TRAVEL

Ιαπωνία: Στη χώρα του Χινομάρου θα θέλεις πάντα να επιστρέφεις…

Κατερίνα Αγριμανάκη

Επιστρέφοντας από κάθε ταξίδι, κυριεύομαι από δύο έντονα αισθήματα: Αφενός το αίσθημα ευγνωμοσύνης για μία εμπειρία που δεν είναι δεδομένη για όλους – ή, ακριβέστερα, δεν αποτελεί καν ανάγκη όλων...

Αφετέρου, το αίσθημα του απέραντου κενού μπροστά στη βιωματική διαπίστωση του σωκράτειου λόγου «εν οίδα ότι ουδέν οίδα»: Πως, δηλαδή, όσα είδες και βίωσες είναι απολύτως αμελητέα μπροστά σε όσα υπάρχουν, υπολείπονται, θα ήθελες αλλά – δεδομένης της νομοτέλειας του χρόνου – δε θα καταφέρεις ποτέ να δεις και να μάθεις.

Και μιας και ο περί «οίδα» λόγος μοιραία οδηγεί στο ομόηχο «είδα», θα ήταν όχι μόνο αφελές να πιστεύει κανείς αλλά και μέγα ψέμα να το ισχυρίζεται πως πηγαίνοντας ένα δεκαήμερο σε έναν ξένο τόπο, τον «βλέπει». Αντιστοίχως, θα το ένιωθα ως βλασφημία – όχι μόνο στους αφοσιωμένους «εραστές» της Ιαπωνίας αλλά πρωτίστως στον ίδιο το λαό – αν υποστήριζα πως είδα την Ιαπωνία. Δεν την είδα, ούτε καν αποσπασματικά. Πήρα μονάχα μία απειροελάχιστη γεύση τι σημαίνει «Ιαπωνία». Αλλά κι αυτό το τόσο μηδαμινό, το ένιωσα μεγαλειώδες...

Αριστερά, το δάσος με μπαμπού στην Αρασιγιάμα (Arashiyama Bamboo Grove). Για τον κάθε ταξιδιώτη, υπάρχει μία "ατζέντα" στο ταξίδι. Η δική μου - παρά τη λογική επιμονή των συνοδοιπόρων πως προηγούνταν άλλα, σπουδαιότερα - περιελάμβανε το δασάκι αυτό με τα μπαμπού, το οποίο με είχε μαγέψει από τη στιγμή που το είδα στο εξώφυλλο ταξιδιωτικού οδηγού. Δεξιά, η παγόδα και οι κήποι στο ναό Toji, του Κιότο. Ένα από τα πολλά μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Φωτογραφίες: Κατερίνα Αγριμανάκη

Ένα χρόνο μετά, με 365 μέρες περισσότερες στην καμπούρα μου και την αντάρα μιας τέτοιας εμπειρίας να έχει πια κοπάσει, τολμώ το δικό μου απολογισμό για όσα είδαν τα μάτια μου εκείνο το δεκαήμερο Μαΐου – Ιουνίου του 2015... Χωρίς ταξιδιωτικά tips για το καλύτερο σούσι ή τον πιο εντυπωσιακό σιντοϊστικό ναό. Χωρίς συμπεράσματα, αναλύσεις και γενικεύσεις... Μόνο σκέψεις, αναμνήσεις κι εντυπώσεις. Για ένα λαό που με κατέπληξε κι μία κουλτούρα που με συνεπηρε...

Παρελθόν και μέλλον, παντού στο παρόν...

Θα ήταν μέγιστη κοινοτοπία – ακόμη κι από έναν άνθρωπο που ασκεί το επάγγελμα του δημοσιογράφου – η αναφορά σε «μεγάλες αντιθέσεις». Όπως οι άνθρωποι, έτσι και οι κοινωνίες τους κατ’ εικόνα και ομοίωση, είναι γεμάτες – αν όχι δομημένες πάνω σε – αντιθέσεις. Πολύ περισσότερο όταν αυτές οι κοινωνίες έχουν μακρά ιστορία και πολιτισμό... Στην περίπτωση της Ιαπωνίας, ένιωσα αυτές τις αντιθέσεις συναρπαστικές, εξωτικές, ακραίες και υπερβολικές, σα βγαλμένες από τη σκηνή του Καμπούκι...

Ο πρωινός περίπατος στα στενά της Ασακούσα διακόπτεται συχνά για τις τέσσερις Γιαπωνεζούλες με τα yukata τους (καλοκαιρινά κιμονό) που δεν εντυπωσιάζουν μόνο εμάς, τους ξένους αλλά και τους συμπατριώτες τους. Φωτογραφία: Κατερίνα Αγριμανάκη

Καλύπτοντας χιλιόμετρα στα πλατιά, πεντακάθαρα πεζοδρόμια, με βήματα αργά που συχνά διακόπτονται από κάτι νέο (εξίσου ή περισσότερο εντυπωσιακό από το προηγούμενο), τις βλέπεις αυτές τις αντιθέσεις ή τις ανακαλείς στα λόγια τρίτων, σε κάτι που άκουσες στην τηλεόραση ή διάβασες σε κάποιον οδηγό...

Ένα από τα (πολλά) συναρπαστικά στους δρόμους του Τόκιο ήταν η φαντασία και η ποικιλία στα ρούχα (κυρίως των κυριών). Εδώ σε κάποιο πεζοδρόμιο της Harajuku. Φωτογραφία: Κατερίνα Αγριμανάκη

Πελώρια ξύλινα ή μεταλλικά Π, τα περίφημα τόριι με τα κρεμάμενα σχοινιά και τους χάρτινους κεραυνούς που σηματοδοτούν το όριο μεταξύ του μιαρού κόσμου της καθημερινότητας και του αμόλυντου του Σιντοϊσμού, μέσα σε γειτονιές πολύβουες, καταπράσινα πάρκα, κάτω από φώτα νέον, μέσα στις μυρωδιές κάποιου στενού ή την κίνηση της χαώδους πόλης...

Ένα ζευγάρι περνά από το πελώριο Π, εισερχόμενο στην ιερή περιοχή ενός σιντοϊστικού ναού. Φωτογραφία: Κατερίνα Αγριμανάκη

Από τη μία το αυτοκρατορικό παλάτι με τους περιποιημένους, τεράστιους, πολύχρωμους κήπους κι από την άλλη οι θεόρατοι ουρανοξύστες των πολυεθνικών από γυαλί κι ατσάλι...

Το αυτοκρατορικό παλάτι, ένας (κάθε άλλο παρά μικρός) παράδεισος με εντυπωσιακούς κήπους δίνει άλλη διάσταση στο σύγχρονο αστικό τοπίο. Φωτογραφίες: Κατερίνα Αγριμανάκη

Καλογυαλισμένες, αθόρυβες κούρσες προσπερνoύν τα jinrikisha – τα τροχήλατα «ταξί» και τους μικρόσωμους αλλά (φαινομενικά) ακούραστους οδηγούς τους που μεταφέρουν κάποιον – συνήθως τουρίστα...

Ένας οδηγός μεταφέρει τρεις όμορφες Γιαπωνέζες κι ένας δεύτερος περιμένει χαμογελαστός τον επόμενο πελάτη, λίγα μέτρα από το Kaminarimon, την κύρια πύλη που οδηγεί στο Sensō-ji, τον αρχαίο βουδιστικό ναό στην Ασακούσα - Φωτογραφία: Κατερίνα Αγριμανάκη

Άνδρες με τη “στολή” εργασίας – σκουρόχρωμα κομψά κοστούμια και κολαριστά λευκά πουκάμισα – διασταυρώνονται στο δρόμο με κοπέλες με πολύχρωμα yukata – τα καλοκαιρινά κιμονό...

Κυριακάτικη βόλτα στη Χαρατζούκου για δύο φίλες επάνω, περίπατος στα στενά της Αρασιγιάμα μία ήσυχη καθημερινή για δύο άλλες κυρίες... Τα εντυπωσιακά κιμονό τους πιθανότατα περνούν απαρατήρητα στους γύρω τους. Για εμένα ήταν πάντα (άλλος ένας) λόγος έκστασης. Φωτογραφίες: Κατερίνα Αγριμανάκη

Η θερμοκρασία ξεπερνά τους 35 - 36 βαθμούς κελσίου και οι Γιαπωνέζες περιμένουν στο φανάρι κάτω από μία σκουρόχρωμη – για τη βροχή, θα τη λέγαμε στην Ελλάδα – ομπρέλα...

Οι Γιαπωνέζες προστατεύονται από τις ακτίνες του ήλιου κάτω από τις (έστω και σκουρόχρωμες) ομπρέλες τους... Φωτογραφία: Κατερίνα Αγριμανάκη

Οι σιδηροτροχιές των υπερσύγχρονων λευκών βολίδων Shinkansen διατρέχουν τοπία γεμάτα καταπράσινους ορυζώνες, χωριουδάκια και διάσπαρτες εστίες δασών – αυτά με τα sugi ήταν τα πιο όμορφα..

Το πάσο των Ιαπωνικών σιδηροδρόμων (JR) που ισχύει για τα shinkansen - τα δρομολόγια των οποίων είναι ακριβά. Το προμηθεύεται κανείς όχι στην Ιαπωνία αλλά στη χώρα διαμονής του και είναι μία εξαιρετικά συμφέρουσα λύση, δεδομένου του ότι ο ταξιδιώτης μπορεί να κάνει απεριόριστα δρομολόγια μακρινών αποστάσεων. Το συγκεκριμένο κόστιζε 220 € (όσο περίπου ένα δρομολόγιο Τόκιο - Κιότο) και είχε ισχύ επτά ημερών. Αποτελεί άλλο ένα δείγμα της σοβαρότητας των Ιαπώνων και του σεβασμού τους τόσο στις υπηρεσίες που προσφέρουν όσο και απέναντι στον τουρίστα. Δίπλα, μία τυπική εικόνα από το παράθυρο του τρένου. Φωτογραφίες: Κατερίνα Αγριμανάκη

Ένας από τους συρμούς του δικτύου Shinkansen, των περίφημων bullet train, μπαίνει στο σταθμό. Κάναμε την απόσταση Τόκιο - Κιότο, μία απόσταση 514 χλμ (σα να λέμε Αθήνα - Θεσσαλονίκη) σε κάτι λιγότερο από 2,5 ώρες. Η ταχύτητα, η ακρίβεια των δρομολογίων, η καθαριότητα, η εξυπηρέτηση και η ίδια η διαδρομή ήταν κάτι το θεαματικό. Φωτογραφία: Κατερίνα Αγριμανάκη

Περνούν ατέλειωτες ώρες νεκρού χρόνου, δουλεύουν μανιωδώς, ζουν σε φρενήρεις ρυθμούς και αναζητούν την αποσυμπίεση και την ξεκούραση σε κάποιο (από τα πολλά, λόγω ηφαιστειογενούς εδάφους) παραδοσιακό ονσέν – οι ιαματικές πηγές και τα θεραπευτικά λουτρά.

Εν ολίγοις, στη χώρα του πανίσχυρου γεν, της ρομποτικής επανάστασης, της τεχνολογικής εξέλιξης και των μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών, των τραίνων μαγνητικής αιώρησης των 600 χμ/ω, της εξαντλητικής εργασίας, της αυτοματοποίησης, της μαζικής κατάθλιψης και των θλιβερών ποσοστών αυτοκτονιών, οι άνθρωποι συναρπάζονται ακόμα από θρύλους των Σαμουράι, γιορτάζουν τη Σακούρα (ανθοφορία της κερασιάς) με πικ νικ κάτω από ροζέ πέταλα των ανθισμένων κερασιών, υμνούν με φεστιβάλ την ομορφιά της φθινοπωρινής πανσελήνου (Tsukimi), μαγεύονται από την παραδοσιακή τεχνοτροπία των παλιών μαστόρων (της κατάνα, των κεραμικών, της βεντάλιας...), εξακολουθούν να ασκούν με συγκινητική ευλάβεια και σεβασμό στην τελετουργία της, την τελετή του τσαγιού (Sado), εξαγνίζονται, πλένοντας τα χέρια και το στόμα τους με νερό, πριν προσευχηθούν...

Στο Yoyogi Park, πριν φτάσουμε στο Meiji Jingū, τον ναό που είναι αφιερωμένος στον Αυτοκράτορα Μεϊτζί, το μεγάλο μεταρρυθμιστή ηγέτη, ο Σιντοϊσμός επιτάσσει τον καθαρισμό των χεριών και του προσώπου. Φωτογραφία: Κατερίνα Αγριμανάκη

Ευγένεια, διακριτικότης, καθαριότης...

Οι Ιάπωνες είναι αλλόκοτα αλλιώτικοι, όχι μόνο γιατί είναι Ασιάτες αλλά και γιατί είναι νησιώτες Ασιάτες – με όποια εσωστρέφεια, κοινωνική ομφαλοσκοπία και άμυνα προς το ξένο συνεπάγεται αυτό... Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, και παρά τις προειδοποιήσεις περί του αντιθέτου, στα μάτια μου έδειχναν αξιαγάπητοι από την πρώτη κιόλας στιγμή. Γιατί κόντρα στην ορμέμφυτη τάση τους στην άμυνα, προσπαθούσαν να είναι ευγενείς. Γιατί, παρότι δε γνωρίζουν ή δε νιώθουν άνετα να μιλούν τα αγγλικά, προσπαθούσαν να είναι εξυπηρετικοί. Γιατί ακόμη και τις ελάχιστες φορές που ένιωθα να μας παρατηρούν, το έκαναν με διακριτικότητα. Γιατί, ακόμη κι όταν αντιλαμβανόμουν πως τους οδηγεί ο ψυχαναγκασμός, ο αυτοματισμός της ανατροφής ή η συνήθεια, ακόμη κι όταν αυτή η ευγένεια ήταν προσχηματική, εκείνοι εξακολουθούσαν να προσπαθούν...

Έξω από το σταθμό του Ueno έπεσα πάνω σε πέντε νεαρούς Σούμο. Οι αθλητές μιας αρχαίας πολεμικής τέχνης που αποτελεί σήμα κατατεθέν της Ιαπωνίας, χαίρουν τεράστιας εκτίμησης από τους Ιάπωνες. Λίγα μέτρα πιο κάτω από το σημείο λήψης του συγκεκριμένου "καρέ", τους είδα να περικυκλώνονται από συμπολίτες τους που ενθουσιώδεις τους χαιρετούσαν και τους φωτογράφιζαν. Φωτογραφία: Κατερίνα Αγριμανάκη

Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση πριν καν πατήσω σε ιαπωνικό έδαφος, ήταν στο αεροδρόμιο Ναρίτα. Όπου κατά την αποβίβαση ένας μικροκαμωμένος, χαμογελαστός άνδρας στεκόταν και χαιρετούσε τους νιόφερτους (εμάς) με τη χαρακτηριστική, διακριτική υπόκλιση των Ιαπώνων. Δεν υπήρχε κάτι άλλο να κάνει εκεί, δεν κρατούσε κάτι ούτε είχε γραφείο, οπότε στη συνείδησή μου παγιώθηκε πως ήταν εκεί για να μας υποδεχτεί.

Όλοι μου φαίνονταν – αντικειμενικά, πολλοί ήταν – χαμογελαστοί και πρόθυμοι να βοηθήσουν.

Στον πιο πολυσύχναστο σιδηροδρομικό σταθμού του κόσμου, που εξυπηρετεί πάνω από 2 εκατομμύρια ανθρώπους ημερησίως, κάθε άλλο παρά δύσκολο είναι να χαθείς. Όχι μόνο εσύ, ένας τουρίστας, αλλά και ο ντόπιος... Συνέβη να χαθώ μία φορά στο σιδηροδρομικό σταθμό της Σιντζούκου. Περιφερόμενη – χωρίς να το θέλω ή να το συνειδητοποιώ με μία έκφραση απόγνωσης στο βλέμμα – διαπίστωσα πως από τα μιλιούνια, ένας άνθρωπος με ακολουθούσε. Είχε βγει από το δρόμο του και με ακολουθούσε. Δε με ακούμπησε ούτε με φώναξε. Απλώς όταν διαπίστωσα την παρουσία του πίσω μου και γύρισα, με επιβεβαίωσε με ένα χαμόγελο και με τα πενιχρά αγγλικά του, με ρώτησε πού πάω. Αυτό επαναλήφθηκε. Με άλλους ανθρώπους, με άλλη αφορμή, με άλλους τρόπους...

Άλλο ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ιαπωνικής κουλτούρας αποτελούν οι ιαπωνικές μαθητικές στολές, τα λεγόμενα σεϊφούκου (seifuku) που φορούν οι μαθητές τόσο των δημόσιων όσο και των ιδιωτικών σχολείων. Φωτογραφία: Κατερίνα Αγριμανάκη

Συνέβη να συναντήσω και το αντίθετο (μία φορά), την αγένεια, τη δυστροπία, την κακοτροπιά, σε μία περιοχή ιδιαιτέρως δημοφιλή στους τουρίστες (Ασακούσα), όταν υπέπεσα στο «ολίσθημα» του (όπου γης) τουρίστα – που σέβεται τον εαυτό του: Ενώ περιεργαζόμουν για ώρα ένα κομμάτι πανί (tenungui) με το σταθερό βλέμμα της καταστηματάρχη πάνω μου, στο τέλος (επειδή αγόραζα για τρίτο) αποφάσισα να κοιτάξω και παρακάτω. Χωρίσαμε με εκατέρωθεν ύβρεις. Εγώ είμαι σίγουρη τι της είπα (έσουρα, ελληνιστί). Αντιθέτως, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τι ακριβώς μου είπε εκείνη αλλά, κρίνοντας από το ύφος της, θα στοιχημάτιζα πως δε μου ευχήθηκε να πάω στα χίλια καλά του θεού... Για την ακρίβεια, θα έλεγα με απόλυτη σιγουριά πως κι εκείνη με καθύβρισε σκαιότατα – όμως η πλήρης άγνοιά μου στην ιαπωνική δε μου επιτρέπει τέτοιες βεβαιότητες...

Η πολύβουη αγορά της Ασακούσα. Και στο βάθος, ο ναός Sensō-ji. Φωτογραφία: Κατερίνα Αγριμανάκη

Όπως προείπα, αυτή ήταν η μοναδική φορά που συνάντησα την αγένεια του Ιάπωνα. Και δεν κρύβω πως την εκτίμησα, με ανακούφισε. Ακριβώς γιατί ήταν η τρανή επιβεβαίωση πως όσα, εκουσίως ή ακουσίως αλλά σίγουρα επιμελώς, κρύβονται, δε σημαίνει πως δεν υπάρχουν.... Ακόμη κι όταν πρόκειται για πανθομολογουμένως εθνικά χαρακτηριστικά, ο διάβολος κρύβεται στις εξαιρέσεις, κάνοντας το ταξίδι ακόμη πιο ενδιαφέρον...

...διακριτικότης...

Η επιθυμία του Ιάπωνα να μην εκτίθεται, εκδηλώνεται με μία αλλόκοτη έκφραση διακριτικότητας που μού χτύπησε στο μάτι αμέσως μόλις πήρα το πρώτο τραίνο: Όσοι διάβαζαν, είχαν τα βιβλία τους τυλιγμένα με περιτύλιγμα ουδέτερου θέματος, ώστε να μη φαίνεται ο τίτλος – και να μην προδίδονται προτιμήσεις, γούστα και, άρα, στοιχεία του χαρακτήρα...

Αυτή η διακριτικότητα απέκτησε άλλη διάσταση, θλιβερή πολύ, όταν πρωτοείδα τους Ιάπωνες αστέγους να κοιμούνται ναι μεν στο δρόμο αλλά μέσα σε χαρτόκουτες, προστατευμένοι από τα κατάπληκτα βλέμματα των τουριστών – γιατί για τους συμπατριώτες τους αποτελούν ένα συνηθισμένο θέαμα... Όπως μου εξήγησαν στη συνέχεια, στην Ιαπωνία δε χρειάζεται να είσαι άνεργος ή άπορος για να είσαι άστεγος. Μεγάλος αριθμός αστέγων έχει δουλειά, η οποία, παρόλα αυτά, δεν εξασφαλίζει επαρκές εισόδημα για την ενοικίαση διαμερίσματος...

Αριστερά, δύο νεόνυμφοι στην Αρασιγιάμα, έξω από το Κιότο: Η νύφη με το λευκό, κεντημένο κιμονό της, ο άνδρας με χακάμα και μοντσούκι, το επίσημο ένδυμα που φέρει τον οικογενειακό θυρεό. Δεξιά, δύο παππούδες συζητούν, περπατώντας έξω από το περίφημο κάστρο Nijo του Κιότο που χτίστηκε το 1603 ως κατοικία τού Σογκούν Ιεγιάσου. Φωτογραφίες: Κατερίνα Αγριμανάκη

...Καθαριότης...

Αλλά αυτό που πραγματικά με ενθουσίασε (για να ακριβολογούμε, μου προκαλούσε συχνά παραληρήματα ενθουσιασμού) από τα πρώτα κιόλας βήματά μου στην ιαπωνική γη ήταν η – πέρα από τα όρια της εμμονής – καθαριότητα. Και για έναν ψυχαναγκαστικό της συνομοταξίας μου η καθαριότητα σήμαινε μία καλή, μία πολύ καλή αρχή.

Μπορεί κάτι τόσο πεζό όσο ένα καπάκι φρεατίου να σε ενθουσιάσει; Ναι, μπορεί! Φωτογραφία: Κατερίνα Αγριμανάκη

Οι άνθρωποι επέστρεφαν από τη δουλειά τους (κοιμώμενοι συνήθως στο τρένο) όπως είχαν πάει: Ατσαλάκωτοι και καθαροί. Σε τραίνα που έλαμπαν από καθαριότητα. Με ομπρέλες, όταν έβρεχε, σε σακουλίτσες ώστε να μη στάζουν στους σταθμούς και τους συρμούς...

Ταξί με καλύματα σα σεμεδάκια. Οδηγοί με λευκά γάντια. Άνθρωποι με μάσκες στο πρόσωπο για να μην κολλήσουν κάτι οι ίδιοι ή κάποιον άλλον. Ξενοδοχεία πεντακάθαρα και εστιατόρια στο πιο μικροσκοπικό στενάκι, ακόμη και σε μη τουριστικές περιοχές, που δε χρειαζόταν να έχεις υψηλές συστάσεις για να διαβείς το κατώφλι. Με τη σιγουριά που σου έδινε η εμμονή τους αυτή στην καθαριότητα, οι επιλογές σου πολλαπλασιάζονταν.

Ένα κλασικό δείγμα σαλονιού ταξί. Και πάλι, δεν μπορείς να μη θαυμάσεις την καθαριότητα, την τάξη, την τυπικότητα του οδηγού - και το ότι το τσιγάρο απαγορεύεται. Πηγή φωτογραφίας: Wikimedia

Ως δείγμα σεβασμού στο συμπολίτη και στοιχειώδους διακριτικότητας, οι Ιάπωνες δεν τρώνε, δεν καπνίζουν, δεν πίνουν στο δρόμο, ως εκ τούτου, δε δημιουργούν σκουπίδια. Δεδομένου πως στους δρόμους δεν υπάρχουν καν κάδοι απορριμμάτων (οι οποίοι εξαφανίστηκαν, ως αντιτρομοκρατικό μέτρο, μετά τις επιθέσεις με αέριο σαρίν στο μετρό, το 1995 και, για λόγους οικονομίας, δεν εμφανίστηκαν ξανά), συχνά οι τουρίστες «παντρεύονται» τα σκουπίδια τους, μέχρι να μάθουν το μυστικό...

Στην Ιαπωνία, αν σου αρέσει το πράσινο τσάι, μπορείς να ζεις ευτυχισμένος. Καθώς θα το βρεις σε κάθε (πόσιμη κι εδώδιμη) μορφή. Εδώ, παγωτό πράσινο τσάι και (πίσω από τους καφέδες) kit kat πράσινο τσάι. Φωτογραφία: Κατερίνα Αγριμανάκη

Κι έπειτα, η τουαλέτα.... Έχοντας πλήρη συνείδηση πως ένας... «ύμνος» στην ιαπωνική τουαλέτα θα ήταν κάτι από... αντισυμβατικό έως αμήχανο ακόμα και για ένα κείμενο (τόσο) προσωπικών εντυπώσεων και σεβόμενη τον αναγνώστη που κατάφερε να διαβάσει έως εδώ, θα περιοριστώ στο απολύτως απαραίτητο, πλην όμως, απολύτως ενδεικτικό (κυρίως γιατί κάτι τόσο εκπληκτικό, δεν μπορεί να λείπει από τις εντυπώσεις):
Ένας ψυχαναγκαστικός με την καθαριότητα άνθρωπος χρησιμοποιεί τη δημόσια τουαλέτα μόνο σε περίπτωση απόλυτης ανάγκης. Η ζωή τα’φερε να βρεθώ σ’αυτήν την απόλυτη ανάγκη σε ένα γήπεδο κατάμεστο από κόσμο. Για να μην πλατειάζω, η κατάπληξή μου ήταν τέτοια που ευτυχώς (και δυστυχώς, εδώ που τα λέμε...) δεν κρατούσα κινητό για να απαθανατίσω το φαινόμενο. Διότι περί φαινομένου επρόκειτο. Αμιγώς ιαπωνικού φαινομένου... (και δε θα επεκταθώ στις θερμαινόμενες τουαλέτες με δυνατότητα... τοπικού ντους!)

Μπαίνοντας στον "ναό" των πολεμικών τεχνών, το Νιπόν Μπούντοκαν (Nippon Budokan) με την οκταγωνική δομή του.

Στην οροφή του σταδίου δεσπόζει το περίφημο Χινομάρου (Hinomaru σημαίνει «κύκλος του ήλιου»), κοινώς ο άλικος ανατέλλων ήλιος που κοσμεί το εθνικό σύμβολο της Ιαπωνίας. Φωτογραφίες: Κατερίνα Αγριμανάκη

Περί Πολιτισμού – χωρίς εισαγωγικά και με το ‘π’ κεφαλαίο...

Και μιας και μπήκαμε στο γήπεδο, ας μείνουμε στο γήπεδο για κάτι άξιο μνείας: Τον γηπεδικό πολιτισμό του Ιάπωνα. Ήταν το παγκόσμιο πρωτάθλημα kendo (ιαπωνική σπαθασκία), η πλειονότητα των θεατών ήταν Ιάπωνες. Οι οποίοι δεν έτρωγαν, δεν κάπνιζαν, δε φλυαρούσαν αδιάκοπα και μεγαλοφώνως μεταξύ τους, παρακολουθούσαν το θέαμα και φιλοδωρούσαν με χειροκροτήματα και ιαχές κυρίως τους συμπατριώτες τους αλλά και όσους παίκτες από τις ξένες αποστολές κέρδιζαν με το (μπαμπού, για να κυριολεκτούμε) σπαθί τους το θαυμασμό τους. Κι όταν οι αγώνες τελείωναν, ήσυχα και υπομονετικά, άδειαζαν το χώρο... Στα μάτια μου όλο αυτό ήταν αδιανότητο. Και δεδομένου του ότι είναι πάντα ενστικτώδης η σύγκριση με ό,τι ισχύει ή συνηθίζεται στη δική σου κουλτούρα, ασυναίσθητα μπήκα στη διαδικασία της σύγκρισης. Το μετάνιωσα αμέσως, νιώθωντάς το κατάφωρη αδικία απέναντι στον Ιάπωνα.

Βεβαίως, βρέθηκα στο συγκεκριμένο γήπεδο, με τους συγκεκριμένους αγώνες και το συγκεκριμένο κοινό. Και θα έμπαινα στα επικίνδυνα νερά της αυθαίρετης γενίκευσης, αν εξ αυτής της τριήμερης εμπειρίας συμπέραινα πως αυτός είναι ο κανόνας (πάντως επιμένω να μην μπορώ να διανοηθώ έναν Ιάπωνα... κάφρο!)

Αριστερά: Οι αποστολές παρατεταγμένες στο παρκέ του Μπούντοκαν. Δεξιά: Ακολουθώντας ένα μέλος της ελληνικής αποστολής. Φωτογραφίες: Κατερίνα Αγριμανάκη

Την τελευταία νύχτα, επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, μία λάμψη από ένα κάθετο δρόμο στην κεντρική λεωφόρο, με έκανε να στρέψω το κεφάλι. «Εδώ τα έργα γίνονται τη νύχτα ώστε να μη διαταράσσεται η φυσιολογική ροή της ημέρας», μου εξήγησαν... (χωρίς σχόλια)

Στο δρόμο προς το ξενοδοχείο, πιο εντυπωσιακό κι από την εμβληματική παγόδα της Ασακούσα, μου φάνηκε το ότι τα έργα γίνονται νύχτα, ώστε να μην ταλαιπωρείται ο κόσμος την ημέρα. Φωτογραφίες: Κατερίνα Αγριμανάκη

Είχε προηγηθεί ένα ωραίο δείπνο, όπου (ξανά) διαπίστωσα πόσο (ευχάριστα) θορυβώδεις γίνονται οι ήσυχοι Ιάπωνες. Οι οποίοι, όταν πέσει η νύχτα, σχολάσουν και, πριν την επιστροφή, κάνουν μία μικρή παράκαμψη για εκείνο το ποτό που θα εκτονώσει την ένταση της ημέρας. Το αλκοόλ τούς «πιάνει» αυτομάτως, το πρόσωπό τους κοκκινίζει (λόγω έλλειψης ενός ενζύμου που τους κάνει να μεταβολίζουν δυσκολότερα το αλκοόλ) και αρχίζουν να φλυαρούν όλοι μαζί, ακατάπαυστα και βροντερά – όπως κάναμε παιδιά, στο διπλανό από των γονιών μας, τραπέζι χωρίς να μας αφορά η «λογοκρισία» των πρέπει.

Το αποχαιρετιστήριο δείπνο. Φωτογραφία: Κατερίνα Αγριμανάκη

Ήταν η μεθυσμένη «ανταρσία» στα «πρέπει» και τα «μη» της ζωής των, συνήθως, μετρημένων, νομιμοφρόνων και κοινωνικώς ορθών Ιαπώνων. Από την άλλη, η συνειδητή «ανταρσία» τους ήταν η παραβίαση τού ποδηλατικού κοκ. Τα ποδήλατα κυκλοφορούσαν παντού κι ανεξέλεγκτα, όχι όπως έπρεπε αλλά όπως ήθελαν... Και δεδομένου του ότι οι Ιάπωνες κινούνται σε δρόμους, πεζοδρόμια και σκαλοπάτια αντίθετα με εμάς, ήταν ζήτημα καθαρής τύχης το πώς αποφύγαμε τα ατυχήματα...

Η κόκκινη, τοξωτή γέφυρα Shinkyo, στο Νίκκο (Nikko). Η πόλη, λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, έμοιαζε με πλατό από κινηματογραφικό σκηνικό... Φωτογραφία: Κατερίνα Αγριμανάκη

Βαρκάδα στον ποταμό Hozu στο Σαγκάνο (Sagano). Φωτογραφία: Κατερίνα Αγριμανάκη

...αντί κατακλείδας...

Πηγαίνοντας στην Ιαπωνία, θυμάμαι τον εαυτό μου να επείγομαι να δω όσα περισσότερο μπορώ και είναι εφικτό, θεωρώντας αυτό το ταξίδι όπως όλα αυτά τα μεγάλα ταξίδια που κάνει κανείς μία φορά στη ζωή... «Μην είσαι τόσο σίγουρη», με είχε προειδοποιήσει ο Γρηγόρης (Έλληνας δημοσιογράφος, αν παίζει κάποιο ρόλο που ζει εκεί και είχε την ευγενή καλοσύνη όχι μόνο να με κατατοπίσει από πριν αλλά και να μας υποδεχτεί τη νύχτα άφιξης, ώστε να περιορίσει το φόβο του αγνώστου). Δικαιώθηκε πανηγυρικά. Πέρασαν 365 μέρες και δε θυμάμαι μία από αυτές να μην απασχόλησε τη μνήμη μου, ακόμα κι ως φευγαλέα σκέψη (αλλά, κυρίως, ως σφοδρή επιθυμία να επιστρέψω) η Ιαπωνία, είτε με κάποια αφορμή (μία προπόνηση, μία είδηση, ένα μπρελόκ, μία κούπα, ένα μαγνητάκι, μία φωτογραφία, μία σύγκριση) είτε χωρίς.

Φαντάζομαι συμβαίνει σε όποιον ταξιδιώτη βιώνει τόσο αποσπασματικά και τροχάδην μία κουλτούρα, να εξωρραΐσει και εξιδανικεύσει αυτό που βίωσε. Θα με εξυπηρετούσε, αν συνέβαινε. Γιατί θα αποτελούσε (άλλο ένα) κίνητρο επιστροφής στη Χώρα των Χρυσανθέμων. Είτε για να την απομυθοποιήσω είτε για να την αγαπήσω ακόμα περισσότερο και για πάντα... «μέχρι τα βότσαλα να γίνουν βράχοι καλυμμένοι με βρύα»*.

*στίχος από το «Κιμιγκάγιο» (Kimi ga yo), τον ύμνο προς τον Αυτοκράτορα και εθνικό ύμνο της χώρας.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης