνεπειών από την απαγόρευση ελεύθερης διακίνησης πολιτών και αγαθών εντός της ΕΕ. Το κόστος είναι ανυπολόγιστο, ενώ την ίδια στιγμή υπάρχει σοβαρότατος κίνδυνος να αυξηθούν τα περιστατικά ρατσιστικής βίας εναντίον των προσφύγων. Η αποπομπή της χώρας μπορεί να ενδυναμώσει μόνα εκείνα τα ακραία στοιχεία που επιδιώκουν την πλήρη πολιτική και οικονομική αποσταθεροποίηση, εντείνοντας ευρύτερα τον ήδη ενισχυμένο ευρωσκεπτικισμό.
Τέταρτο και τελευταίο στοιχείο και συνέπεια μιας τέτοιας εξέλιξης είναι ο ιδιότυπος παραδειγματισμός της χώρας στα μάτια των υπόλοιπων Ευρωπαίων πολιτών για τις δυσκολίες που αφορούν στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής και των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές/εταίρους. Ειδικά λαμβάνοντας υπόψη την στάση που κράτησαν οι εταίροι στην περίπτωση της Ιταλίας το 2013, αποφεύγοντας κάθε αναφορά ή υπόνοια εξόδου ή αποβολής από τη Σένγκεν, όταν είχε προκύψει το ζήτημα με τους εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες από τη Λιβύη, τα τραγικά περαστικά με την Λαμπεντούζα και της αποστολές της Mare Nostrum, είναι σχεδόν αυταπόδεικτο ότι όχι μόνο η κυβέρνηση, αλλά ολόκληρη η χώρα βρίσκεται ενώπιον μιας παράλληλης, εξίσου σύνθετης και καταστρεπτικής κρίσης.
Για όλους αυτούς τους λόγους απαιτείται η μέγιστη δυνατή συνεργασία όλων των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων στο πλευρό της κυβέρνησης, μακριά από μικροκομματικές σκοπιμότητες, τόσο σε εθνικό επίπεδο, όσο και στο πλαίσιο των πολιτικών ομάδων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
* Ο Δημήτρης Ραπίδης είναι πολιτικός αναλυτής και επικοινωνιολόγος, ιδρυτής του κέντρου ερευνών Bridging Europe