Κάν’ το όπως η Σκανδιναβία: Το παράδειγμα και το παράδοξο
Ποιότητα ζωής, επαρκείς και οικονομικές δομές φύλαξης και κοινωνική πρόνοια: ένα απλό αλλά τόσο δυσεύρετο τρίπτυχο, που φαίνεται τελικά ότι καθορίζει σε σημαντικό βαθμό την απόφαση των ζευγαριών να κάνουν ένα -ή ένα ακόμη- παιδί. Οι ελλείψεις στα τρία αυτά πεδία κάνουν δύσκολη την τεκνοποίηση στην Ελλάδα, με τα ζευγάρια -μετά από την οικονομική κρίση και τη διετία του κορωνοϊού- να βρίσκονται πλέον αντιμέτωπα με την ακρίβεια.
Ανανεώθηκε:
Το δημογραφικό δεν είναι σε καμία περίπτωση πρόβλημα μοναδικό στον ελλαδικό χώρο, με την Ευρώπη να κινδυνεύει να μετατραπεί τα επόμενα χρόνια σε γερασμένη ήπειρο και την Ε.Ε. να αναζητά νέες πολιτικές για να αντιμετωπίσει την πληθυσμιακή συρρίκνωση.
Αυτό αποδεικνύεται, όμως, αρκετά δύσκολο στην πράξη.
Μεγάλη επιτυχία στην αντιμετώπιση του δημογραφικού είχαν οι σκανδιναβικές χώρες, που εντόπισαν νωρίς το ζήτημα και έριξαν τεράστιους οικονομικούς πόρους στην αντιστροφή του.
Ακόμη και σε αυτές τις χώρες, όμως, τα αποτελέσματα ήταν πρόσκαιρα, παρότι οι πολιτικές που υιοθετήθηκαν -και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να ισχύουν- ήταν ιδιαίτερα φιλικές προς τις οικογένειες και οι γονείς έχουν σημαντική κρατική βοήθεια στην ανατροφή των παιδιών τους.
Η χώρα μας ανήκει σε ένα μεγάλο και παγκόσμιο γκρουπ χωρών με προβλήματα υπογεννητικότητας, μεταξύ των οποίων η Ιταλία, η Ρωσία, χώρες της ανατολικής Ευρώπης, η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία.
Ακόμη και χώρες που δεν έχουν αρχίσει να χάνουν ακόμη πληθυσμό –για παράδειγμα Αυστραλία, Γαλλία και Βρετανία- εμφανίζουν δημογραφική πτώση, καθώς ο μέσος όρος ζωής μεγαλώνει και οι γυναίκες κάνουν λιγότερα παιδιά.
Η ιστορία έχει δείξει πως όταν ο ρυθμός ανάπτυξης του πληθυσμού μιας χώρας γίνει αρνητικός, τότε δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση για να την αντιστρέψει.
Μάλιστα, το χρονικό «παράθυρο» για παρεμβάσεις είναι αρκετά μικρό, με τις νεότερες γενιές να γίνονται όλο και πιο διστακτικές να φτιάξουν οικογένεια όταν «σηκώνουν» ολοένα και μεγαλύτερο βάρος για τους ηλικιωμένους.
Τα πολιτικά «όπλα» για την αντιστροφή του δημογραφικού προβλήματος είναι, άλλωστε, περιορισμένα: οι παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες που προτρέπουν τις οικογένειες να κάνουν περισσότερα παιδιά είναι ακριβές και δεν φέρνουν πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Και ποια είναι τα πιο συνηθισμένα προγράμματα; Μετρητά για κάθε γέννηση, γενναιόδωρες άδειες μητρότητας /πατρότητας και δωρεάν ή επιδοτούμενη φύλαξη παιδιών.
«Προίκα» ή κοινωνική πολιτική;
Πριν από δύο περίπου δεκαετίες, η Αυστραλία ξεκίνησε ένα πρόγραμμα που ονόμασε «μπόνους μωρών» -κάθε μωρό που γεννιόταν έπαιρνε «προίκα» 5.600 ευρώ από την κυβέρνηση.
Στην έναρξη του προγράμματος το 2004, ο αριθμός γεννήσεων ήταν 1,8 παιδιά ανά γυναίκα, την ώρα που στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες απαιτείται ένα μίνιμουμ 2,1 για τη διατήρηση του πληθυσμού χωρίς τη βοήθεια των μεταναστών.
Το 2008, ο αριθμός αυτός αυξήθηκε στο 2 αλλά μέχρι το 2020, έξι χρόνια μετά τη λήξη του προγράμματος, έπεσε στο 1,6 –ακόμη χαμηλότερα απ’ ότι ήταν όταν ξεκίνησε η καταβολή μετρητών στους γονείς.
Όπως γράφουν οι New York Times, οι κυβερνήσεις σκανδιναβικών χωρών όπως η Δανία και η Σουηδία είχαν μεγαλύτερη επιτυχία στην ανακοπή του ρυθμού μείωσης των γεννήσεων.
Αντί για χρηματικά μπόνους, όμως, επικεντρώθηκαν περισσότερο στην κοινωνική πολιτική –κυρίως την επιδοτούμενη φύλαξη παιδιών και τη νομοθέτηση γενναιόδωρων πακέτων γονεϊκών αδειών.
Το «σουηδικό μοντέλο»
Η Σουηδία θεωρείται από πολλούς μοντέλο προς μίμηση για την αύξηση των ποσοστών γονιμότητας λόγω των κυβερνητικών παρεμβάσεων που ξεκίνησαν ήδη από το 1970.
Εκείνη τη χρονιά, η Σουηδία νομοθέτησε την 9μηνη άδεια μητρότητας –μια πρωτοποριακή κίνηση για την εποχή- ενώ το 1980 λάνσαρε ένα πρόγραμμα που έδινε κίνητρα στις μητέρες να κάνουν περισσότερα παιδιά μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Έτσι, οι μητέρες από 1,6 παιδιά κατά μέσο όρο άρχισαν να κάνουν 2,1 παιδιά έως το 1990.
Η σημαντική αυτή αύξηση των ποσοστών δεν συνεχίστηκε, ωστόσο, για πολύ.
Παρότι η Σουηδία εξακολουθεί να έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά γονιμότητας ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες, την τελευταία δεκαετία σημειώνεται και εκεί μια σημαντική μείωση γεννήσεων.
Και αυτό συμβαίνει ενώ η άδεια μητρότητας έχει αυξηθεί σταδιακά στους 16 μήνες – από τα μεγαλύτερα θεσμοθετημένα χρονικά διαστήματα παγκοσμίως.
Οι καλύτερες χώρες για την ανατροφή παιδιών
Οι Σκανδιναβικές χώρες –και γενικώς ο ευρωπαϊκός βορράς- θεωρούνται οι καλύτερες για να μεγαλώσει κάποιος παιδιά, με τη Σουηδία και τη Νορβηγία να δαπανούν περίπου το 1% του ΑΕΠ τους για την φύλαξη και φροντίδα βρεφών, νηπίων και μικρών παιδιών, όπως δείχνουν τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Σύμφωνα με τη λίστα 2023 Best Countries Rankings, το καλύτερο μέρος του κόσμου για να μεγαλώσει κάποιος παιδιά είναι η Σουηδία ενώ στη δεύτερη και τρίτη θέση ακολουθούν η Νορβηγία και η Φινλανδία.
Στην τέταρτη θέση της ίδιας λίστας εμφανίζεται η Δανία ενώ η πρώτη πεντάδα ολοκληρώνεται με την Ολλανδία.
Άλλες λίστες δίνουν την πρωτιά στη Δανία ενώ ακολουθούν οι υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες.
Κοινός παρανομαστής όλων αυτών των κατατάξεων –ευρωπαϊκών και παγκόσμιων- είναι ότι οι Σκανδιναβικές χώρες εμφανίζονται ως ιδανικοί προορισμοί για να μεγαλώνουν παιδιά, τόσο επειδή οι γονείς μπορούν να στηριχθούν στο κοινωνικό κράτος όσο και γιατί αποτελούν ασφαλή περιβάλλοντα για την ανάπτυξη των λιλιπούτειων.
Τα «μπόνους» και η πρόνοια
Στη Σουηδία, το επίδομα παιδιού –μια κρατική μέριμνα που υπάρχει φυσικά και στην Ελλάδα- είναι κατά μέσο 100 ευρώ το μήνα ενώ είναι προσαυξημένο για μονογονείς ή πολύτεκνους ενώ παράλληλα εξαρτάται και από την ηλικία του εκάστοτε παιδιού.
Ορισμένοι πιο ευάλωτοι γονείς έχουν, παράλληλα, τη δυνατότητα να λαμβάνουν το επίδομα αυτό μέχρι το παιδί να γίνει 16 ετών.
Τότε το επίδομα αλλάζει όνομα και τα παιδιά λαμβάνουν «υποτροφία σπουδών» -εάν φυσικά σπουδάζουν- μέχρι την ηλικία των 20 ετών.
Υπάρχει, παράλληλα και ένα επίδομα μεγάλης οικογένειας, που πληρώνεται σε όσους έχουν παραπάνω από ένα παιδί.
Όλα τα παιδιά δικαιούνται μια θέση σε βρεφονηπιακό σταθμό από την ηλικία του ενός έτους, εάν οι γονείς πληρούν κάποια κριτήρια.
Οι δημοτικοί παιδικοί σταθμοί είναι ανοιχτοί όλο το χρόνο ενώ σε ορισμένους Δήμους λειτουργούν και απογεύματα ή ακόμη και βράδια, για να εξυπηρετήσουν γονείς με διαφορετικά ωράρια.
Πληρώνονται, επίσης, και επιδόματα για φύλαξη στο σπίτι ή επιδοτείται μέρος της φοίτησης σε ιδιωτικό βρεφονηπιακό σταθμό.
Στη Νορβηγία, πέραν των επιδομάτων που καταβάλλονται στους γονείς, τα νήπια δικαιούνται μια θέση στον δημοτικό βρεφονηπιακό του δήμου τους, με το ποσό που πληρώνουν οι γονείς να επιδοτείται εν μέρει από το κράτος και να υπολογίζεται ανάλογα με το εισόδημα και τον αριθμό παιδιών της οικογένειας.
Το ανώτατο όριο ορίζεται κάθε χρόνο από το νορβηγικό κοινοβούλιο.
Νήπια από ενός έως δύο έτους μπορούν να παραμείνουν στο σπίτι με κάποια νταντά, με τους γονείς να λαμβάνουν ένα κρατικό επίδομα.
Ένα μειωμένο επίδομα μπορούν να λάβουν και όσοι στέλνουν τα παιδιά τους στον δημοτικό βρεφονηπιακό αλλά έχουν επιλέξει ένα μειωμένο ωράριο.
Αντίστοιχο σύστημα έχει υιοθετηθεί και στη Δανία, με τη διαφορά ότι οι δημόσιοι βρεφονηπιακοί δέχονται βρέφη από οκτώ μηνών.
Υπάρχει, επίσης, και η εναλλακτική της φύλαξης από κάποια νταντά που είναι εργαζόμενη του δήμου και ελέγχεται από αυτόν.
Τέτοιου τύπου νταντάδες έχουν στη φύλαξή τους έως και πέντε παιδιά ηλικίας έξι μηνών έως και τριών ετών.
Τα σκανδιναβικά κράτη παρέχουν, φυσικά, και δωρεάν δημόσια εκπαίδευση μέχρι και το λύκειο ενώ ανάλογα με το δήμο υπάρχουν και επιλογές φύλαξης μεγαλύτερων παιδιών μετά τη λήξη της σχολικής ημέρας.
Δωρεάν είναι και η ιατροφαρμακευτική αγωγή των παιδιών αλλά και οι πρώτες εξετάσεις τους, καθώς και οι εξετάσεις των εγκύων και ο τοκετός σε δημόσια νοσοκομεία.