Απότομη αύξηση της «προβληματικής χρήσης» των social media από τους εφήβους
«Προβληματική χρήση» των μέσων κοινωνική δικτύωσης κάνει περίπου το 11% των εφήβων παγκοσμίως, επιδρώντας αρνητικά στην ψυχική τους υγεία, σύμφωνα με νέα μελέτη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Στη μελέτη Συμπεριφοράς Υγείας που πραγματοποιήθηκε σε παιδιά σχολικής ηλικίας διαπιστώθηκε πως το 11% των ερωτηθέντων ασχολήθηκαν με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με προβληματικό τρόπο το 2022, σε σύγκριση με 7% το 2018.
Η μελέτη αυτή, αφορά, το πώς χρησιμοποιούν τα social media τα παιδιά ηλικίας 11, 13 και 15 ετών σε 44 χώρες.
«Η προβληματική χρήση είναι πιο συχνή μεταξύ των 13χρονων» τονίζουν οι ερευνητές, όπως μετέδωσε το BBC.
Τα κράτη στα οποία το πρόβλημα φαίνεται να είναι μεγαλύτερο είναι η Αγγλία, η Σκωτία και η Ουαλία, ενώ διαπιστώθηκε, επίσης, ότι περισσότερο από το ένα τρίτο των εφήβων κάνουν χρήση των social media, σχεδόν καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας.
Ανησυχία για την ψυχική υγεία των νέων στην Ευρώπη
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, τα ευρήματα «εγείρουν ανησυχία σχετικά με τον αντίκτυπο της ψηφιακής τεχνολογίας στην ψυχική υγεία και την ευημερία των νέων της Ευρώπης».
Με βάση αυτά τα δεδομένα επισημαίνουν πως χρειάζεται να αναληφθούν σημαντικές πρωτοβουλίες για την «προώθηση υγιών διαδικτυακών συμπεριφορών».
Οι έφηβοι που κάνουν τελικά προβληματική χρήση των social media διαπιστώθηκε πως, παραμελούν άλλες δραστηριότητες για να αφιερώσουν χρόνο στα κινητά τους, λένε ψέματα σχετικά με το χρόνο που ξοδεύουν στο διαδίκτυο και δεν έχουν έλεγχο της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Τα αγόρια, δε, δαπανούν πολύ χρόνο παίζοντας παιχνίδια, φαινόμενο που ισχύει για το 15% των εφήβων στην Αγγλία. Το συνολικό ποσοστό των αγοριών που έπαιζαν καθημερινά ανέρχεται στο 46%, ενώ φτάνει στο 52% στην Αγγλία και στο 57% στη Σκωτία.
Ο περιφερειακός διευθυντής του ΠΟΥ για την Ευρώπη, καθηγητής Χανς Χένρι Π. Κλούτζ, σημείωσε ότι χρειάζεται περισσότερη «εκπαίδευση στον ψηφιακό γραμματισμό» για να βοηθηθούν οι νέοι να αναπτύξουν μια υγιή προσέγγιση και οι κυβερνήσεις, οι υγειονομικές αρχές, οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς πρέπει να συμβάλουν σε αυτή την κατεύθυνση.