TECH

Τι σημαίνει για τους χρήστες του Ίντερνετ η απόφαση για το μονοπώλιο της Google

Τι σημαίνει για τους χρήστες του Ίντερνετ η απόφαση για το μονοπώλιο της Google

Η αναγνωρισιμότητα που έχει «χτίσει» η Google από την αυγή του Διαδικτύου μέχρι σήμερα, πιθανότατα θα καταστήσει αναποτελεσματικά τα όποια μέτρα ληφθούν εναντίον της

AP Photo/Richard Drew

Ο κόσμος της τεχνολογίας ταρακουνήθηκε από την απόφαση ενός Αμερικανού δικαστή ότι η Google μονοπωλεί παράνομα τη διαδικτυακή αναζήτηση και τη σχετική διαφήμιση.

Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο και η έφεση της Alphabet, ιδιοκτήτριας της Google, σημαίνει ότι η νομική διαδικασία θα συνεχιστεί για αρκετό καιρό ακόμη.

Αλλά ήδη εξετάζονται οι πιθανές συνέπειες της απόφασης του δικαστή, που κυμαίνονται από χρηματικά πρόστιμα έως άλλα, πιο περίπλοκα μέτρα, αναφέρει το BBC News. Ποια θα μπορούσαν να είναι αυτά;

Διάσπαση της εταιρείας

Η «πυρηνική» επιλογή θα ήταν η αμερικανική κυβέρνηση να απαιτήσει τη διάσπαση της Google σε μικρότερα κομμάτια – μια κίνηση που οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν έχουν αποκλείσει.

Η Google είναι κάτι πολύ περισσότερα από την αναζήτηση που κάνουμε στο Ίντερνετ. Πάρτε για παράδειγμα το Android, το λειτουργικό σύστημα που η Google αγόρασε για 50 εκατ. δολάρια το 2005, το οποίο τώρα τρέχει στην πλειονότητα των smartphones. Ή το YouTube, μια εξαγορά 1,65 δισ. δολαρίων το 2006, η οποία τώρα αποφέρει πολλαπλάσια έσοδα κάθε χρόνο.

Το επιχείρημα θα μπορούσε να είναι ότι όλα αυτά μπορούν να παραμείνουν υπό την Google, αλλά η μηχανή αναζήτησης θα πρέπει να αποσχιστεί σε ξεχωριστή επιχείρηση. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε αναστάτωση στα στελέχη της Alphabet. Αλλά όσο η Google παραμένει η προεπιλεγμένη μηχανή αναζήτησης στις συσκευές, ο μέσος καταναλωτής είναι απίθανο να αντιληφθεί τη διαφορά.

«Οποιαδήποτε τέτοια κίνηση θα αντιμετωπιστεί σίγουρα με πολυετείς δικαστικές και ρυθμιστικές διαμάχες, αλλά φαίνεται να είναι πολύ περισσότερο “στο τραπέζι” απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία της Google», δήλωσε ο Gareth Mills, εταίρος στη νομική εταιρεία Charles Russell Speechlys.

«Apple-άρω» αντί να «Google-άρω»;

Μια άλλη πιθανή διορθωτική ενέργεια θα αφορά την πρακτική της Google να πληρώνει άλλες εταιρείες για να τη χρησιμοποιούν.

Οι ΗΠΑ δήλωσαν ότι η Google πληρώνει σήμερα σε εταιρείες όπως η Apple τεράστια χρηματικά ποσά κάθε χρόνο για να είναι προεγκατεστημένη ως προεπιλεγμένη μηχανή αναζήτησης στις συσκευές ή τις πλατφόρμες τους.

Ο δικαστής συμφώνησε. Το πρόγραμμα περιήγησης Safari της Apple, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί τη Google από προεπιλογή κάθε φορά που πραγματοποιείται αναζήτηση στο Διαδίκτυο.

Εάν η διορθωτική ενέργεια επηρέαζε σημαντικά τη δυνατότητα της Google να πληρώνει άλλες εταιρείες για να τη χρησιμοποιούν, ίσως οι εταιρείες αυτές να ενθαρρύνονταν να αναπτύξουν τη δική τους μηχανή αναζήτησης. Εδώ όμως θα έρχονταν αντιμέτωπες με την απίστευτα ισχυρή αναγνωρισιμότητα της Google στον τομέα της αναζήτησης.

Παρά το υψηλό προφίλ της Apple, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς να λέει σε κάποιον να «apple-άρει» κάτι αντί να το «google-άρει...

Επιπλέον, η κατασκευάστρια εταιρεία του iPhone θα θέλει φυσικά να συνεχίσει να εισπράττει τα χρήματα από τη Google, τα οποία σύμφωνα με έναν αναλυτή ανήλθαν σε 20 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022.

«Οποιαδήποτε διαταραχή στη ροή εσόδων θα έχει σημαντικές επιπτώσεις για την Apple», δήλωσε ο Dipanjan Chatterjee από τη Forrester Research.

«Καθώς η υπόθεση περνάει από το νομικό σύστημα και το πιθανό αποτέλεσμα φαίνεται να είναι το άνοιγμα της αποκλειστικότητας των μηχανών αναζήτησης, μπορείτε να είστε σίγουροι ότι η Apple θα έχει ένα εναλλακτικό σχέδιο προκειμένου να εξασφαλίσει μια ομαλή μετάβαση για τους πελάτες της».

Μια οθόνη επιλογής δεν φέρνει την άνοιξη

Κάτι που είναι πιο εύκολο να φανταστεί κανείς, θα ήταν μια οθόνη επιλογής, όπου οι χρήστες που ανοίγουν για πρώτη φορά ένα πρόγραμμα περιήγησης θα ερωτώνται αν θα ήθελαν να χρησιμοποιήσουν το Google ή μια εναλλακτική λύση όπως το Bing της Microsoft.

Ωστόσο, είναι κάπως πιο δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι αυτό θα κάνει τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν μαζικά το Google, για τον απλούστατο λόγο ότι για τους περισσότερους λειτουργεί καλά.

Όσοι έχουν γκρίζα μαλλιά θα θυμούνται ότι η Google ήταν μία από τις πολλές μηχανές αναζήτησης που εμφανίστηκαν στην αυγή του Διαδικτύου, με γνωστούς αντιπάλους όπως το Yahoo και το Ask (πρώην AskJeeves), και ενδεχομένως λιγότερο γνωστούς όπως το Lycos και το AltaVista.

Αλλά κατά την επόμενη δεκαετία, η Google δεν έγινε απλώς ο κυρίαρχος παίκτης στην αγορά, αλλά μέρος του τρόπου με τον οποίο μιλάμε.

Παρά το γεγονός ότι η Microsoft λάνσαρε το 2009 τη δική της εκδοχή, Bing, τίποτα δεν έχει καταφέρει να ρίξει τη Google από το θρόνο της. Το αφεντικό της Microsoft, Satya Nadella, κατέθεσε μάλιστα στη δίκη της Google, ελπίζοντας πιθανώς ότι μια απόφαση σαν αυτή θα μπορούσε να δώσει φτερά στο Bing.

«Το δικαστήριο μπορεί να αναζητήσει άλλους τρόπους για να καταρρίψει τη θέση της Google ως προεπιλεγμένης μηχανής αναζήτησης, αλλά ορισμένα από αυτά τα διορθωτικά μέτρα πιθανότατα υπερβαίνουν τα γεγονότα της υπόθεσης», δήλωσε ο καθηγητής Anu Bradford της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κολούμπια.

«Για παράδειγμα, η ΕΕ προχωρά περαιτέρω με τον πρόσφατο νόμο για τις ψηφιακές αγορές που αναγκάζει ακόμη και τα ίδια τα τηλέφωνα Android της Google να παρουσιάζουν στους χρήστες μια οθόνη επιλογής που τους επιτρέπει να επιλέξουν την προτιμώμενη μηχανή αναζήτησης κατά τη ρύθμιση του τηλεφώνου. Ένα ερώτημα είναι αν αυτή η νέα απόφαση ανοίγει το δρόμο για τέτοιες ρυθμιστικές απαιτήσεις στο μέλλον».

Θα πάρει πολύ χρόνο

Ό,τι κι αν συμβεί στη συνέχεια, η εμπειρία του παρελθόντος δείχνει ότι δεν θα συμβεί γρήγορα.

Πίσω στο 1999, η Microsoft βρέθηκε σε μια πολύ παρόμοια κατάσταση με αυτή που βρίσκεται τώρα η Google.

Δικαστής των ΗΠΑ είχε κρίνει ότι η εταιρεία είχε δημιουργήσει μονοπώλιο και ένα χρόνο αργότερα ένα δικαστήριο διέταξε τη διάλυσή της. Η Microsoft άσκησε έφεση και το 2001 η αρχική απόφαση για τη διάλυσή της ανατράπηκε.

Μέχρι το τέλος του 2002 η Microsoft είχε συμφωνήσει σε διακανονισμό με το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, τον οποίο ένας δικαστής έκανε δεκτό. Ωστόσο, ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ διαφώνησαν, και μόλις το 2004 – πέντε χρόνια μετά την αρχική απόφαση – ο διακανονισμός υπογράφηκε επίσημα.