ΣτΕ: Να αποζημιώνει το Δημόσιο τους πολίτες για καταστροφή περιουσίας στη διάρκεια επεισοδίων
Ανανεώθηκε:
Σημαντική και άκρως επίκαιρη απόφαση εν όψει της 48ης επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου εξέδωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας, καθώς υποχρεώνει το Δημόσιο να καταβάλει αποζημιώσεις και μάλιστα εντόκως στους πολίτες, των οποίων η περιουσία υπέστη ζημίες ή καταστράφηκε, κατά τη διάρκεια βίαιων επεισοδίων, στο πλαίσιο μαζικών κινητοποιήσεων, και για τα οποία η Αστυνομία δεν έλαβε ως όφειλε τα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή τους.
Το Α' Τμήμα του ΣτΕ με 9 αποφάσεις του ανέτρεψε έτσι εφετειακές αποφάσεις και δικαίωσε επιχειρήσεις γύρω από το Πολυτεχνείο και την περιοχή των Εξαρχείων που υπέστησαν υλικές ζημίες από αγνώστους την ημέρα δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, τον Δεκέμβριο του 2008, επιδικάζοντας συνολικά αποζημιώσεις ύψους 1.868.000 ευρώ, τις οποίες το Δημόσιο οφείλει να καταβάλει, εντόκως.
Σύμφωνα με τις υπ' αριθμ. 1964 -1972/2021 αποφάσεις του ΣτΕ (με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Σπυριδούλα (Σίσσυ) Χρυσικοπούλου και εισηγήτρια την πάρεδρο Χαρίκλεια Χαραλαμπίδη):
- «Η προστασία της περιουσίας των πολιτών από βίαια επεισόδια που εκδηλώνονται στο πλαίσιο οποιασδήποτε μορφής μαζικής κινητοποίησης πολιτών αποτελεί υποχρέωση των αστυνομικών οργάνων, η εκπλήρωση της οποίας δεν εναπόκειται στην διακριτική τους ευχέρεια. Επομένως, αν τα αστυνομικά όργανα παραλείψουν παντελώς να επέμβουν για να προστατεύσουν την περιουσία του πολίτη η οποία απειλείται, υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, η παράλειψη αυτή είναι παράνομη και συνεπώς συντρέχει η απαιτούμενη για τη θεμελίωση αστικής ευθύνης του Δημοσίου».
- «Διακριτική ευχέρεια διαθέτουν τα αστυνομικά όργανα μόνο ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσουν, δηλαδή ως προς την επιλογή του είδους των μέτρων που πρέπει να λάβουν προς εκπλήρωση της υποχρέωσης τους, δυνάμενα -κατόπιν εκτίμησης- να επιλέξουν και να εφαρμόσουν το καταλληλότερο για τη συγκεκριμένη περίπτωση επιχειρησιακό σχέδιο. Στην ειδικότερη περίπτωση κατά την οποία τα αστυνομικά όργανα αν και επεμβαίνουν και επιχειρούν, δεν λαμβάνουν κανένα συγκεκριμένο μέτρο για να προστατεύσουν την περιουσία του πολίτη, η επιλογή της αποχής τους από κάθε ενέργεια, ειδικώς προς το σκοπό του αγαθού της περιουσίας, συνιστά υπέρβαση των άκρων ορίων της ευχέρειας τους και για το λόγο αυτό είναι παράνομη».
Δεν συνιστούν περίπτωση ανωτέρας βίας τα επεισόδια στο πλαίσιο προγραμματισμένης πορείας
Οι σύμβουλοι Επικρατείας αναφέρουν μάλιστα ότι ναι μεν η περίπτωση «ανωτέρας βίας» αποτελεί απαλλακτικό από την ευθύνη του Δημοσίου για καταβολή αποζημιώσεων σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, καθώς δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ παράνομης πράξης ή παράλειψης και του περιστατικού που συνέβη, αλλά «δεν συνιστούν περίπτωση ανωτέρα βίας, βίαια επεισόδια ιδιαίτερης μεγάλης έντασης και έκτασης που κλιμακώνονται και εξαπλώνονται σταδιακά και λαμβάνουν χώρα σε πολλά σημεία ταυτοχρόνως με συνέπεια τη διάσπαση των αστυνομικών δυνάμεων και κατ' επέκταση τη μείωση της αποτελεσματικότητας τους, αν αυτά τα επεισόδια μπορούσαν να προβλεφθούν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και να τεθούν υπό έλεγχο εγκαίρως, πριν δηλαδή εξαπλωθούν και καταστούν ανεξέλεγκτα με τη λήψη άμεσων, αναγκαίων και πρόσφορων μέτρων».
Κατά τους δικαστές βίαια επεισόδια, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και ιδίως με βάση τις κρατούσες κάθε φορά κοινωνικές συνθήκες, «αποτελούν συνήθη ή τουλάχιστον δεν αποτελούν ασυνήθη κατάσταση» τη στιγμή μάλιστα που υπάρχουν πληροφορίες ή σοβαρές ενδείξεις για «μαζική κινητοποίηση εξαγριωμένων ή αγανακτισμένων πολιτών ή κοινωνικών ομάδων».
Κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, υπογραμμίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «η είδηση θανάτου ανηλίκου (σ.σ.: Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου) στην περιοχή των Εξαρχείων από πυροβολισμό αστυνομικού είναι λίαν πιθανό έως αναμενόμενο να προκαλέσει έντονη κοινωνική αντίδραση, να οδηγήσει σε άμεση μαζική κινητοποίηση πολιτών στα αστικά κέντρα και συνακόλουθα να πυροδοτήσει ανά πάσα στιγμή κοινωνική έκρηξη».
Σε άλλο σημείο, οι σύμβουλοι Επικρατείας, επισημαίνουν ότι «πολλώ μάλλον δεν συνιστούν περίπτωση ανωτέρας βίας, βίαια επεισόδια και βανδαλισμοί που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο προγραμματισμένης πορείας διαμαρτυρίας όταν το ίδιο γεγονός που πυροδότησε την διαμαρτυρία έχουν ήδη λάβει χώρα βίαια περιστατικά μεγάλης έντασης και έκτασης, καθώς και εκτεταμένες φθορές και καταστροφές είτε στην ίδια περιοχή είτε σε άλλη, εφόσον ανά πάσα στιγμή μια τέτοια εξέλιξη είναι αναμενόμενη με μεγάλη πιθανότητα και άρα είναι δυνατόν να προβλεφθεί και να αποτραπεί με άμεση ενέργεια και λήψη όλων των ενδεδειγμένων μέτρων, λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας των αστυνομικών οργάνων να επιβάλλουν περιορισμούς στην διεξαγωγή συγκεντρώσεων ή συναθροίσεων ή να διυλίσουν συγκεντρώσεις και συναθροίσεις οι οποίες εκ του ότι εκτρέπονται σε πράξεις βίας κατά προσώπων είναι παράνομες».
Σημειώνεται ότι οι προσφεύγοντες σε πρώτο βαθμό δικαιώθηκαν, αλλά το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών εξαφάνισε την απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου, με βασικό επιχείρημα, ότι η ΕΛ.ΑΣ. είναι αδύνατον σε μια τέτοιου είδους αιφνίδια και γενικευμένη βίαια κατάσταση να ενεργεί για τη φύλαξη όλων των επιχειρήσεων. Τελικά, το ΣτΕ δικαίωσε τις επιχειρήσεις.