Ζακ Κωστόπουλος: Αρχίζει σήμερα η δίκη - Στο εδώλιο δύο καταστηματάρχες και τέσσερις αστυνομικοί
Τρία χρόνια μετά το λιντσάρισμα Ζακ Κωστόπουλου, ενός σύγχρονου συμβόλου, όπως έχει χαρακτηριστεί, του αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας καλείται από σήμερα (εκτός απροόπτου) να αποδώσει ευθύνες για τον «θάνατο σε δημόσια θέα» την 21η Σεπτεμβρίου 2018 στο κέντρο της Αθήνας.
Η δίκη, η οποία πέρυσι είχε αναβληθεί επ’ αόριστον λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο 33χρονος άφησε την τελευταία του πνοή στον πεζόδρομο της οδού Γλάδστωνος είχαν συνταράξει την ελληνική κοινωνία, που είδε μέσα από τα βίντεο που κυκλοφόρησαν το θύμα να λιντσάρεται με απίστευτη σκληρότητα ακόμα κι όταν βρισκόταν σε ημιθανή κατάσταση.
Κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι έξι άτομα: ένας κοσμηματοπώλης, ένας μεσίτης και τέσσερις αστυνομικοί που αρνούνται την κατηγορία που τους έχει αποδοθεί της θανατηφόρου σωματικής βλάβης. Όλοι είναι ελεύθεροι με τους τέσσερις αστυνομικούς να συνεχίζουν να «επιβάλλουν την τάξη».
Ωστόσο, από την πλευρά της οικογένειας του Ζακ Κωστόπουλου πρόκειται να δοθεί «μάχη» εντός της δικαστικής αίθουσας, προκειμένου να αποδοθούν ευθύνες για το κακούργημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά μετατροπή του κατηγορητηρίου, καθώς σύμφωνα με του πληρεξούσιους δικηγόρους της οικογένειας του 33χρονου τα χτυπήματα τόσο του κοσμηματοπώλη και του φίλου του, όσο και των τεσσάρων αστυνομικών συνδέονται αιτιωδώς με το θάνατο του Ζακ. «Δεδομένου ότι τα συμπεράσματα της ιατροδικαστικής έκθεσης οδηγούν ευθέως στην αιτιώδη συσχέτιση του θανάτου του Ζαχαρία Κωστόπουλου με τα πλήγματα που δέχθηκε, η ορθή απόδοση της κατηγορίας αποτελεί αίτημα του δικαίου και της ουσιαστικής δικαιοσύνης» ανέφεραν χαρακτηριστικά από την πρώτη στιγμή οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής.
Άλλωστε, οι τοξικολογικές εξετάσεις όσον αφορά τη χρήση ουσιών ή αλκοόλ, βγήκαν αρνητικές καταρρίπτοντας τα επιχειρήματα περί του αντιθέτου.
Το χρονικό της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου
Σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας ο Ζακ Κωστόπουλος στις 21 Σεπτεμβρίου 2018 και ώρα 2:30 το μεσημέρι «εισήλθε για άγνωστη αιτία» στο κοσμηματοπωλείο του πρώτου κατηγορούμενου επί της οδού Γλάδστωνος του οποίου η πόρτα ήταν ανασφάλιστη από τον ιδιοκτήτη λόγω της ολιγόλεπτης απουσίας του. Όταν αντιλήφθηκε πως δεν μπορεί να εξέλθει, άρχισε να χτυπά με πυροσβεστήρα αρχικά τη γυάλινη θύρα και στη συνέχεια το κατώτερο επίπεδο της βιτρίνας που θρυμματίστηκε. Όταν το θύμα επιχείρησε να συρθεί για να βγει από εκεί δέχθηκε αλλεπάλληλα σφοδρά χτυπήματα στο κεφάλι και το σώμα από τον κοσμηματοπώλη και τον μεσίτη. Στη συνέχεια οι αστυνομικοί, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ενώ ήδη ήταν αιμόφυρτος και σε «αδυναμία συγκέντρωσης των δυνάμεων του και εμφάνιζε δυσχέρειες στην αναπνοή… έδρασαν με υπερβάλλοντα ζήλο» και με άσκηση έντονης βίας τον ακινητοποίησαν.
Σύμφωνα με το βούλευμα, «οι κατηγορούμενοι με πρόθεση επέφεραν στο θύμα σωματικές κακώσεις που μπορούσαν να του προκαλέσουν (όπως και πράγματι συνέβη) κίνδυνο για τη ζωή του, είτε επικίνδυνες σωματικές βλάβες, το δε αποτέλεσμα του θανάτου του οφείλεται σε συγκλίνουσα αμέλειά τους (παραυτουργία) ήτοι οι σωματικές αυτές βλάβες συνετέλεσαν στην πρόκληση οργανικού στρες το οποίο με τη σειρά του προκάλεσε τις ισχαιμικού τύπου αλλοιώσεις του μυοκαρδίου που αποτέλεσαν την τελική αιτία θανάτου, καθόσον οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι ενόψει της ηλικίας τους και της στοιχειώδους κοινωνικής εμπειρίας που διέθεταν είχαν τη δυνατότητα να προβλέψουν ότι η επίθεση τους σε βάρος του Κωστόπουλου με πλήγματα στην κεφαλή, ενώ μάλιστα διερχόταν από θραυσμένο υαλοπίνακα, μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα το θάνατο του παθόντος, όμως από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλλουν, έδρασαν απερίσκεπτα και επιτέθηκαν κατά του παθόντος, μη προβλέποντας το επελθόν αποτέλεσμα».
Ωστόσο το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου δέχεται ότι ο κοσμηματοπώλης και ο φίλος του δεν επιδίωκαν τον θάνατο του, αλλά τη σύλληψή του. «Αναφορικά με το δόλο των δύο κατηγορουμένων, παρόλο που η επίθεση του σε βάρος του θανόντος Κωστόπουλου – ιδίως του δεύτερου – δεν κρίνεται κοινωνικά αποδεκτή ενόψει του είδους, του αριθμού, της έντασης, της διάρκειας και του τρόπου καταφοράς των πληγμάτων, όπως αυτά προκύπτουν κυρίως από το συλλεγέν οπτικοακουστικό υλικό (ενόψει και των σε πολλά σημεία αντικρουόμενων μαρτυρικών καταθέσεων που ελήφθησαν), γίνεται δεκτό ότι η βασική τους επιδίωξη ήταν η παραμονή του Κωστόπουλου εντός του καταστήματος και η μη διαφυγή του, προκειμένου να επιτευχθεί η σύλληψη του, και δεν εμφορούνταν από ακραία τιμωρητική διάθεση, γεγονός που καταδεικνύεται (και) από τη μη συνέχιση της επίθεσης τους όταν ο Κωστόπουλος εξήλθε τελικά του καταστήματος, χωρίς να δύναται να συναχθεί το αντίθετο συμπέρασμα από τη μη συνδρομή τους στην περίθαλψη του θύματος ή ακόμα και από τις μεταγενέστερες του συμβάντος προσβλητικές αναρτήσεις κατηγορουμένου στο διαδίκτυο».