Υψηλότερες ταχύτητες δεδομένων αναζητούν οι Έλληνες
Σημαντική ενίσχυση της ζήτησης για υψηλότερες ταχύτητες όσον αφορά στις σταθερές ευρυζωνικές συνδέσεις έφεραν τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας του κορωνοϊού καθώς το #menoumespiti είχε ως αποτέλεσμα να συνειδητοποιήσουν πολλοί Έλληνες ότι τα έως 24 Mbps που προσφέρει το ADSL δεν είναι τελικώς αρκετά.
Σε πρόσφατη online συνέντευξη Τύπου, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου ΟΤΕ, Μιχάλης Τσαμάζ, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του CNN Greece, ανέφερε ότι η αύξηση στα αιτήματα αναβάθμισης των σταθερών ευρυζωνικών συνδέσεων κινείται τις τελευταίες εβδομάδες μεταξύ 20% και 30%. Αντίστοιχα ποσοστά αύξησης, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις κινούνται και σε επίπεδα άνω του 40%, παρουσιάζουν, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, και οι υπόλοιποι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι. Επιπλέον, ένα διαρκώς αυξανόμενο ποσοστό των νέων πελατών ζητά συνδέσεις με ταχύτητα λήψης δεδομένων από 50 Mbps και άνω.
Αυτό που δεν διευκρινίζεται είναι σε τι βαθμό τα αιτήματα αναβάθμισης αφορούν συνδέσεις των 100 Mbps ή των 200 Mbps. Η συντριπτική πλειοψηφία των ενδιαφερόμενων δείχνει να προτιμά τις συνδέσεις των 50 Mbps, αν και το ενδιαφέρον για τις υψηλότερες ταχύτητες δείχνει να ενισχύεται διαρκώς καθώς αρκετοί κατανοούν τα οφέλη που υπάρχουν.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της νέας τάσης προκύπτει από τα στοιχεία αναφορικά με τις χορηγήσεις επιδοτήσεων για απόκτηση σύνδεσης μέσω οπτικής ίνας μέχρι το σπίτι (FTTH) μέσω του προγράμματος Superfast Broadband. Σύμφωνα με πληροφορίες από το αρμόδιο υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, μέχρι το τέλος Μαρτίου και μετά από σχεδόν 2 χρόνια που το πρόγραμμα είναι σε ισχύ, οι συνολικές χορηγήσεις επιδότησης για την απόκτηση του εξοπλισμού αλλά και της μείωσης του παγίου ανέρχονταν σε μόλις 5,5 χιλιάδες. Μέσα στις τρεις πρώτες εβδομάδες του Απριλίου, ο αριθμός αυτός είχε φθάσει κοντά στις 6,5 χιλιάδες, μία αύξηση της τάξεως σχεδόν του 20% και μάλιστα σε μία περίοδο που περιλαμβάνει και τις αργίες του Πάσχα.
Η σημασία του uploading
Η ενίσχυση του ενδιαφέροντος για μεγαλύτερες συνδέσεις ήταν μάλλον αναμενόμενη, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς τηλεπικοινωνιών. Και ήταν κάτι που οι πάροχοι περίμεναν αρκετό καιρό, καθώς τα τελευταία δύο χρόνια υπάρχει διαθεσιμότητα από πλευράς υποδομών για υψηλότερες ταχύτητες. Μέχρι τώρα, όμως, δεν υπήρχε και η αντίστοιχη ζήτηση.
Το #menoumespiti είχε ως αποτέλεσμα αρκετές οικογένειες να χρειάζεται να έχουν ανάγκη για ταυτόχρονη πρόσβαση σε διαδικτυακές υπηρεσίες είτε για επαγγελματικούς είτε για ψυχαγωγικούς λόγους. Μία «καλή» σύνδεση ADSL μπορεί να προσφέρει 20-21 Mbps (σ.σ. τα 24 Mbps είναι το θεωρητικά υψηλό) αλλά όταν ταυτόχρονα βλέπει ένα μέλος Netflix, ένα άλλο είναι στο YouTube και ένα τρίτο είναι στον φορητό υπολογιστή και εργάζεται, η σύνδεση μπορεί να αρχίσει να μην αποδίδει όπως θα ήθελαν όλοι. Οπότε, η αύξηση έστω και στο επόμενο επίπεδο, αυτό των 50 Mbps, όσον αφορά στη λήψη δεδομένων, να είναι σημαντική.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, όμως, έχει να κάνει με την ταχύτητα αποστολής δεδομένων (uploading). Η ταχύτητα αυτή είναι σημαντική σε υπηρεσίες που σχετίζονται με τις τηλεδιασκέψεις και τις video κλήσεις. Στις συνδέσεις ADSL των 24 Mbps, το uploading είναι μόλις στο 1 Mbps. Αντίστοιχα, στις συνδέσεις των 50 Mbps, η ταχύτητα αποστολής δεδομένων φθάνει στα 5 Mbps. Η διαφορά είναι τεράστια και όσοι είχαν μία τέτοια σύνδεση το συνειδητοποίησαν αμέσως.
Όπως είναι προφανές, η εμπειρία βελτιώνεται στις ακόμη υψηλότερες ταχύτητες σύνδεσης. Στις γραμμές όπου η λήψη είναι στα 100 Mbps, η αποστολή είναι στα 10 Mbps, ενώ σε εκείνες των 200 Mbps φθάνει στα 20 Mbps. Γι’ αυτό και αρκετοί καταναλωτές, όπως και ελεύθεροι επαγγελματίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις, με ιδιαίτερα υψηλές απαιτήσεις έχουν αρχίσει να δείχνουν ενδιαφέρον για τις συνδέσεις υπερυψηλών ταχυτήτων.
Αυτό που πρέπει να διευκρινιστεί είναι πως οι πάροχοι προσφέρουν συνδέσεις στα 100 και στα 200 Mbps τόσο μέσω της τεχνολογίας vectoring, η οποία αξιοποιεί το υφιστάμενο δίκτυο χαλκού όσο και μέσω οπτικής ίνας μέχρι το κτίριο (FTTB) ή το σπίτι (FTTH). Οι ταχύτητες λήψης μπορεί να είναι θεωρητικά οι ίδιες αλλά η ποιότητα είναι πολύ καλύτερη. Επιπλέον, μπορούν να φθάσουν μέχρι το 1 Gbps τόσο για τη λήψη όσο και για την αποστολή δεδομένων. Τόσο υψηλές ταχύτητες μοιάζουν ως μη απαραίτητες αυτή τη στιγμή, αλλά η εκτίμηση είναι πως αυτό θα αλλάξει τα επόμενα χρόνια καθώς εμφανίζονται όλοι και «απαιτητικές» εφαρμογές.
Ενισχύοντας τη ζήτηση
Αξίζει να σημειωθεί ότι το πρόγραμμα Superfast Broadband, το οποίο χρηματοδοτείται από κονδύλια της ΕΕ, έληγε στις 31 Μαρτίου αλλά πήρε διετή παράταση δεδομένου κιόλας ότι έχουν απορροφηθεί μόλις 2 εκατ. ευρώ από τα συνολικά 50 εκατ. ευρώ. Η Γενική Γραμματεία Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων πέτυχε να συμπεριληφθούν στους δικαιούχους και επιχειρήσεις, ενώ έχει ζητήσει να επεκταθεί και για τις συνδέσεις άνω των 100 Mbps που παρέχονται μέσω της τεχνολογίας vectoring, κάτι που θα είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική διεύρυνση του αριθμού των δικαιούχων. Μία τέτοια κίνηση είναι θα είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση της ζήτησης για συνδέσεις στα 100/200 Mbps που αποτελούν το πρώτο βήμα πριν πάμε προς την αποκαλούμενη gigabit κοινωνία.
Σημειωτεόν πως οι υποδομές υπάρχουν καθώς ο αριθμός των νοικοκυριών με δυνατότητα σύνδεσης μέσω οπτικής ίνας, εκτιμάται ότι έχει ξεπεράσει τις 200.000, ενώ ο όμιλος ΟΤΕ έχει αναφέρει ότι το 86% των πελατών έχει δυνατότητα για σύνδεση με ταχύτητα άνω των 50 Mbps. Όμως, σύμφωνα με τα στοιχεία του ομίλου ΟΤΕ, στο τέλος του 2019 το ποσοστό των οικιακών πελατών με συνδέσεις με ταχύτητα πάνω από τα 30 Mbps και άνω ήταν στο 37%, ήτοι περίπου 742 χιλιάδες συνδέσεις. Ο όμιλος ΟΤΕ δεν διευκρινίζει πόσες από αυτές είναι 100/200 Mbps, κάτι που αποφεύγουν και οι υπόλοιποι πάροχοι, αλλά η εκτίμηση που υπάρχει είναι πως πρόκειται για ένα αρκετό μικρό νούμερο.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο μέσος όρος της ταχύτητας σύνδεσης στην Ελλάδα κινείται σε επίπεδα αρκετά πιο χαμηλά από τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ookla, η μέση ταχύτητα λήψης δεδομένων είναι στα 26,95 Mbps και παραμένει περίπου στα ίδια επίπεδα τους τελευταίους μήνες, κάτι σημαίνει ότι οι υποδομές των τηλεπικοινωνιακών παρόχων έχουν «αντέξει» στην αυξημένη κίνηση λόγω του #menoumespiti. Από την άλλη πλευρά, η επίδοση αυτή είναι αρκετά χαμηλότερη από εκείνες χωρών όπως η Βουλγαρία (58,14 Mbps), η Τσεχία (56,83 Mbps), η Ιταλία (54,17 Mbps), η Ισπανία (124,47 Mbps) και η Πορτογαλία (98,19 Mbps).