ΕΛΛΑΔΑ

Ένας πρόσφυγας εξομολογείται: «Αν ήξερα πώς είναι το ταξίδι με τη βάρκα, ποτέ δεν θα το τολμούσα»

Ένας πρόσφυγας εξομολογείται: «Αν ήξερα πώς είναι το ταξίδι με τη βάρκα, ποτέ δεν θα το τολμούσα»

Ο πιο άμεσος τρόπος για να μάθεις για τον πόλεμο και το δράμα των προσφύγων είναι να τους ακούσεις να διηγούνται τις ιστορίες τους.

Οι περισσότεροι Σύροι δεν θέλουν να μιλήσουν γιατί φοβούνται ότι μπορεί κάποιος να δει το βίντεο ή τις φωτογραφίες τους και οι συγγενείς τους που έχουν μείνει πίσω στη Συρία να έχουν προβλήματα, είτε από την κυβέρνηση, είτε από τις διάφορες ένοπλες ομάδες που ελέγχουν τις περιοχές τους.

Αρκετοί ωστόσο θέλουν να πουν την ιστορία τους, είτε γιατί δεν έχουν πια συγγενείς πίσω, είτε γιατί έχουν πάρει απόφαση ότι στο άμεσο μέλλον δεν υπάρχει περίπτωση να επιστρέψουν στη Συρία. Κοινός παρανομαστής για τη μεγάλη πλειοψηφία; Η Γερμανία, η χώρα στην οποία θέλουν να τελειώσει το ταξίδι τους. Μέχρι τότε όμως έχουν πολύ δρόμο ακόμη μπροστά τους.

Στο κέντρο υποδοχής Καρά Τεπέ γνώρισα τη Ζεϊνάπ, μια 20χρονη κοπέλα από το Καμίσλι, μια πόλη στην κουρδική περιοχή της Συρίας, ακριβώς πάνω στα σύνορα με την Τουρκία.

Πέρασε τα σύνορα πληρώνοντας, όπως όλοι, έναν λαθρέμπορο και έφτασε στην Κωνσταντινούπολη απ' όπου μέσω ενός άλλου λαθρεμπόρου ήρθε στην Ελλάδα.

«Κλείσαμε τα μάτια και περιμέναμε να πεθάνουμε»

Ήμασταν σαράντα επτά άτομα και μας έβαλαν σε μια βάρκα που ήταν το πολύ για τριάντα. Και ο καθένας είχε τουλάχιστον μία τσάντα με τα πράγματά του. Από τις πρώτες στιγμές η βάρκα έμπαζε νερό. Οι λαθρέμποροι μας έσπρωχναν για να φύγουμε, αλλά ο κόσμος μέσα φώναζε τρομοκρατημένος και ζητούσε να βγει πάλι στη στεριά. Ζήτησα να βγω έξω και να πάρω τα λεφτά μου πίσω αλλά ο Τούρκος δεν άκουγε τίποτα. Έβαλε μπρος τη μηχανή και έσπρωξε, εξηγώντας σε αυτούς που κάθονταν στην πρύμνη πώς να χειριστούν το τιμόνι. Κανένας μας δεν ήξερε πως να χειριστεί βάρκα.
Όταν πια βρεθήκαμε στα ανοιχτά της θάλασσας η βάρκα έμπαζε νερά και όλοι πλέον πιστεύαμε ότι θα πεθάνουμε. Ο κόσμος έκλαιγε, αγκαλιάζονταν και προσεύχονταν. Κλείσαμε τα μάτια μας και περιμέναμε το θάνατο. Μετά από λίγη ώρα και πηγαίνοντας στα τυφλά, η βάρκα έπεσε πάνω σ' ένα βράχο στη θάλασσα. Είχαμε φτάσει στην Ελλάδα... Μας είδε η ακτοφυλακή και ήρθε και μας έβγαλε έναν-έναν.

Η Ζεϊνάπ, όπως οι περισσότεροι συμπατριώτες της, θέλει να πάει στη Γερμανία και το παράπονό της είναι ότι οι αραβικές χώρες έκλεισαν τα σύνορά τους για τους πρόσφυγες και δεν τους βοηθούν.

Υποτίθεται ότι είναι αδελφοί λαοί αλλά μας έχουν εγκαταλείψει.

«Έφυγα από το στρατό γιατί δεν ήθελα να σκοτώνω αθώους πολίτες»

Ο Μοχάμεντ με παρακολουθούσε αρκετή ώρα όσο μιλούσα με μια παρέα Σύρων. Κάποια στιγμή ήρθε μόνος του κοντά μου και μου μίλησε:

Ήμουν πιλότος της πολεμικής αεροπορίας. Όταν αποφοίτησα ορκίστηκα στο Θεό ότι θα σέβομαι το λαό και θα πολεμήσω γι' αυτόν. Όταν είδα όμως την αεροπορία να βομβαρδίζει και να σκοτώνει πολίτες, και όχι τον αντίπαλο στρατό, λιποτάκτησα.

Για έναν λιποτάκτη, η ζωή στη Συρία είναι πολύ επικίνδυνη. Ο Μοχάμεντ δεν είχε άλλη επιλογή από το να βρει αρχικά καταφύγιο σε περιοχές που ελέγχονταν από την αποκαλούμενη συριακή αντιπολίτευση και στη συνέχεια να εγκαταλείψει τη χώρα.

Ορκίζομαι στο Θεό ότι είδα τα αεροπλάνα να βομβαρδίζουν χωριά αδιακρίτως, το είδα με τα μάτια μου. Δεν ήθελα να σκοτώσω αθώους πολίτες και έτσι έφυγα από το στρατό και πήγα σε μια περιοχή που ήταν υπό τον έλεγχο του Ελεύθερου Συριακού Στρατού. Δεν κατατάχθηκα όμως στο στρατό. Δεν ήθελα να σκοτώσω ανθρώπους. Δεν θέλω να πω λεπτομέρειες από τον πόλεμο γιατί φοβάμαι. Μου είπαν κάποια στιγμή να πάω να βομβαρδίσω μια περιοχή αλλά αρνήθηκα. Μετά από αυτό με είχαν υπό αυστηρό έλεγχο. Πέρασα από τα σύνορα με την Τουρκία όπως όλοι, με τη βοήθεια του κυκλώματος των λαθρεμπόρων, και πήγα στην Ούρφα, όπου έμεινα δύο χρόνια και εννέα μήνες. Η γυναίκα μου πάσχει από λευχαιμία και χρειαζόταν ειδική θεραπεία. Πήγα στις τοπικές αρχές και κατάφερα να τη βάλω στο νοσοκομείο.
Τα φάρμακα όμως ήταν πανάκριβα κι εγώ δεν είχα ούτε λεφτά ούτε δουλειά. Με βοήθησε ένα ξάδερφός από το Ντουμπάι που μου έστελνε λεφτά και καμιά φορά μου έστελνε απευθείας τα φάρμακα. Η γυναίκα μου όμως χρειαζόταν συνεχώς θεραπεία και έτσι αποφάσισα να φύγω για την Ευρώπη. Πήγα στην Κωνσταντινούπολη όπου βρήκα λαθρέμπορους. Εγκληματίες. Ήταν Τούρκοι οι οποίοι συνεργάζονται με Σύρους. Έτσι ήρθα όπως όλοι στην Ελλάδα. Άφησα όμως πίσω τη γυναίκα μου γιατί δεν μπορούσε να ταξιδέψει. Θέλω να φτάσω όσο το δυνατό γρηγορότερα στην Γερμανία να βγάλω χαρτιά για να τη φέρω κοντά μου.

Ο Μοχάμεντ εκφράζει ευγνωμοσύνη για την Ελλάδα που δέχθηκε τους πρόσφυγες και που κάνει ό,τι μπορεί για να πάρουν ταξιδιωτικά έγγραφα το συντομότερο δυνατό. Εκφράζει όμως και το παράπονό του για το ότι η χώρα μας και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν σταματούν την παράνομη διακίνηση και δεν ανοίγουν τις πόρτες τους για να έρθουν οι πρόσφυγες με νόμιμο τρόπο, αποφεύγοντας έτσι τους λαθρεμπόρους και το επικίνδυνο ταξίδι από τη θάλασσα.

«Φύγε, φύγε φίλε μου. Δεν θα αντέξεις στο στρατό»

Η βάρκα του Λαουέντ μόλις είχε φτάσει στη Μυτιλήνη. Κουρασμένος αλλά ανακουφισμένος που το ταξίδι είχε αίσιο τέλος μου συστήνεται και με αρχίζει στις ερωτήσεις. Και τώρα τι κάνουμε; Πότε θα φύγουμε για την Αθήνα; Θα μας πάρουν με πλοία;

Ο Λαουέντ είναι ένα 18χρονο παιδί που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα ξεκινούσε τώρα τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο.

Είμαι από την πόλη Αλ Χάσακα στην Ανατολική Συρία. Κοντά στα σύνορα με την Τουρκία και το Ιράκ. Μόλις τελείωσα το σχολείο. Ήθελα να πάω στο πανεπιστήμιο, να σπουδάσω αλλά αν έμενα στην πόλη μου το πιθανότερο είναι ότι θα με έπαιρναν στον στρατό. Στην περιοχή μου δρουν τέσσερις στρατοί, συμπεριλαμβανομένων των ακραίων ισλαμιστών.
Όλους μου τους φίλους τους έχουν πάρει στο στρατό. Κάθε φορά που με έβλεπαν με παρακαλούσαν: "Φύγε, φύγε"... μου έλεγαν. "Δεν είναι για σένα αυτή η ζωή. Δεν θα αντέξεις".
Την πρώτη φορά που προσπάθησα να περάσω τα σύνορα με συνέλαβε ο τουρκικός στρατός. Με χτύπησαν και μου έσπασαν το πόδι. Τη δεύτερη φορά προσπάθησα να περάσω από άλλο σημείο. Περπάτησα τρεις ώρες μέσα από βουνά μέχρι το σημείο συνάντησης με τον λαθρέμπορο που θα μας μετέφερε. Αλλά δεν εμφανίστηκε και αναγκάστηκα να επιστρέψω στη Συρία. Την τρίτη φορά έκανα πάλι την ίδια διαδρομή μέχρι το σημείο συνάντησης, όπου τελικά ήρθαν και μας παρέλαβαν. Απ' ότι έμαθα, ο στρατός στη Συρία με έψαχνε.
Έφτασα στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκεί ο λαθρέμπορος μας έβαλε να κοιμηθούμε σε ένα σπίτι. Την άλλη μέρα μας φόρτωσε σε ένα λεωφορείο και μετά από έξι ώρες όρθιοι και ο ένας πάνω στον άλλο, φτάσαμε στη σημείο όπου θα παίρναμε την βάρκα.Αν ήξερα από την αρχή πώς θα ήταν το ταξίδι δεν υπήρχε περίπτωση να μπω. Απλά μας στοίβαξαν τον ένα πάνω στον άλλο και μας είπαν "φύγετε". Κανένας δεν ήξερε να χειρίζεται βάρκα. Αλλά, τέλος καλό, όλα καλά. Ελπίζω τώρα να μπορέσω να πάω στη Γερμανία. Θα καθίσω ένα χρόνο να μάθω τη γλώσσα και μετά θα ήθελα να σπουδάσω.