TECH

Πως η ΕΕ επιδιώκει να αλλάξει τους όρους για τους «μεγάλους» του Διαδικτύου

Πως η ΕΕ επιδιώκει να αλλάξει τους όρους για τους «μεγάλους» του Διαδικτύου
Η ΕΕ δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένες πλατφόρμες που θα επηρεαστούν αλλά όλοι καταλαβαίνουν ότι στο στόχαστρό της είναι εταιρείες όπως η Google, η Apple, η Meta (Facebook), η Microsoft AP Photo

Με τον κανονισμό για την προστασία των προσωπικών δεδομένων (GDPR), η Ευρωπαϊκή Ένωση έδειξε ότι όταν το επιθυμεί μπορεί να δημιουργήσει νέα δεδομένα στην αγορά των ψηφιακών τεχνολογιών και να βάλει περιορισμούς στην «ασυδοσία» των μεγάλων επιχειρήσεων του κλάδου όσον αφορά την αξιοποίηση των δεδομένων των πολιτών.

Τώρα, η ΕΕ δείχνει αποφασισμένη να αλλάξει τους όρους του «παιχνιδιού» σε ένα πιο ευρύ πλαίσιο με την Πράξη για τις Ψηφιακές Αγορές (Digital Markets Act – DMA) όπου ο στόχος είναι να περιοριστεί η τεράστια ισχύς που έχουν αποκτήσει οι μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες.

Η DMA τέθηκε επίσημα σε ισχύ από την 1η Νοεμβρίου 2022 αλλά πρακτικά ο νέος κανονισμός θα αρχίσει να εφαρμόζεται από τις 2 Μαΐου 2023. Στις σχετικές ανακοινώσεις της, η ΕΕ δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένες πλατφόρμες που θα επηρεαστούν αλλά όλοι καταλαβαίνουν ότι στο στόχαστρο της είναι εταιρείες όπως η Google, η Apple, η Meta (Facebook), η Microsoft και άλλες αντίστοιχου μεγέθους όμιλοι. Η ΕΕ κάνει λόγο για «ρυθμιστές της πρόσβασης» και ως τέτοιο ορίζονται «οι ψηφιακές πλατφόρμες που αποτελούν σημαντική πύλη μεταξύ επιχειρηματικών χρηστών και καταναλωτών, η θέση των οποίων τους παρέχει δυνητικά την εξουσία να ενεργούν ως ιδιωτικοί θεσπιστές κανόνων και να προκαλούν κατ' αυτόν τον τρόπο σημεία συμφόρησης στην ψηφιακή οικονομία». Και η ΕΕ συνεχίζει τονίζονται ότι «για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων, η πράξη για τις ψηφιακές αγορές θα καθορίσει μια σειρά υποχρεώσεων που οι ρυθμιστές της πρόσβασης θα πρέπει να τηρούν, απαγορεύοντάς τους, μεταξύ άλλων, να επιδίδονται σε ορισμένες συμπεριφορές».

Τι σημαίνει πρακτικά;

Σε πρακτικό επίπεδο, η ΕΕ επιδιώκει να υποχρεώσει τις μεγάλες «πλατφόρμες» να είναι περισσότερο ανοικτές και μικρότεροι «παίκτες» να μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Για παράδειγμα, να μην είναι απαραίτητο ένας χρήστης iPhone να «κατεβάζει» μία εφαρμογή από το App Store της Apple αλλά να μπορεί να το κάνει και από άλλα αντίστοιχα marketplaces εφαρμογών. Ή να υποχρεώσει το WhatsApp της Meta να λαμβάνει μηνύματα από άλλες εφαρμογές, όπως το Viber ή το Signal. Ή ακόμη και να εμποδίσει την Amazon, την Apple και την Google να προτιμούν τις δικές τους εφαρμογές και υπηρεσίες.

Σύμφωνα με την ΕΕ, υπάρχουν διάφορες πρακτικές των ρυθμιστών της πρόσβασης που συνιστούν δυνητικό φραγμό για τον ανταγωνισμό, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της καινοτομίας, τον υποβιβασμό της ποιότητας και την αύξηση των τιμών. Στις πρακτικές αυτές συγκαταλέγονται η ευνοϊκή μεταχείριση των δικών τους υπηρεσιών ή η παρεμπόδιση των επιχειρηματικών χρηστών των υπηρεσιών τους να προσεγγίσουν τους καταναλωτές. «Όταν οι ρυθμιστές της πρόσβασης ασκούν αθέμιτες πρακτικές, όπως η επιβολή αθέμιτων όρων πρόσβασης στο κατάστημα εφαρμογών τους ή η παρεμπόδιση της εγκατάστασης εφαρμογών από άλλες πηγές, οι καταναλωτές είναι πιθανό να πληρώνουν περισσότερα ή να στερούνται ουσιαστικά τα οφέλη που θα μπορούσαν να αποκομίσουν από εναλλακτικές υπηρεσίες» εκτιμά η ΕΕ.

Ορίζοντας τους ρυθμιστές της πρόσβασης

Υπάρχουν τρία βασικά κριτήρια που εντάσσουν μια εταιρεία στο πεδίο εφαρμογής της πράξης για τις ψηφιακές αγορές. Το πρώτο σχετίζεται με το μέγεθος της πλατφόρμας, που έχει αντίκτυπο στην εσωτερική αγορά. Σύμφωνα με το DMA, εταιρείες με ετήσιο κύκλο εργασιών 7,5 δισ. ευρώ ή και μεγαλύτερο τα τρία τελευταία οικονομικά έτη ή σε επιχειρήσεις με μέση κεφαλαιοποίηση ή ισοδύναμη πραγματική αγοραία αξία που ανέρχεται σε τουλάχιστον 75 δισ. ευρώ το τελευταίο οικονομικό έτος, χαρακτηρίζονται ως ρυθμιστές πρόσβασης.

Επίσης, για να θεωρηθεί μια εταιρεία ως ρυθμιστής πρόσβασης και άρα να εμπίπτει στις διατάξεις του DMA θα πρέπει να παρέχει βασικές υπηρεσίες πλατφόρμας σε τουλάχιστον τρία κράτη μέλη. Στις βασικές αυτές υπηρεσίες πλατφόρμας συγκαταλέγονται οι αγορές και τα καταστήματα εφαρμογών, οι μηχανές αναζήτησης, τα κοινωνικά δίκτυα, οι υπηρεσίες cloud, οι υπηρεσίες διαφήμισης.

Η τρίτη προϋπόθεση είναι μια εταιρεία να παρέχει βασική υπηρεσία πλατφόρμας σε περισσότερους από 45 εκατ. μηνιαίους ενεργούς τελικούς χρήστες στην ΕΕ και σε περισσότερους από 10.000 ετήσιους ενεργούς επιχειρηματικούς χρήστες στην ΕΕ.

Υψηλά πρόστιμα

Είναι προφανές ότι οι εταιρείες που θα χαρακτηριστούν ως «ρυθμιστές της πρόσβασης» θα αντιδράσουν έντονα καθώς σε πολλές περιπτώσεις το «άνοιγμα» σε άλλους «παίκτες» θα έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στα οικονομικά αποτελέσματα τους. Από την άλλη πλευρά, όμως, αν δεν συμμορφωθούν θα βρεθούν αντιμέτωπες με ιδιαίτερα υψηλά πρόστιμα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα είναι σε θέση να επιβάλλει κυρώσεις και πρόστιμα ύψους έως 10% επί του παγκόσμιου κύκλου εργασιών μιας επιχείρησης και έως 20% σε περίπτωση επανειλημμένων παραβάσεων. Σε περίπτωση συστηματικών παραβάσεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα είναι επίσης σε θέση να επιβάλλει τα μέτρα συμπεριφοράς ή διαρθρωτικού χαρακτήρα —στα οποία θα συμπεριλαμβάνεται και η απαγόρευση περαιτέρω εξαγορών— που θα κριθούν αναγκαία για την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας των υποχρεώσεων.

Επόμενα βήματα

Η επόμενη κρίσιμη ημερομηνία είναι, προφανώς, η 2α Μάϊου 2023. Αμέσως μετά, σε περίπτωση που πληρούν τα όρια που καθορίζονται από την πράξη για τις ψηφιακές αγορές, οι δυνητικοί ρυθμιστές της πρόσβασης θα υποχρεωθούν να κοινοποιήσουν τις βασικές υπηρεσίες πλατφόρμας τους στην Κομισιόν εντός δύο μηνών και έως τις 3 Ιουλίου 2023 το αργότερο.

Μόλις η Ευρωπαϊκή Επιτροπή λάβει την πλήρη κοινοποίηση, θα έχει στη διάθεσή της 45 εργάσιμες ημέρες για να αξιολογήσει κατά πόσον η εν λόγω επιχείρηση πληροί τα όρια και να την ορίσει ως ρυθμιστή της πρόσβασης (για την τελευταία πιθανή υποβολή, η ανωτέρω προθεσμία θα λήγει στις 6 Σεπτεμβρίου 2023). Μετά τον ορισμό τους, οι ρυθμιστές της πρόσβασης θα έχουν στη διάθεσή τους έξι μήνες για να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις της πράξης για τις ψηφιακές αγορές, το αργότερο έως τις 6 Μαρτίου 2024.