Επιφυλακτικότητα για τις προθέσεις της νέας γερμανικής κυβέρνησης
Μετά από σχεδόν έξι μήνες διαπραγματεύσεων στη Γερμανία, η αναβίωση του «μεγάλου συνασπισμού» φαίνεται να είναι γεγονός. Η επικύρωση της συμφωνίας από τη βάση των κομμάτων αναμένεται να δώσει το τελικό «πράσινο φως». Παρότι τα κόμματα που συμμετέχουν στην κυβέρνηση είναι τα ίδια με την περίοδο 2013-17 (Χριστιανοδημοκράτες, Χριστιανοκοινωνιστές και Σοσιαλδημοκράτες), υπάρχουν αρκετά σημεία και «παγίδες» στο αναθεωρημένο προγραμματικό σύμφωνο που αξίζουν προσοχής.
Ένα βασικό ζήτημα αφορά στη θεσμική μεταρρύθμιση στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, στο χρονοδιάγραμμα που θα τεθεί, και κυρίως στην ουσία αυτών των μεταρρυθμίσεων. Διακριτές, «κόκκινες γραμμές» φαίνεται να μην υπάρχουν στο ζήτημα αυτό, κάτι το οποίο μπορεί να θεωρηθεί διαπραγματευτική επιτυχία για τους σοσιαλδημοκράτες, αλλά μπορεί να γυρίσει και μπούμερανγκ σε περίπτωση που δεν προχωρήσει αποτελεσματικά το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων. Η Μέρκελ, ο Σουλτς, ο Σολτς και ο Αλτμάιερ, αποτελούν μια «ιδανική τετράδα» για την ευρωπαϊκή νομενκλατούρα των Βρυξελλών, που μπορεί από τη μία να αναζητήσει κοινό πλαίσιο συνεργασίας με τον Γάλλο Πρόεδρο Μακρόν, χωρίς από την άλλη να ταράξει συθέμελα τις βασικές προδιαγραφές και δεσμεύσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Ένα σημαντικό ζήτημα που δεν έχει ξεκαθαρίσει είναι τι ακριβώς επιδιώκει ο νέος «μεγάλος συνασπισμός» στη Γερμανία, δηλαδή ποια είναι τα ελάχιστα και τα απώτερα όρια δράσης και πρωτοβουλιών, τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο κυρίως σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Παρά το καλό επίπεδο σχέσεων με τον Μακρόν, η Γερμανία θα κληθεί να διαπραγματευτεί με τη Γαλλία για τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις χωρίς να έχει ένα συγκεκριμένο πλάνο, αλλά μια «έκθεση ιδεών» στην οποία διατυπώνονται ενδιαφέρουσες προθέσεις, αλλά όχι συγκεκριμένες προτάσεις. Η Γερμανία θα πρέπει να αναζητήσει αντι-προτάσεις στο «πακέτο Μακρόν», γιατί δεν μπορεί να το δεχθεί ως έχει για λόγους πολιτικών ισορροπιών εντός του κυβερνητικού συνασπισμού, όσο και για λόγους ισορροπίας ισχύος και επιρροής ανάμεσα σε Γερμανία και Γαλλία, αναφορικά με το ποια χώρα «κάνει παιχνίδι» στην Ευρωζώνη.
Μένει ένας χρόνος για τις ευρωεκλογές και τα χρονικά περιθώρια για θεσμικές εξελίξεις στην Ευρωζώνη στενεύουν. Αναπόφευκτα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας οι δύο πλευρές θα προσπαθήσουν να περιχαρακώσουν τα εκλογικά τους ακροατήρια, να ενισχύσουν τη ρητορική τους και το οπλοστάσιο ιδεών τους, ωστόσο δεν είναι βέβαιο ότι θα έχουν τα κατάλληλα ιδεολογικοπολιτικά εργαλεία και θα έχουν προχωρήσει στις κατάλληλες πολιτικές ζυμώσεις. Οι εσωτερικές διαπραγματεύσεις για τη σύσταση της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα κορυφωθούν, όπως επίσης και για τον νέο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Και εδώ, οι πιθανότητες επανάληψης των πρακτικών του 2014 είναι ορατές: διαμοιρασμός εξουσίας μεταξύ συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατών, χωρίς να έχει προχωρήσει καμία απολύτως θεσμική μεταρρύθμιση στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, με το ευρωπαϊκό εκλογικό σώμα και πάλι απογοητευμένο από την επανάληψη των κενών υποσχέσεων.
Ένα βασικό ζήτημα που μπορεί να επιταχύνει κάποιες εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο πριν τις ευρωεκλογές του 2019 είναι οι εκλογές στην Ιταλία και ο ρόλος της ΕΚΤ και του Ντράγκι στο ζήτημα του ιταλικού δημόσιου χρέους και των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs). Αυτό θα έχει να κάνει με τη σύνθεση του νέου κυβερνητικού συνασπισμού στη χώρα και τις πιθανές διαπραγματεύσεις της νέας ιταλικής κυβέρνησης με την Κομισιόν και την ΕΚΤ για τα παραπάνω θέματα. Η Ιταλία βρίσκεται σε μια από τις δυσκολότερες φάσεις της σύγχρονης (οικονομικής και πολιτικής) ιστορίας της, και αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε να αγνοούμε όταν αναφερόμαστε σε πιθανές εξελίξεις στην Ευρωζώνη.
Συνεπώς, χρειάζεται να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στα «μεγάλα λόγια» και στις «καλές προθέσεις». Άλλωστε να μην ξεχνάμε πως, παρά την οικονομική σταθεροποίηση της Ευρωζώνης, τα δομικά προβλήματα που μας οδήγησαν στη κρίση του 2008 και στην επιβολή των πολιτικών λιτότητας δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί.
* Ο Δημήτρης Ραπίδης είναι πολιτικός αναλυτής και επικοινωνιολόγος.