Ευρώπη: Προτεραιότητες και προοπτικές
Η επίσκεψη του Ευρωπαίου επιτρόπου των Οικονομικών Πιερ Μοσκοβισί και το μήνυμα που εξέπεμψε από το ελληνικό κοινοβούλιο ότι, η Ελλάδα βγαίνει από την κρίση, ανοίγοντας ταυτόχρονα το δρόμο ελάφρυνσης του χρέους, κάνει ακόμα πιο επίκαιρη την αναφορά στα έργα και τις ημέρες που σχεδιάζονται σήμερα, στα όργανα ισχύος της ΕΕ.
Η αφορμή που υποχρεώνει, το τελευταίο διάστημα τον Πρόεδρο Γιούνκερ να εμφανίζεται με ολοένα και μεγαλύτερες τάσεις αυτοκριτικής, κάνοντας λόγο για «υπαρξιακή κρίση» στους ευρωπαϊκούς κόλπους, δεν βρίσκεται αποκλειστικά στην αποκόλληση της Μ. Βρετανίας. Τα υπαρξιακά διλήμματα, δεν σχετίζονται μόνο με την οικονομική κρίση ή το ακολουθούμενο οικονομικό μοντέλο της λιτότητας. Η κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, περιγράφοντας τα διαχρονικά ελλείμματα της Ευρώπης σε επίπεδο κοινωνικών ανισοτήτων, δικαιοσύνης, αλλά και δημοκρατίας, θεωρείται προγενέστερη.
Προϊόν της τρέχουσας συγκυρίας, η διαμόρφωση δύο αντιλήψεων. Μια που αναζητά περισσότερη Ευρώπη ήτοι πιο δημοκρατική Ευρώπη και μία εκείνων των πολιτικών, και επιχειρηματικών ελίτ που απέσπασαν σημαντικά οφέλη τις τελευταίες δεκαετίες κι είναι λογικό να ανησυχούν για την όποια ανατροπή. Η πολιτική συνοχής, συμπεριλαμβανομένων των διαρθρωτικών ταμείων και του Ταμείου Συνοχής είναι καθοριστικής σημασίας για την καταπολέμηση των ανισοτήτων. Για την Αριστερά, το πεδίο της κοινωνικής και της εργασιακής ισότητας συνιστά πεδίο ρεαλιστικής πολιτικής σύγκρουσης.
Παρά τα όσα δομικά προβλήματα, η ΕΕ δείχνει να αποκτά βηματισμό βελτίωσης των οικονομικών της δεικτών. Γεγονός εμφανές και στην Ελλάδα. Για αυτό και το βάρος της συζήτησης στην Επιτροπή γέρνει υπέρ μιας πιο ενωμένης και δημοκρατικής Ένωσης. Επί του παρόντος, το κόστος της νομισματικής ολοκλήρωσης αφήνεται σε μεμονωμένα κράτη-μέλη με τα υπόλοιπα να αποκομίζουν τα οφέλη. Ο «αντί-Σόϊμπλε» νέος Γερμανός Υπουργός Οικονομικών επ’ουδενί αποτελεί φορέα πιο «χαλαρής» δημοσιονομικής αντίληψης. Οι ευρύτερες προεκτάσεις αυτής της συνισταμένης στην Ευρώπη, θα τεθούν αναλυτικά στη γαλλογερμανική συζήτηση.
Η ατζέντα εργασίας
Η ασφάλεια των πολιτών και η μεταναστευτική πολιτική, η απασχόληση και η επενδυτική δραστηριότητα, η ανάδειξη της κοινωνικής διάστασης της Ευρώπης και η σύγκλιση μιας ενιαίας ψηφιακής αγοράς, η μέριμνα για την κλιματική αλλαγή, καθώς και το ζήτημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης των αποφάσεών της, είναι θέματα με πλεονεκτική θέση στην ατζέντα των διαβουλεύσεων, το επόμενο χρονικό διάστημα. Όλες οι πλευρές, ομονοούν στη σύναψη ενός καθολικού σχεδίου για μια ενεργειακή ένωση, ενώ προσανατολίζονται σε μια δικαιότερη εσωτερική αγορά των χωρών – μελών προς όφελος μιας πιο ισορροπημένης νομισματικής ένωσης, καθώς και σε ένα χώρο δικαιοσύνης και υπεράσπισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αναμφίβολα, το έλλειμμα αλληλεγγύης, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της κοινής ευθύνης οφείλει να το αναλάβει συνολικά και πιο θεσμικά, η ΕΕ.
Η πρόκληση
Σημείο σύγκλισης για τους ευρωπαίους ηγέτες και τους λαούς τους θα είναι το κατά πόσο, η Γηραιά ήπειρος θα αποτελέσει έναν ισχυρό παγκόσμιο πόλο απέναντι στη γεωστρατηγική συγκυρία και μια ένωση δημοκρατίας ή όχι. Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και ο έλεγχος των φορολογικών παραδείσων είναι ένα σημαντικό παράδειγμα αυτής, της πολιτικής βούλησης προς το δικαιότερο και ηθικό. Όταν, τα κράτη μέλη της ΕΕ χάνουν έως και 1 δισεκατομμύριο ευρώ ετησίως, από φορολογικά έσοδα.
Είναι όμως κάτι τέτοιο πρακτικά εφικτό, όταν οι υφιστάμενοι πολιτικοί συσχετισμοί, δεν μαρτυρούν μια προοδευτική ανατροπή στα επιμέρους της όργανα της ΕΕ; Ας μην περιφρονούμε το γεγονός ότι, για πρώτη φορά τίθεται θέμα συγκράτησης της παγκοσμιοποίησης ή καλύτερα της -κοινωνικά εκρηκτικής εκδοχής- της που ενισχύει την άδικη κατανομή του πλούτου, αλλά και ευνοεί τις ανισότητες, εν γένει. Για παράδειγμα, η φορολόγηση των χρηματιστηριακών συναλλαγών, δεν προσθέτει απλώς πόρους στον κοινωνικό προϋπολογισμό, αλλά δημιουργεί κι εκείνες τις προϋποθέσεις, ώστε ρυθμιζόμενες οι παγκόσμιες αγορές αντιστοίχως με τις εθνικές να ευνοούν και πάλι τη δημιουργία του κράτους πρόνοιας στην Ευρώπη.
Η απάντηση σε όλα τα παραπάνω προϋποθέτει ή θεωρεί μέρος της λύσης της, έναν εκ βάθρων κοινωνικό αναπροσδιορισμό της ευρωπαϊκής πολιτικής με προμετωπίδα τις πολιτικές ανάπτυξης και ευημερίας των λαών. Το σχέδιο αυτό, δεν μπορεί να υλοποιηθεί με απούσες τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις. Οι ευθύνες της σοσιαλδημοκρατίας είναι μεγάλες, όσο συνεχίζει να κοιτά με μισό μάτι την Αριστερά, όταν δεν λέει να πάρει οριστικό διαζύγιο από τη νεοφιλελεύθερη συντήρηση. Όταν μάλιστα, οι φαντασιώσεις του «ακραίου κέντρου» έρχονται όλο και πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Το παράδειγμα του «εικονικού γάμου» για το μεγάλο κυβερνητικό σχηματισμό στη Γερμανία, δεν θα είναι εύκολο εγχείρημα, ούτε για τους Σοσιαλιστές, ούτε για τους Χριστιανοδημοκράτες και μακροπρόθεσμα, ίσως είναι προβληματικό για την ίδια και εν τέλει για όλη την Ευρώπη.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, λοιπόν πόσο δυνατή είναι μια αλλαγή στη θεσμική ισορροπία της ΕΕ; Το ζήτημα της διαφάνειας και της λογοδοσίας, ως ουσιαστικό στοιχείο δημοκρατίας, ειδικά όσον αφορά την οικονομική διακυβέρνηση, είναι ενδεικτικό σημείο μια ανάλογης, εναλλαγής. Δεν πρόκειται όμως, μόνο για την οικονομία. Με τον Ευρωπαϊκό Πυλώνα των Κοινωνικών Δικαιωμάτων που συμπεριλήφθηκε στη Διακήρυξη του Γκέτεμποργκ, έγινε ένα βήμα. Απαιτούνται οι πολιτικές συμμαχίες και οι κοινές δράσεις που θα διαπερνούν τα εθνικά σύνορα και θα διευρύνουν τον κύκλο τους για να γίνουν και περισσότερα.
Η προοπτική
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση του Altiero Spinelli (1941) εδράζονταν στην καταπολέμηση του φασισμού μέσα από την οικοδόμηση μιας προοδευτικής Ευρώπης. Ο ρατσισμός και οι επικρίσεις στην ΕΕ καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο χώρο στην προεκλογική ρητορική της Ιταλίας, λίγο πριν τις εκλογές της 4ης Μάρτη. Οι θέσεις του νέου ηγέτη του γαλλικού Ρεπουμπλικανικού κόμματος (LR) Λοράν Βοκιέ γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτες από εκείνες της Μαρί Λεπέν, με την Ευρώπη να μην αποτελεί πια το παραδοσιακό σημείο διαφοροποίησης με το Εθνικό Μέτωπο (FΝ). Οι παράμετροι του ευρωπαίου υπουργού οικονομικών, πιθανότατα και ενός υπουργού των κοινωνικών υποθέσεων, αλλά και η μετεξέλιξη του ESM σε ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο με δημοκρατικό έλεγχο από το Ευρωκοινοβούλιο ανοίγουν ένα παράθυρο αισιοδοξίας.
Η Ευρώπη, όμως θα πρέπει και να επιμείνει στην τήρηση και εφαρμογή των αποφάσεων που συν-ομολογούνται. Η περίπτωση της μεταναστευτικής πολιτικής, στην οποία πρωταγωνιστεί –σταθερά- η Τουρκία, συνιστά ελλειμματικό παράδειγμα ανισοκατανομής των βαρών και των προσφυγικών ροών. Η θεσμική αναπροσαρμογή κρίνεται επιβεβλημένη ούτως, ώστε η Ευρώπη να σέβεται τον εαυτό της, τις ελευθερίες της και το διεθνές δίκαιο.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα κληθεί να σταθμίσει στο προσεχές μέλλον, τόσο το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο, δηλαδή το νέο προϋπολογισμό, στον οποίο πρέπει να αντικατοπτρίζεται η κάλυψη του βρετανικού κενού, όσο και την εν γένει πορεία της σεβόμενη τις παραδοσιακές πολιτικές της, όπως είναι για τη συνοχή και την κοινή πορεία των χωρών – μελών της.
Η δέσμευσή της να κοπιάσει για την κοινωνική ευημερία, δεν έχει μετουσιωθεί σε πράξη για τη μεσαία και την εργατική, ευρωπαϊκή τάξη. Το 2018 είναι έτος ορόσημο για την ΕΕ να οργανώσει την επιστροφή στις ιδρυτικές της αξίες και στις πολιτικές της αλληλεγγύης και του ανθρωπισμού, της ανάπτυξης με υψηλή κοινωνική ανταποδοτικότητα.
Ο Πρόδρομος Θεοδουλίδης είναι Επικοινωνιολόγος – Πολιτικός Αναλυτής