ΣΦΕΕ και ΙΟΒΕ: Αλλαγή κινήτρων και οδικός χάρτης ανάπτυξης για τη φαρμακοβιομηχανία
Ο κλάδος της φαρμακοβιομηχανίας χρειάζεται έναν οδικό χάρτη ανάπτυξης, ορατότητα αλλά και αλλαγή κινήτρων για την υλοποίηση επενδύσεων, ώστε να μπορέσουμε να γίνουμε ελκυστικοί ως χώρα.
Καθώς η φαρμακοβιομηχανία αποτελεί κλάδο με περίοπτη και εμβληματική θέση για την υγεία, τις θέσεις εργασίας, την έρευνα, την καινοτομία και την οικονομία, συνεισφέροντας 6,5 δις ευρώ, δηλαδή 3,2% του ΑΕΠ για το 2022, είναι παράλογο να καταγράφεται τόση δυστοκία, σε επενδύσεις που αφορούν στις κλινικές μελέτες.
Ο κλάδος υπερτερεί σε Έρευνα και Ανάπτυξη, αλλά όχι σε κλινικές μελέτες και για το λόγο αυτό, ίσως θα έπρεπε να εξετασθεί το ενδεχόμενο οι κλινικές μελέτες, να τεθούν εκτός RRF, δηλαδή εκτός του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης.
Στόχος μας επίσης, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΦΕΕ κ. Ολύμπιο Παπαδημητρίου, είναι να έρθουν στην Ελλάδα, παραγωγικές επενδύσεις από άλλες χώρες. Για παράδειγμα, γιατί πολλές επενδύσεις κατευθύνονται στην Ιρλανδία; Βεβαίως μείζον πρόβλημα πάντα για τις επιχειρήσεις, αποτελεί η χρηματοδότηση.
Τις παραπάνω διαπιστώσεις τόνισαν τη Δευτέρα, οι εκπρόσωποι του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος και του ΙΟΒΕ, στο πλαίσιο ειδικής συνέντευξης τύπου με αφορμή την έκδοση «Η φαρμακευτική αγορά στην Ελλάδα: Γεγονότα και Στοιχεία 2023», καθώς και τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης «Η συμβολή του κλάδου φαρμάκου στην ελληνική οικονομία».
Τη μελέτη του ΙΟΒΕ, παρουσίασαν ο κ. Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής ΙΟΒΕ, Καθηγητής ΟΠΑ και ο κ. Άγγελος Τσακανίκας, Καθηγητής ΕΜΠ, Επιστημονικός Σύμβουλος IOBE.
Εμβληματικός κλάδος για την οικονομία
Όπως τονίστηκε, η συμβολή του κλάδου του φαρμάκου, είναι στρατηγικής σημασίας, με ισχυρό αποτύπωμα στην υγεία, την κοινωνία και την οικονομία. Μάλιστα τα τελευταία δύο χρόνια, η συμμετοχή του κλάδου στη φαρμακευτική δαπάνη ξεπερνά εκείνη του Δημοσίου.
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ, η συνολική συνεισφορά του σε όρους ΑΕΠ εκτιμάται σε €6,5 δισ. (3,2% του ΑΕΠ) το 2022. Έτσι, για κάθε €1 προστιθέμενης αξίας των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του φαρμάκου, δημιουργούνται συνολικά €2,3 στην ελληνική οικονομία.
Σε όρους απασχόλησης, η συνολική συνεισφορά εκτιμάται σε 118,9 χιλ. θέσεις εργασίας (ή 2,9% της συνολικής απασχόλησης). Δηλαδή, κάθε θέση εργασίας στον κλάδο του φαρμάκου υποστηρίζει 3,4 θέσεις πλήρους απασχόλησης συνολικά στην οικονομία. Τέλος, η επίδραση στα φορολογικά έσοδα από τη δραστηριότητα του κλάδου φαρμάκου εκτιμάται περίπου στα €1,8 δισ.
Στα 7 δισ. ευρώ η φαρμακευτική δαπάνη
Ένα στοιχείο που έχει ιδιαίτερη σημασία, είναι η φαρμακευτική δαπάνη, η οποία το 2023 ξεπέρασε τα 7 δις ευρώ, σύμφωνα με την μελέτη του ΙΟΒΕ. Παράλληλα, η συμμετοχή των ασθενών και της βιομηχανίας, αγγίζει το 57,3%.
Οι δαπάνες υγείας και φαρμάκου επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό τόσο από τη δυνατότητα χρηματοδότησης του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, όσο και από τις δημογραφικές εξελίξεις και την κατάσταση υγείας του πληθυσμού. Το προσδόκιμο επιβίωσης στην Ελλάδα επανήλθε το 2023 στο υψηλό επίπεδο των 81,6 ετών, έπειτα από τη μείωση λόγω της πανδημίας, πλησιάζοντας τον μέσο όρο της ΕΕ27.
Η γήρανση & οι μεγάλες ανάγκες για θεραπείες
Ωστόσο, το 2022, το ποσοστό των ατόμων άνω των 65 ετών ανέρχεται στο 22,9% του συνολικού πληθυσμού, ενώ έως το 2070 αναμένεται να αυξηθεί σταδιακά στο 32,8%, οδηγώντας σε αυξημένες ανάγκες για δαπάνες υγείας και φαρμάκου λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Ταυτόχρονα, μειώνονται οι γεννήσεις, αυξάνονται οι θάνατοι και απομειώνεται σταδιακά ο ενεργός πληθυσμός. Επιπρόσθετα, το 2022, το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω με χρόνιο πρόβλημα υγείας παρουσιάζει αυξητική τάση, φτάνοντας το 25,5%, ενώ στην ηλικιακή κατηγορία άνω των 65 ετών αγγίζει το 60%.
Στον τομέα των δαπανών για φαρμακευτική κάλυψη, η συνολική φαρμακευτική δαπάνη (εξωνοσοκομειακή και νοσοκομειακή) για το 2022 διαμορφώθηκε στα €6,2 δισ., σε σύγκριση με €5,6 δισ. το 2021, ενώ εκτιμάται ότι το 2023 η δαπάνη ανήλθε στα €7,1 δισ. Η δημόσια δαπάνη για το 2022 ήταν στα €2,7 δισ., με εκτίμηση για €2,8 δισ. το 2023, ενώ η συμμετοχή της φαρμακοβιομηχανίας στη φαρμακευτική δαπάνη αυξήθηκε για το 2022 στα €2,9 δισ., και στα €3,5 δισ. το 2023 (εκτίμηση).
Τα τελευταία δύο χρόνια, η συμμετοχή του κλάδου στη φαρμακευτική δαπάνη ξεπερνά εκείνη του Δημοσίου. Από το 2022 και μετά το κράτος έκανε ανακατανομή της δαπάνης στα τρία κανάλια διανομής (retail, ΦΥΚ και νοσοκομεία).
Για τα νοσοκομειακά φάρμακα το ποσοστό των επιστροφών το 2022 ανήλθε σε 70%, ενώ για το 2023 εκτιμάται στο 80%. Τέλος, η συμμετοχή των ασθενών αυξήθηκε το 2022 στα €698 εκατ. και στα €734 εκατ. το 2023.
Ο... χρόνος της φαρμακευτικής καινοτομίας
Επιπλέον, λιγότερη φαρμακευτική καινοτομία φτάνει στους Έλληνες ασθενείς, καθώς από τα 167 νέα φάρμακα που εγκρίθηκαν κατά την περίοδο 2019–2022, μόλις τα 79 (47%) εισήχθησαν στην Ελλάδα, ενώ μόνο 43 από αυτά είναι σήμερα ευρέως διαθέσιμα στην ελληνική αγορά. Όπως επεσήμανε ο γενικός διευθυντής του ΣΦΕΕ Μιχάλης Χειμώνας, η Ελλάδα είναι σε λίγο καλύτερη μοίρα από άλλες χώρες της Ευρώπης αναφορικά με τον ερχομό νέων φαρμάκων, εξαιτίας του ΙΦΕΤ, όμως υπάρχει σημαντική καθυστέρηση 587 ημερών.
Υστερούμε σε κλινικές μελέτες που φέρνουν ρευστό όμως...
Αναφορικά με τις κλινικές μελέτες, όπως σημείωσαν οι εκπρόσωποι του ΣΦΕΕ, ενώ ο κλάδος υπερτερεί σε επενδύσεις Έρευνας και Ανάπτυξης, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις κλινικές μελέτες, οι οποίες φέρνουν πολύ ρευστό στα ταμεία.
Ειδικότερα, την περίοδο 1998-2023 διενεργήθηκαν 4.244 κλινικές μελέτες (2.500 ολοκληρωμένες) ανεξαρτήτου φάσης ή σταδίου. Την ίδια ώρα, αναμένεται να λειτουργήσουν Γραφεία Κλινικών Μελετών σε 10 δημόσια νοσοκομεία.
Οι απασχολούμενοι στον κλάδο φαρμακευτικών προϊόντων (παραγωγή και χονδρικό εμπόριο) είναι 32,1 χιλ. το 2023. Σημαντικός είναι και ο ρόλος του φαρμακευτικού κλάδου στο συνολικό εξωτερικό εμπόριο, καθώς οι εξαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων ανήλθαν το 2023 στα €2,8 δισ. και αντιστοιχούν στο 5,5% των συνολικών εξαγωγών αγαθών με κυριότερους εξαγωγικούς προορισμούς τη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ην. Βασίλειο. Αντίστοιχα, οι εισαγωγές αποτελούν περίπου το 5,3% των συνολικών εισαγωγών της χώρας το 2023.