Άιλα: Το βραχώδες, βροχερό νησί στην «καρδιά» μιας βιομηχανίας δισεκατομμυρίων
Ανανεώθηκε:
Δεν είναι πάντα εύκολο να φτάσει κανείς στο βροχερό νησί Άιλα (Islay), στη δυτική ακτή της Σκωτίας. Τα φέρι μποτ που αναχωρούν… όποτε το αποφασίσουν, τρεις φορές την ημέρα από το λιμάνι Κένακρεγκ της ηπειρωτικής χώρας, και οι συχνές θαλάσσιες ομίχλες εμποδίζουν τα μικρά επιβατικά αεροπλάνα που πετούν καθημερινά από τη Γλασκώβη.
Ακόμα κι έτσι, το νησί προσελκύει εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες από όλο τον κόσμο κάθε χρόνο. Για ποιο λόγο έρχονται; Για το ουίσκι.
Παρά το μικρό του μέγεθος και τον πληθυσμό των μόλις 3.000 κατοίκων, το Άιλα φιλοξενεί εννέα - σύντομα θα γίνουν 11 - από τα 145 ενεργά αποστακτήρια της Σκωτίας.
Η χαρακτηριστική καπνιστή γεύση του single malt ουίσκι του, έχει φανατικούς οπαδούς παγκοσμίως.
Μια σελίδα από το βιβλίο επισκεπτών στο αποστακτήριο Ardbeg στα νότια του νησιού απαριθμεί διευθύνσεις από το Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ, την Αυστραλία, την Ουκρανία, την Ολλανδία, τη Γερμανία, τη Δανία και την Ταϊβάν.
Η Τζάκι Τόμσον, η οποία εργάζεται στο κέντρο επισκεπτών του Ardbeg για περισσότερα από 25 χρόνια, περιγράφει αυτές τις επισκέψεις ως «προσκυνήματα» – σαν να υπάρχει μια πνευματική σύνδεση μεταξύ των ανθρώπων και του ουίσκι.
Θυμάται ότι φτάνοντας ένα πρωί στο αποστακτήριο βρήκε έναν άνδρα από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Τόκιο να παίζει βιολί στην προκυμαία – ζευγάρια από την άλλη όχθη του Ατλαντικού έχουν επιλέξει να παντρευτούν εκεί.
Το ιδιαίτερο, καπνιστό ουίσκι
Ένας λόγος είναι ότι στην περίπτωση του Islay single malt, ο τόπος και η γεύση είναι τόσο βαθιά συνυφασμένα. Η αλμυρή αύρα που έρχεται από τις παραλίες με τη λευκή άμμο, εγκαθίσταται σε αρχαίους βάλτους τύρφης, από τους οποίους τροφοδοτούνται οι κλίβανοι που ξηραίνουν το κριθάρι, δίνοντας στο ουίσκι την καπνιστή, γήινη γεύση του.
«Είναι ένα υγρό που κυλάει στις φλέβες των ανθρώπων», λέει η Τόμσον. «Είναι σε μεγάλο βαθμό μέρος της ζωής και της καρδιάς του Άιλα - αρκεί να πάτε στην παμπ μια Παρασκευή ή Σάββατο βράδυ και θα το νιώσετε αυτό πολύ έντονα».
Το ουίσκι, εκτός από κεντρικό στοιχείο της ταυτότητας του νησιού, στηρίζει επίσης την οικονομία του – και αντιπροσωπεύει σημαντικό μέρος των διεθνών εξαγωγών της Σκωτίας.
Πάνω από 6 δισεκατομμύρια λίρες σκωτσέζικου ουίσκι πωλήθηκαν πέρυσι σε 174 αγορές, σύμφωνα με την Ένωση Σκωτσέζικου Ουίσκι (SWA), αντιπροσωπεύοντας τα τρία τέταρτα των εξαγωγών τροφίμων και ποτών της χώρας και σχεδόν το ένα τέταρτο των εξαγωγών ολόκληρης της Βρετανίας.
Ο σχετιζόμενος με το ουίσκι τουρισμός έχει επίσης εκτοξευθεί. Τα αποστακτήρια υποδέχονται πάνω από 2 εκατομμύρια επισκέπτες κάθε χρόνο, και αποτελούν την τρίτη πιο δημοφιλή ατραξιόν σε ολόκληρη τη χώρα.
Η παραγωγή ουίσκι του Άιλα, αν και σχετικά μικρή (σύμφωνα με την SWA, αντιπροσωπεύει περίπου το 6% της σκωτσέζικης παραγωγής), είναι εξαιρετικά πολύτιμη. Το περασμένο καλοκαίρι, ένα βαρέλι με σπάνιο ουίσκι του 1975 από το αποστακτήριο Ardbeg πωλήθηκε για το ιλιγγιώδες ποσό των 16 εκατομμυρίων λιρών σε μια ανώνυμη συλλέκτρια στην Ασία – το υψηλότερο ποσό που έχει καταβληθεί ποτέ σε δημοπρασία για ένα βαρέλι single malt. Περιελάμβανε αρκετό ουίσκι για να γεμίσει 440 κανονικές φιάλες, με αποτέλεσμα η κάθε μία να αξίζει πάνω από 43.000 λίρες.
Άνοδος, πτώση, άνοδος…
Η πρώιμη ιστορία της βιομηχανίας ουίσκι του Άιλα είναι γεμάτη ιστορίες παράνομης απόσταξης κατ’ οίκον και λαθρεμπορίου από σκοτεινούς όρμους. Μόλις η παρασκευή ουίσκι έγινε νόμιμη δραστηριότητα στις αρχές του 1800, τα αποστακτήρια χτίστηκαν κοντά στην ακτή ώστε να μπορούν να εξάγουν τα προϊόντα τους – εξ ου και η παράδοση των λευκών τοίχων που βλέπουν προς τη θάλασσα με το όνομα του αποστακτηρίου ζωγραφισμένο με μαύρο χρώμα.
Τις περιόδους άνθησης διαδέχονταν περίοδοι ύφεσης. Τον 20ό αιώνα, οι παγκόσμιοι πόλεμοι, η ποτοαπαγόρευση στις ΗΠΑ και το κραχ της Γουόλ Στριτ το 1929 είχαν το τίμημά τους, ενώ η παγκόσμια οικονομική ύφεση στη δεκαετία του 1980 είχε ως αποτέλεσμα την υπερπροσφορά έναντι της ζήτησης, γεγονός που οδήγησε στο κλείσιμο πολλών αποστακτήριων, μεταξύ των οποίων και το Ardbeg για σχεδόν μια δεκαετία. Αλλά στις μέρες μας ο κλάδος ακμάζει, με πολυεθνικές εταιρείες όπως η Diageo και η Louis Vuitton Moët Hennessy να αγοράζουν μερικές από τις ιστορικές μάρκες ουίσκι του Άιλα.
Η νέα γενιά αποστακτηρίων
Στο παιχνίδι έχουν μπει και νέοι διεκδικητές. Το Kilchoman, που ιδρύθηκε το 2005, ήταν το πρώτο νέο αποστακτήριο που χτίστηκε στο Άιλα μετά από 124 χρόνια.
Ακολούθησε το Ardnahoe το 2018, ενώ φέτος ή του χρόνου αναμένεται να ανοίξουν τα αποστακτήρια Portintruan και Port Ellen, που βρίσκονται υπό κατασκευή.
Αρχικά, οι νεοεισερχόμενοι έγιναν δεκτοί με έκπληξη και σκεπτικισμό, λέει ο Άντονι Γουίλς, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος του Kilchoman: «Η νοοτροπία του κόσμου ήταν: “Ποιος είναι αυτός ο τύπος; Πρέπει να είναι τρελός. Γιατί να χρειάζεται άλλο ένα αποστακτήριο στη Σκωτία;"». Αλλά ο Γουίλς επέμεινε, πιστεύοντας ότι υπήρχε κενό στην αγορά για ένα μικρότερο, οικογενειακό και πιο εξειδικευμένο αποστακτήριο.
Μέχρι στιγμής, έχει δικαιωθεί. Το 2021, το Kilchoman παρήγαγε περισσότερα από 600.000 λίτρα ουίσκι και το 90% αυτού εξήχθη σε περισσότερες από 60 αγορές. Παρά το γεγονός ότι είναι νέος παίκτης, υπερηφανεύεται για την αναβίωση των παραδοσιακών μεθόδων απόσταξης από αγροκτήματα. Τα περισσότερα σκωτσέζικα αποστακτήρια χρησιμοποιούν κριθάρι που καλλιεργείται και βυνοποιείται αλλού στη χώρα, αλλά το Kilchoman βρίσκεται σε ένα αγρόκτημα 9.300 στρεμμάτων όπου η ετήσια σοδειά κριθαριού πηγαίνει στην παραγωγή ουίσκι, ενώ οι φλούδες που απορρίπτονται τρέφουν σε ένα κοπάδι βοοειδών Aberdeen Angus. Το κριθάρι βυνοποιείται με τον παραδοσιακό τρόπο, μεγάλο μέρος της τύρφης κόβεται στο χέρι από έναν τοπικό βάλτο και το ουίσκι αποστάζεται, ωριμάζει και εμφιαλώνεται επιτόπου. Το Kilchoman ισχυρίζεται ότι το «100% Islay 12th Edition» ουίσκι του είναι το μοναδικό στη Σκωτία που παρασκευάζεται εξ ολοκλήρου σε ένα αγρόκτημα.
Καθώς η βιομηχανία ουίσκι συνεχίζει να αναπτύσσεται, η διατήρηση της τοπικής παραγωγής θα είναι το κλειδί για την επιβίωσή της, πιστεύει ο γενικός διευθυντής του Kilchoman, Αϊλα Χεντς (που πήρε το όνομα του πατέρα του, ο οποίος πήρε το όνομα του νησιού). «Για να διατηρήσεις τις παραδόσεις ζωντανές, χρειάζεσαι ανθρώπους», λέει. «Οι παραδόσεις περνάνε από γενιά σε γενιά».
Ο Χεντς μεγάλωσε σε απόσταση αναπνοής από το αποστακτήριο Lagavulin, όπου εργαζόταν ο πατέρας του και όπου έπαιζε ο ίδιος όταν ήταν παιδί. Ο αδελφός του εργάζεται επίσης σε τοπικό αποστακτήριο και ο γιος του εργάζεται στο αποστακτήριο του Kilchoman.
«Όλοι συνδέονται με τη βιομηχανία ουίσκι», λέει. «Είναι ένας τόσο μεγάλος εργοδότης, είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της οικονομίας του Άιλα και ευθύνεται για πολλά θετικά πράγματα που συμβαίνουν στο νησί».
Οι ντόπιοι, φυσικά, είναι πολύ υπερήφανοι για την παγκόσμια φήμη του βραχώδους νησιού τους. Σήμερα, μπορεί να παραγγείλει κανείς ένα ποτήρι Islay single malt στα περισσότερα μπαρ των περισσότερων πόλεων του κόσμου – και με μια γουλιά να ταξιδέψει κατευθείαν στον τόπο προέλευσής του.
«Είμαι πολύ περήφανος που είμαι Ileach (από το Άιλα)», λέει ο Χεντς. «Είμαι πολύ περήφανος για αυτό που το Άιλα προσφέρει στον κόσμο μέσω των ουίσκι του».
Με πληροφορίες από: The wild, remote island at the heart of a billion-dollar industry by Nell Lewis, CNN