ΑΠΟΨΕΙΣ

Υπόθεση Χάιντς Ρίχτερ

Υπόθεση Χάιντς Ρίχτερ
O Χάιντς Ρίχτερ και το επίμαχο βιβλίο του για τη Μάχη της Κρήτης

Όταν κάποιος κατονομάζει ένα δημόσιο πρόσωπο ως «ηλίθιο», «γελοίο» πρέπει να καταδικάζεται σε καταβολή αποζημίωσης χιλιάδων ευρώ ή ενδεχομένως και σε φυλάκιση; Οι επιστημονικές απόψεις, ακόμη και εάν θίγουν ή προκαλούν, μπορεί να οδηγήσουν στην ποινική δίωξη του ομιλούντος;

Με αφορμή την υπόθεση Χάιντς Ρίχτερ έρχεται και πάλι στο προσκήνιο η θέση της ελευθερίας της έκφρασης και ο τρόπος που αυτή αντιμετωπίζεται σε κάθε έννομη τάξη.

Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών Ρεθύμνης άσκησε ποινική δίωξη στο γερμανό ιστορικό βάσει του αντιρατσιστικού νόμου, κατηγορώντας τον για «άρνηση εγκλημάτων του ναζισμού σε βάρος του κρητικού λαού με υβριστικό περιεχόμενο», ενόψει της θέσης που υποστηρίζει στο βιβλίο του με τον τίτλο «Μάχη της Κρήτης».

Η ελευθερία του λόγου προστατεύεται συνταγματικά σε όλα τα φιλελεύθερα και δημοκρατικά κράτη. Ωστόσο, η αξία της ελευθερίας του λόγου εκτιμάται διαφορετικά σε κάθε έννομη τάξη, γεγονός που αντικατοπτρίζεται τόσο στην προστατευτική διάταξη του δικαιώματος όσο, ιδίως, στην ερμηνεία της από την νομολογία στο πλαίσιο προσδιορισμού του εννοιολογικού της περιεχομένου. Τα αίτια αυτής της διαφορετικότητας εντοπίζονται στις ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που οδήγησαν στην παροχή προβαδίσματος είτε στον πολιτικό λόγο είτε στην προσωπικότητα του ατόμου.

Από την επισκόπηση της νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων καθίσταται σαφές ότι παραγνωρίζεται η σημασία της απρόσκοπτης άσκησης της ελευθερίας της έκφρασης για την ορθή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Οι έλληνες δικαστές αγνοούν στο αιτιολογικό των αποφάσεών τους - είτε από έλλειψη παιδείας, παρά την επανειλημμένη καταδίκη της Ελλάδας, είτε από άκρατο πατριωτισμό - τη σχετική και δεσμευτική νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, σύμφωνα με την οποία η ελευθερία της έκφρασης «περιλαμβάνει όχι μόνον πληροφορίες και ιδέες που γίνονται ευμενώς δεκτές και θεωρούνται ουδέτερες ή αδιάφορες, αλλά και εκείνες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή αναστατώνουν [...]. Το επιβάλλει ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και το ευρύ πνεύμα, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική κοινωνία».

Η επιστημονική άποψη του Καθηγητή Ρίχτερ εντάσσεται στο δημόσιο διάλογο και μπορεί να αντικρουστεί από άλλες μελέτες και ιστορικές έρευνες. Η ποινικοποίηση της γνώμης του, ως αυτή εκφράσθηκε σε επιστημονικό βιβλίο, συνιστά φίμωση της ελευθερίας της έκφρασης, που συναντάται σε «άλλου τύπου» καθεστώτα». Στο πλαίσιο μίας φιλελεύθερης δημοκρατίας, οι πολίτες δεν πρέπει να «προστατεύονται» όσον αφορά στις προσλαμβάνουσες πληροφορίες. Εν προκειμένω ταιριάζουν απόλυτα τα λόγια του Δικαστή Powell του Ανώτατου Δικαστηρίου των Η.Π.Α., στην υπόθεση Gertz. «...Δεν υφίσταται η έννοια της εσφαλμένης ιδέας. Όσο ολέθρια και να φαίνεται μία γνώμη, βασιζόμαστε για τη διόρθωσή της όχι στη συνείδηση των δικαστών και των ενόρκων αλλά στον ανταγωνισμό με άλλες ιδέες...».

*Χριστίνα Βρεττού, Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, Δικηγόρος, Συγγραφέας του βιβλίου «Η αιχμηρή κριτική ως συνταγματικό δικαίωμα».