ΕΛΛΑΔΑ

Μίκης Θεοδωράκης: Ο άνθρωπος που μελοποίησε την ίδια την Ελλάδα

«Γράψε για τη μουσική του Θεοδωράκη», είναι μια προτροπή που ίσως ούτε ο πιο τολμηρός δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει επιπόλαια.

Ο Μίκης ήταν μια μουσική ιδιοφυία από τις πολύ σπάνιες. Όχι επειδή η μουσική του ήταν «καλή», τι σημαίνει «καλή» εξάλλου; Σωστή; Ιδιαίτερη; Κυρίως ο Μίκης ήταν μια μοναδική μουσική ιδιοφυία επειδή η μουσική του άνοιξε μονοπάτια που κανείς δεν είχε τολμήσει έως τότε και πιθανώς κανείς δεν θα τολμούσε. Μονοπάτια που δεν πρόκειται να κλείσουν ποτέ, αντίθετα, μετατράπηκαν σύντομα σε λεωφόρους.

Ο Μίκης έκανε πολύ παραπάνω από το να γράψει όμορφες και αναγνωρίσιμες μελωδίες. Αυτό μπορούν να το κάνουν και το κάνουν πολλοί.

Ο Μίκης, έτσι μόνο μπορεί να τον αποκαλέσει κανείς, ο δικός μας Μίκης, ο μουσικός Μίκης, μελοποίησε την ίδια την Ελλάδα του 20ού αιώνα.

Τον πολιτισμό της, την πολιτική της, την ιστορία της, τον ίδιο το λαό της.

1958: Οι σπουδαίοι ποιητές βρίσκουν τις μελωδίες τους

Ένα βράδυ του 1958, καθώς περιμένει τη σύζυγό του στο αυτοκίνητο, ο Μίκης Θεοδωράκης διαβάζει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου.

Επί τόπου μελοποιεί τα πρώτα οκτώ ποιήματα. Ήταν η στιγμή που η ελληνική μουσική άλλαζε για πάντα και άλλαζε με τρόπους που ίσως κανείς τότε δεν μπορούσε να αντιληφθεί. Πέρα από τον ίδιον το Μίκη.

Η σπουδαία σύγχρονη ελληνική ποίηση, ποίηση που τιμήθηκε δύο φορές με βραβείο Νόμπελ στα πρόσωπα του Γιώργου Σεφέρη και του Οδυσσέα Ελύτη, και παρολίγον με ένα τρίτο το οποίο ο Γιάννης Ρίτσος στερήθηκε λόγω πολιτικών πεποιθήσεων, βρίσκει το δρόμο της προς τη μελοποίηση.

Μελοποίηση που κατέδειξε, περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο στη μακρόχρονη και πολύ γόνιμη καριέρα του Μίκη, τη μουσική του ιδιοφυία.

Το 1960 τα ποιήματα του Ρίτσου ηχογραφήθηκαν για πρώτη φορά με τη μοναδική φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Ο Θεοδωράκης περνάει στο χώρο του τραγουδιού και «παντρεύει» με το δικό του τρόπο τους λαϊκούς ρυθμούς, τα λαϊκά όργανα, τους λαϊκούς τραγουδιστές και την ποίηση των κορυφαίων εκπροσώπων της γενιάς του '30.

Από τα έργα του εκείνης της περιόδου ξεχωρίζουν τα: «Αρχιπέλαγος», «Πολιτεία Α’ και Β’», «Επιφάνεια», «Μαουτχάουζεν», «Άξιον Εστί».

Η αξία εκείνης της μουσικής περιόδου του Μίκη είναι ανυπολόγιστη. Έφερε στα σπίτια του λαού στίχους που έως τότε ακούγονταν μόνο στα λογοτεχνικά σαλόνια.

Μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων μεγαλώνουν με τα ακούσματα αυτά, εξοικειώνεται με την ποίηση, την αγκαλιάζει, την αγαπάει. Για πολλούς, οι στίχοι των μεγάλων μας ποιητών γίνονται την ίδια εποχή ιδεολογικά «εμβατήρια», καθώς ο Μίκης φρόντισε να τους δώσει αυτόν το μουσικό τόνο. Σε αντίθεση με το Μάνο Χατζιδάκι, από τις μουσικές του Μίκη εξέλειπαν η προφανής τρυφερότητα και η ουδετερότητα.

Ο Μίκης έγραφε πολιτική μουσική.

Ήταν, εξάλλου, μια εποχή που αυτό χρειαζόταν.

1965: Γεννιέται το συρτάκι και η υφήλιος αρχίζει να χορεύει Ζορμπά

Το 1964 ο Μιχάλης Κακογιάννης ζητά από το Μίκη να του γράψει μουσική για την ταινία «Ζορμπάς». Ο Μίκης αποδέχεται την πρόταση και γράφει πάλι ιστορία.

«Teach me to dance, will you?», λέει ο Άλαν Μπέιτς στον Άντονι Κουίν.

Εκείνος σηκώνεται, καθώς αρχίζουν να παίζουν οι πρώτες νότες από ένα μπουζούκι σε έναν πρωτόγνωρο ρυθμό. Η εμβληματική μορφή του Έλληνα Ζορμπά, που τόσο εξαιρετικά ερμήνευσε ο «ξένος» Άντονι Κουίν, γίνεται ένα με τις νότες που ακολουθούν, ο ρυθμός ανεβαίνει, φτάνει σε έναν σχεδόν μυστικιστικό παροξυσμό, στον οποίο το ελληνικό τοπίο, οι ανθρώπινες φιγούρες και η μουσική όλα ενώνονται στην αποθέωση αυτού του τόσο παράξενου τόπου και των ανθρώπων του.

Ο «Χορός του Ζορμπά» είναι ένα από τα πιο γνωστά κομμάτια του συνθέτη, διεθνώς μάλλον το πιο αναγνωρίσιμο. Το κομμάτι μετά την κυκλοφορία της ταινίας έγινε πολύ δημοφιλές παγκοσμίως και διασκευάστηκε ή ερμηνεύτηκε από μουσικούς διαφόρων ειδών και εθνικοτήτων. Μερικές από αυτές τις διασκευές κατάφεραν να μπουν και στα charts πολλών χωρών. Κάτι που σπάνια έχει καταφέρει κάποιος.

Από το κομμάτι δημιουργήθηκε ένας νέος χορός:

Το συρτάκι δεν είναι κάποιος παλιός Ελληνικός παραδοσιακός χορός. Η χορογραφία του κομματιού, την οποία έγραψε ο Γιώργος Προβιάς και θεωρείται ο δημιουργός του χορού, εμπεριέχει στοιχεία από παραδοσιακούς ελληνικούς χορούς, όπως το χασαποσέρβικο και χασάπικο.

Ο τρόπος που ο Μίκης ανέβασε το κομμάτι από τα αρχικά 4/4 στα 2/4 είναι άλλη μια ένδειξη του τρόπου που λειτουργούσε το μυαλό του στη μουσική:

Τίποτε δεν ήταν αδύνατο όταν έγραφε.

Music for films

Για όσους νομίζουν ότι είναι απλό για ένα συνθέτη να γράψει μουσική για ταινίες, ο Μίκης είναι και πάλι η απάντηση: Ναι, είναι απλό να γράψεις μουσική για ταινίες, αλλά όχι να γράψεις τη σωστή μουσική για ταινίες.

Ο Μίκης χρησιμοποιούσε, «έπαιζε» με τις μείζονες και ελάσσονες κλίμακες με τέτοιο αριστουργηματικό τρόπο που συνλειτουργούσαν απόλυτα με τις αφηγηματικές ανάγκες των κινηματογραφικών έργων.

Είχε τη σπάνια δυνατότητα να παρακολουθεί το συναίσθημα και να το ενισχύει στο μέγιστο. Και πάντα, η μουσική του ήταν «ελληνική» και πολιτική, όπως πολιτικός ήταν κατά κανόνα και ο κινηματογράφος για τον οποίο έγραψε.

Το «Serpico» του Σίντνεϊ Λιούμετ του έδωσε ένα βραβείο BAFTA για πρωτότυπη μουσική. Δύο ακόμη υποψηφιότητες είχε στην ίδια κατηγορία για τη μουσική στην ταινία «Ζ» του Κώστα Γαβρά και την ταινία «Σε Κατάσταση Πολιορκίας» του ιδίου.

Ο Θεοδωράκης έγραψε μουσική για πολλές ταινίες και τελευταία ήταν «Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο» του Νίκου Τζίμα, το 1980.

Τα κινηματογραφικά του τραγούδια ερμήνευσαν πολλοί καλλιτέχνες, όπως η Εντίθ Πιάφ.

Κάποια από αυτά βρήκαν το δρόμο τους σε απρόσμενα ερμηνευτικά σημεία. Απρόσμενα όπως και η ίδια η μουσική του. Όπως και ο ίδιος...

Το Αύγουστο του 1963, ένα συγκρότημα από το Λίβερπουλ εμφανίζεται ζωντανά στο BBC και επιλέγει να ερμηνεύσει το τραγούδι «Αν Θυμηθείς τ' Ονειρό μου» από την ταινία «Honeymoon» του Μάικλ Πάουελ, το οποίο είχε πει σε πρώτη ερμηνεία η Γιοβάνα.

Δεν έχει σημασία αν οι Beatles το είπαν καλύτερα. Σημασία έχει ότι αυτή ήταν η διεθνής δύναμη του Μίκη.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης