ΤΑΞΙΔΙ ΕΛΛΑΔΑ

Παυλοπέτρι Λακωνίας: Η αρχαιότερη υποβρύχια πόλη παγκοσμίως αποκτά...ζωή

Παυλοπέτρι Λακωνίας: Η αρχαιότερη υποβρύχια πόλη παγκοσμίως αποκτά...ζωή
To Παυλοπέτρι εκτιμάται ότι κατοικήθηκε την Εποχή του Χαλκού, από το 3000 έως 1100 π.Χ. ΑΠΕ/ΜΠΕ

Η UNESCO την ενέταξε στο Παγκόσμιο Παρατηρητήριο Μνημείων το 2016 και την αναγνώρισε ως την παλαιότερη υποβρύχια πόλη στον κόσμο.

Πρόκειται για την αρχαιότερη βυθισμένη πόλη, η οποία βρίσκεται στη νοτιανατολική Πελοπόννησο, δίπλα στην Ελαφόνησο. To Παυλοπέτρι εκτιμάται ότι κατοικήθηκε την Εποχή του Χαλκού, από το 3000 έως 1100 π.Χ. Φαίνεται πως ένας μεγάλος σεισμός που συντελέστηκε στην περιοχή βύθισε την πόλη. Όμως, 5.000 χρόνια μετά, υπάρχουν ακόμα ίχνη από κτίσματα, αυλές, δρόμους και τάφους.

Τα βυθισμένα ερείπια βρίσκονται σε βάθος τριών-τεσσάρων μέτρων και καλύπτουν έκταση 50.000 τετραγωνικών μέτρων στον κόλπο των Βατίκων, ανάμεσα στην παραλία της Πούντας και τη νησίδα Παυλοπέτρι. Τα αρχαιολογικά ευρήματα συνθέτουν την παλαιότερη πλήρη πόλη που έχει βρεθεί κάτω από το νερό. Η Περιφέρεια Πελοποννήσου, υπό την καθοδήγηση της Εφορείας Ενάλιων Αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, επέλεξε ως περιοχή INHERITURA, το Παυλοπέτρι Λακωνίας. Έτσι, διατέλεσε μικρής κλίμακας παρεμβάσεις για την ανάδειξη της ενάλιας πόλης παγκοσμίου ενδιαφέροντος, ως τόπο ήπιας τουριστικής ανάπτυξης . «Οι κατασκευές αυτές είναι υποβρύχιες πινακίδες που δεν έχουν ξαναμπεί σε κανέναν αρχαιολογικό οικισμό και υποβρύχιες διαδρομές για κολυμβητές» ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η αρχαιολόγος της Εφορείας Ενάλιων Αρχαιοτήτων, Δέσποινα Κουτσούμπα.

Το Παυλοπέτρι έχει ενταχθεί στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα INTERREG -MED 2014-2020. Μάλιστα, στο έργο INHERIT η Περιφέρεια Πελοποννήσου έχει τεθεί επικεφαλής των δεκαπέντε εταίρων από δώδεκα χώρες όπως: η Ιταλία, η Ισπανία, η Κύπρος και η Μάλτα.

Στόχος του προγράμματος είναι η προστασία και προώθηση των φυσικών πόρων της Μεσογείου και η βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης του βιώσιμου και υπεύθυνου τουρισμού. «Πρέπει να γίνει μια νέα στρατηγική τουριστικής ανάπτυξης που να θέτει σαν προτεραιότητα την προστασία της φυσικής κληρονομιάς. Υπερβάσεις, απορρίμματα, οικοδόμηση, σπατάλη νερού, διάβρωση, απώλειες στη βιοποικιλότητα και κυκλοφοριακή συμφόρηση είναι μερικά από τα σύγχρονα προβλήματα», τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο αντιπεριφερειάρχης Λακωνίας, Νίκων Τζινιέρης. Το συνολικό κονδύλι του έργου για όλες τις χώρες που συμμετέχουν στο ευρωπαϊκό έργο INHERIT ανέρχεται στα 5,7 εκατ. ευρώ και προς την Περιφέρεια Πελοποννήσου έχουν εκταμιευθεί 591.780 ευρώ. «Είναι ένα από τα λίγα μέρη στον κόσμο όπου μπορείτε κυριολεκτικά να κολυμπήσετε κατά μήκος ενός βυθισμένου δρόμου μιας αρχαίας πόλης ή να κοιτάξετε μέσα σε έναν τάφο», αναφέρει ο καθηγητής του Υποβρύχιου Κέντρου Έρευνας Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Νότινγχαμ, Τζον Χέντερσον.

Η περιοχή της Λακωνίας εκτός από το Παυλοπέτρι έχει να αναδείξει και το Σπήλαιο της Καστανιάς, το οποίο θεωρείται από τους επιστήμονες «έφηβος οργανισμός» καθώς η ηλικία του χρονολογείται σε μόλις... τρία εκατομμύρια έτη. Το σπήλαιο ανακάλυψε το 1910 ο αγρότης Σπύρος Στιβακτάς όταν παρατήρησε ότι οι μέλισσές του κρύβονταν για ώρες κάτω από το έδαφος. Έτσι, κατάλαβε πως είχαν βρει νερό. Σήμερα το Σπήλαιο της Καστανιάς θεωρείται ένα από τα πλουσιότερα της Ευρώπης, σε πυκνότητα, ποικιλία σχημάτων και χρωμάτων. «Τα μηνύματα είναι θετικά. Οι προκρατήσεις δείχνουν μια τάση του κόσμου να θέλει να ταξιδέψει και να έρθει στον προορισμό μας. Και πέρσι είχαμε πολύ καλό αριθμό ανάκαμψης σε σχέση και με την υπόλοιπη επικράτεια γιατί έχουμε και τα χαρακτηριστικά του προορισμού που βοηθάνε πάρα πολύ ως προς την προσβασιμότητα, την αυθεντικότητα που αναζητούν οι επισκέπτες, την επαφή με τη φύση. Συμβάλλουν επίσης, οι ενέργειες που κάνουμε σε επίπεδο υποδομών, σε επίπεδο παροχών και σε επίπεδο τουριστικής προβολής», ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η αντιπεριφερειάρχης Τουρισμού και Πολιτισμού στην Περιφέρεια Πελοποννήσου, 'Αννα Καλογεροπούλου.

Εκτός όμως από το φυσικό πλούτο η περιοχή της Λακωνίας φημίζεται για τα αγροτικά προϊόντα αλλά και το γλυκό κρασί Μαλβαζία, το οποίο ξεκίνησε να παράγεται στη Μονεμβασία από τον 12ο αιώνα. «Ακούγαμε για Μαλβαζία και νομίζαμε ότι ήταν παραμύθι, γιατί το ακούγαμε από παιδιά. Όμως ήταν η πραγματική ιστορία του τόπου. Η οικονομική βάση της Μονεμβασιάς στηριζόταν στην παραγωγή. Η ενδοχώρα παρήγαγε κρασί που κυριάρχησε σε όλο τον τότε κόσμο», περιγράφει ο ιδιοκτήτης του μεγαλύτερου οινοποιείου της περιοχής Γιώργος Τσιμπίδης ο οποίος κάθε χρόνο παράγει τριακόσιες χιλιάδες φιάλες κρασιών αναβιώνοντας την πανάρχαια ποικιλία Μαλβαζία αλλά και νεότερες όπως η Κυδωνίτσα και το Ασπρούδι.