ΑΠΟΨΕΙΣ

Μπασάκσεχιρ: Ο «Δούρειος Ίππος» του Ερντογάν στην τουρκική κοινωνία

Μπασάκσεχιρ: Ο «Δούρειος Ίππος» του Ερντογάν στην τουρκική κοινωνία
EPA / ERDEM SAHIN

Μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του ιταλικού ποδοσφαίρου, ο πρώην προπονητής της Μίλαν, Αρίγκο Σάκι, διατεινόταν κατά το παρελθόν ότι το ποδόσφαιρο «είναι το όπιο του λαού», παραφράζοντας το φιλόσοφο Καρλ Μαρξ που αντί της λέξης «ποδόσφαιρο» χρησιμοποιούσε εκείνη της θρησκείας. Αυτή η φράση του Ιταλού «Προφήτη του Φουζινιάνο» (σ.σ. το παρατσούκλι του Σάκι) φαίνεται πως αποτελεί τη βάση της στρατηγικής που ακολουθεί ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, θέτοντας υπό την προστασία του εδώ και αρκετά χρόνια μια ποδοσφαιρική ομάδα, την Μπασάκσεχιρ, με έδρα την Κωνσταντινούπολη.

Μετρώντας ήδη 16 χρόνια στην εξουσία της χώρας, ο Ερντογάν αντιλήφθηκε από νωρίς ότι για να κρατήσει κανείς στο πλευρό του έναν ολόκληρο λαό, δεν φτάνει να είναι μόνον ένας δεινός ρήτορας.

Η Μπασάκσεχιρ ιδρύθηκε το 1959 ως τμήμα του αθλητικού συλλόγου «İstanbul Büyükşehir Belediyespor». Ξεκίνησε ως νεοαναδυόμενος ποδοσφαιρικός σύλλογος με μια πολύ μικρή βάση φιλάθλων. Ωστόσο, με τα χρόνια και ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, η ομάδα αποτέλεσε τη μεγάλη έκπληξη του τουρκικού ποδοσφαίρου, καθώς έγινε η πλέον επιτυχημένη απόπειρα των οπαδών του προέδρου Ερντογάν να δημιουργήσουν ένα «φιλοκυβερνητικό» ποδοσφαιρικό σύλλογο.

Ο ίδιος ανέλαβε το ποδοσφαιρικό σύλλογο και τις πεπαλαιωμένες εγκαταστάσεις του, φτιάχνοντας μια ομάδα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP). Δημιούργησε μια νέα ελίτ αποτελούμενη από συντηρητικούς επιχειρηματίες, ποδηγέτησε τα ΜΜΕ της χώρας του και ενθάρρυνε την ανάδυση ενός ιδιόμορφου μείγματος θρησκείας και κοσμικού κράτους. Η Μπασάκσεχιρ αποτελεί το αθλητικό παράδειγμα αυτής της πρακτικής.

Η ποδοσφαιρική ομάδα του Ερντογάν διευθύνεται από μια ομάδα επιχειρηματιών με ιδιαίτερα στενούς δεσμούς με το κυβερνών κόμμα, που αγόρασε ένα μικρό ποδοσφαιρικό σύλλογο που ανήκε αρχικά από το δήμο της Κωνσταντινούπολης.

Τέσσερα χρόνια μετά, η ομάδα βρίσκεται στη δεύτερη θέση της τουρκικής Superleague, διεκδικώντας, μάλιστα, ακόμη και το πρωτάθλημα απέναντι στο λεγόμενο «Μεγάλο Τρίο» των ομάδων της Πόλης, τη Γαλατασαράι, την Μπεσίκτας και τη Φενέρμπαχτσε.

Ο τουρκικός Τύπος περιγράφει, άλλωστε, εδώ και καιρό το «θαύμα» της Μπασάκσεχιρ ως το μεγάλο «success story» του Ερντογάν: Μια αρχικά ασήμαντη ομάδα, μεταπήδησε σε σύντομο χρονικό διάστημα από την Γ’ Εθνική κατηγορία στην «αφρόκρεμα» του τουρκικού ποδοσφαίρου.

Το μεγάλο κόλπο του Ερντογάν

Ως πρώην ημιεπαγγελματίας ποδοσφαιριστής, ο Ταγίπ Ερντογάν αντιλαμβάνεται πολύ καλά τη σημασία του ποδοσφαίρου στην Τουρκία, μια χώρα εκατομμυρίων ανθρώπων που έχουν εμμονή με τη «στρογγυλή θεά». Οι ομάδες του «Μεγάλου Τρίο» της Κωνσταντινούπολης καθώς και οι οπαδοί τους είχαν αποτελέσει «πονοκέφαλο» για τον ίδιο κατά το παρελθόν.

Το 2013, κατά τη διάρκεια των σοβαρών επεισοδίων στην πλατεία Γκεζί, οι φανατικοί οπαδοί των τριών ομάδων είχαν διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στις διαδηλώσεις εναντίον της κυβέρνησης Ερντογάν.

Αλλά και κατά τη διάρκεια της καμπάνιας για το συνταγματικό δημοψήφισμα στην Τουρκία στις 16 Απριλίου 2017, όταν οι πολίτες κλήθηκαν να ψηφίσουν 18 τροποποιήσεις του τουρκικού συντάγματος, που θα μετέτρεπαν το πολίτευμα της χώρας από προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία σε προεδρική δημοκρατία, οπαδοί βγήκαν στους δρόμους, τραγουδώντας αντικυβερνητικά εμβατήρια, κατά τη διάρκεια της «πορείας της Σμύρνης», αναδεικνύοντας τις αξίες του κοσμικού κράτους.

Όπως επισημαίνουν έμπειροι αναλυτές, οι λαϊκιστές ηγέτες εκδηλώνουν πάντοτε ζωηρό ενδιαφέρον ακολουθώντας, επηρεάζοντας και, εφόσον έχουν τη δυνατότητα, ελέγχοντας κάθε τομέα που έχει απήχηση στις μάζες. Υπό το πρίσμα αυτό, εφόσον το ποδόσφαιρο είναι το δημοφιλέστερο άθλημα στην Τουρκία, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Ερντογάν αλλά και το κόμμα του επιδίωξαν να αναμειχθούν σ’ αυτό.

Η επιρροή του AKP δεν είναι εμφανής στο προσκήνιο, πέρα από τις θέσεις των οπαδών που είναι βαμμένες στα χρώματα του κόμματος, το πορτοκαλί, το άσπρο και το μπλε.

Ωστόσο, όταν παρακολουθήσει κανείς έναν αγώνα της Μπασάκσεχιρ, τότε σίγουρα μπορεί να αντιληφθεί πολλά περισσότερα: Στις εικόνες που προβάλλονται κάθε φορά στον πίνακα του σταδίου «Φατίχ Τερίμ» πριν από κάθε παιχνίδι, απεικονίζονται τουρκικά μαχητικά να βάλλουν εναντίον στόχων, ενώ παιδιά – μασκότ μεταμφιεσμένα σε Οθωμανούς στρατιώτες γίνονται η αντανάκλαση του εθνικιστικού κύματος που μαστίζει τη χώρα από τη στιγμή της έναρξης των τουρκικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Συρία τον Ιανουάριο του 2018.

Αξιοσημείωτος είναι, εξάλλου, ο σύντομος ύμνος της ομάδας υπό τον τίτλο «Ο Θεός είναι μεγάλος» που τραγουδιέται από τους περίπου 500 σκληροπυρηνικούς οπαδούς της Μπασάκσεχιρ, ένα σλόγκαν που ακούγεται σπανίως από τις εξέδρες των ομάδων που ανήκουν στο «Μεγάλο Τρίο»

Το παρασκήνιο είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον: Ο Ερντογάν ήταν εκείνος που είχε δώσει εντολή το 2014 για την ανακαίνιση του σταδίου, ενώ οι κύριοι χορηγοί της ομάδας είναι εταιρείες με στενούς δεσμούς προς το κυβερνών κόμμα.

Αυτό το «ανακάτεμα» της πολιτικής με το ποδόσφαιρο συνιστά την κρίσιμη μάζα των τακτικισμών του Ερντογάν. Η Μπασάκσεχιρ είναι το όργανο του Τούρκου προέδρου στα γήπεδα και ταυτόχρονα το φέρεφωνο της κυβερνητικής πολιτικής απέναντι σε έναν λαό που φανατίζεται όσο κανείς άλλος με το που βρεθεί η μπάλα στη σέντρα.

Κι όπως ο Ερντογάν φροντίζει να επιδεικνύει σε κάθε δυνατή περίπτωση τη μεγαλομανία του, έτσι και η ομάδα του ονειρεύεται υψηλές διακρίσεις, διεκδικώντας, πέρα από το τουρκικό πρωτάθλημα, και μια θέση στα μεγάλα «σαλόνια» του Champions League. Αντίπαλός της, μάλιστα, τίθεται ο Ολυμπιακός, για μια θέση στα play-off της επερχόμενης διοργάνωσης.