Όλυμπος Καρπάθου: Άνθρωποι γνήσιοι στην «αετοφωλιά» του Αιγαίου
Διακοπές με ελευθερία στα ολοκάθαρα νερά του Αιγαίου, διακοπές «ψαγμένες» μακριά από τον Covid-19 και τους περιορισμούς, με καλό φαγητό και ωραίους ανθρώπους…
Στη μηχανή αναζήτησης δεν ολοκλήρωσα ποτέ τη φράση γιατί η απόφαση είχε ληφθεί. Κάρπαθος και δη Όλυμπος Καρπάθου. Τόπος για ταξιδιώτες. Μα και για περιπατητές, ποδηλάτες βουνού, φυσιοδίφες, ερευνητές του πολιτισμού, λάτρεις της μουσικής παράδοσης, ερωτευμένους.
Σαν να φυλά από πάνω ως κάτω το άνοιγμα προς την ανατολική Μεσόγειο στέκεται η Κάρπαθος και η Όλυμπος, σκαρφαλωμένη στο όρος του Άι-Ηλία, που κάποτε έφερε το όνομα του ένδοξου βουνού των Θεών, είναι ο ακοίμητος βιγλάτοράς της.
Μια σταλιά τόπος που ανατολικά γλυκά σβήνει η κατεβασιά του προς το μικρό αλλά από την μινωική περίοδο κατοικημένο επίνειό του, το Διαφάνι· όταν όμως κοιτά προς τα δυτικά,με σφιγμένα χείλη και μισόκλειστα μάτια, εκείνα της σκληρής ζωής, βλέπει τον γκρεμό που δαμάστηκε και την απέραντη, απρόβλεπτη θάλασσα που έγινε δρόμος για την ξενιτιά. Κλείνει τα βλέφαρα με ευγνωμοσύνη μετά τη λυτρωτική βουτιά του ήλιου στον ορίζοντα που σημαίνει ανάπαυση από τον κάματο της μέρας.
Αν θελήσεις να γνωρίσεις ένα σπουδαίο δείγμα ζώντος πολιτισμού μέσα από το τοπικό ιδίωμα, τη μουσική, τη φορεσιά και τη διατήρηση της παράδοσης στην αρχιτεκτονική, εδώ θα σταματήσεις. Θα ξεχαστείς ιδρώνοντας να ανέβεις ακόμα ένα καντούνι της Ολύμπου για να δεις ακόμα έναν ανεμόμυλο, σταματώντας κάθε τόσο να κλέψεις μια ματιά προς τη θάλασσα ανάμεσα στους πέτρινους τοίχους των παλιών κατοικιών ή κρυφοκοιτάζοντας από μια γρίλια τον παραδοσιακό σουφά και το πανοσούφι ενός καρπαθίτικου, ολυμπίτικου σπιτιού.
Για την προστασία των αρχαιοτήτων και των μνημείων της περιοχής, όλη η βόρεια Κάρπαθος, έχει από το 2001 κηρυχτεί αρχαιολογικός χώρος ενώ χάρις στην ύπαρξη σπάνιων ενδημικών ειδών χλωρίδας και πανίδας έχει ενταχθεί μαζί με γειτονική (σήμερα ερημωμένη) νήσο Σαρία, στο δίκτυο Natura 2000. Πολιτισμός και φύση κάνουν αισθητή την παρουσία τους επί 2.500 χρόνια και απαιτούν σεβασμό.
Στα ερείπια της αρχαίας Βρυκούντος, Καρπάθιοι και επισκέπτες βλέπουν το παρελθόν, το παρόν όμως το ζουν και μάλιστα με τον πιο βαθύ αλλά και θεαματικό τρόπο. Συμβαίνει στο πανηγύρι του Άι-Γιάννη στα τέλη Αυγούστου όταν εκατοντάδες άνθρωποι φορτωμένοι με προσφορές προς τον άγιο και τον άνθρωπο, αλλά και τα στρωσίδια τους για την παραμονή εκεί, σε μια σειρά κατεβαίνουν το αρχαίο μονοπάτι προς την ιερή σπηλιά του αγίου. Ένα άλλο σημείο αναφοράς η «ομώνυμος τη των Νισυρίων νήσω» αρχαία Νίσυρος, ήταν κατά τον Στράβωνα στη θέση Παλάτια της Σαρίας, του νησιού που κάποτε ήταν ένα με την Κάρπαθο και όπου μέχρι πριν από 50 χρόνια είχε οικισμούς και ζωή μαζί με γεωργική παραγωγή κριθαριού και σιταριού. Δωριείς ήταν οι κάτοικοι της αρχαίας Νισύρου που τον 7ο αι. πια, καθώς δέχονταν επιθέσεις από Σαρακηνούς πειρατές, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το μέρος τους και να μετακινηθούν σε ασφαλέστερα σημεία. Σταδιακά έφτασαν και στο βουνό του καρπαθίτικου Ολύμπου, όπου έφτιαξαν την Όλυμπο-Έλυμπο όπως τη λένε συχνά.
Εκεί ψηλά έζησαν εν τέλει,προστατευμένοι αλλά με δυσκολίες και σε συνθήκες απομόνωσης. Μέχρι και πριν από μερικές δεκαετίες η πρόσβαση απαιτούσε θάρρος και τιτάνια προσπάθεια ακόμα και με αυτοκίνητο.
Ο ασφαλτόδρομος που από το προηγούμενο μεγάλο χωριό, τα Σπόα, οδηγεί στην Όλυμπο ολοκληρώθηκε όταν γεννήθηκαν τα παιδιά που τώρα πάνε γυμνάσιο.Όχι στο χωριό αλλά στην πρωτεύουσα της Καρπάθου, τα Πηγάδια, στη Ρόδο, την Αθήνα και τον Πειραιά, στην Αυστραλία ή τις Ηνωμένες Πολιτείες… Σε τούτα τα μέρη ξενιτεύτηκαν και φώλιασαν οι Ολυμπίτες για να αναθρέψουν καλύτερα και να σπουδάσουν τα μικρά τους. Λίγοι ήταν αυτοί που έμειναν να κρατούν ζωντανά τα ζώα και τις καλλιέργειες στην Όλυμπο, περισσότεροιήταν εκείνοι που έφυγαν και αφού μεγάλωσαν τα παιδιά τους ξαναγύρισαν να φτιάξουν το κάτι τις για τους τουρίστες, οι πιο πολλοί όμωςεπιστρέφουν μόνο τα καλοκαίρια για να ανοίξουν τα σπιτικά των παππούδων τους.
Αυτή την αγωνία για την αργή ερήμωση του χωριού από μόνιμους κατοίκους, αποτύπωσαν οι τοπικοί καλλιτέχνες, τα αδέλφια Χατζηβασίλη, ο Αντώνης, ο Μανώλης και ο Γιάννης στο άγαλμα της Ολυμπίτισσας που τοποθετήθηκε τέλη Ιουνίου στην είσοδο του χωριού. Η γυναίκα στέκεται πλάι σε δυο κίονες που αντιπροσωπεύουν την αρχαία ρίζα: τη Βροκούντα και την αρχαία Νίσυρο. Η μάνα της Ολύμπου, ντυμένη στο καβάι, την παραδοσιακή φορεσιά, και με στιβάνια, έχει το βρέφος με το σεντόνι στην πλάτη και κοιτάζει προς το χωριό της. Κολώνα στάθηκε η ίδια στην Ιστορία, τώρα όμως σιωπηλά διαμαρτύρεται για την αδιαφορία όσων θα μπορούσαν να βοηθήσουν, του κράτους π.χ. που αφήνει έναν τόπο με τέτοια παράδοση να μαραζώνει, μου είπε ο Γιάννης Χατζηβασίλης ετοιμάζοντας το άγαλμα στο εργαστήριο.
Περνώντας από το σημείο όπου τώρα στέκεται η Ολυμπίτισσα, ο γηραιότερος κάτοικος του χωριού Γιώργος Κανάκης αντέδρασε με ένα δάκρυ στην εικόνα της «κουρασμένης» αλλά «αγέρωχης» Ολυμπίτισσας αυτής που «εκράτησε τον τόπο», όπως είπε συγκινημένος.
Οι παλιές γυναίκες, αυτές που πράγματι κρατούσαν στο χέρι τους με πόνο αλλά και σθένος την επιβίωσή του φεύγουν σιγά σιγά και όσες μένουν δεν μπορούν πια να φέρνουν βόλτα πάνω κάτω τον δύσβατο οικισμό που απαιτεί ασκημένα πόδια για να τον διαβείς. Όταν άρχισα να γνωρίζω τους ανθρώπους κατάλαβα ότι θρήνησαν πολλές απώλειες γηραιότερων το τελευταίο διάστημα. Τα μαύρα του πένθους έρχονταν σε μεγάλη αντίθεση με το χρώμα που έχουν τα κεφαλομάντηλα, όπως τα βλέπεις στα μαγαζάκια ή στολισμένα στα σπιτικά. Προσωπικά, τα κουβαλούσα μέσα μου από παιδί και έτσι αποφάσισα να πάω στην Όλυμπο.
Απόγονος Μικρασιατών προσφύγων καθώς είμαι, δεν είχα χωριό να πάω τα καλοκαίρια ή το Πάσχα. Υποδεχόμουν όμως τους συμμαθητές μου και ήθελα να μάθω τα πάντα για τα νησιά και τους τόπους τους. Περιέργως, Καρπάθιους συμμαθητές δεν είχα. Πήγαιναν όλοι στο δημοτικό των… «Καρπαθίων». Τα Καρπάθια, όπως αποκαλούνταν από όλους, ήταν συνοικισμός στο Κερατσίνι. Αλήθεια δεν ξέρω αν υπήρχαν άντρες ή παιδιά εκεί στα Καρπαθίτικα (όπως ίσως θα έπρεπε να λέγονται σωστά), οι γυναίκες όμως ήταν μοναδικές, αξιοπρόσεκτες για τους σωστούς λόγους, τόσο που είχα χρέος να αποτίσω φόρο τιμής σε ό,τι αντιπροσώπευαν. Φορώντας καβάι προσαρμοσμένο στις ανάγκες της καθημερινότητας, ποδιές και κεφαλομάντηλα χειμώνα καλοκαίρι, συχνά με κλειστές παντόφλες αλλά κάποτε και με στιβάνια, έβγαιναν από το σπίτι για να φέρουν σε πέρας τις καθημερινές εργασίες. Δωρικές φυσιογνωμίες το δίχως άλλο. Μετρημένες στην κίνηση, ευγενικά κοφτές στον λόγο, εκφραστικά λιτές με ένα μειδίαμα σιγουριάς που καθώς φαίνεται οδηγούσε κάθε τους πράξη – ήταν αυτές που κρατούσαν τα σπιτικά όρθια όταν οι άντρες ξενιτεύονταν για δουλειά και μέχρι να τους ακολουθήσουν. Των γυναικών αυτών η πατρίδα άξιζε κάθε προσοχή. Πέρασαν χρόνια και ήρθε η ώρα να τις δω στον τόπο τους.
Έμειναν λίγες αλλά παραμένουν δυνατές («όσο αντέξουμε», μου είπε μια ηλιοκαμένη από τη δουλειά μέση ηλικίας) και σε γεμίζουν συγκίνηση. Πάνε ακόμα στα χωράφια, φροντίζουν τα ζώα, κρατούν το σπίτι τους, ράβουν και κεντούν τις φορεσιές τους, μαθαίνουν την τεχνολογία και κάνουν ένα σωρό πράγματα. Τώρα πια όμως φέρνουν στον κόσμο λιγότερα παιδιά.
Η Όλυμπος στα άκρα της κόβει την ανάσα στον ταξιδιώτη και στα μέσα τον τροφοδοτεί με οξυγόνο χαρίζοντάς του ξαφνιάσματα σε κάθε πέτρινη γωνιά. Στέκομαι στο σπίτι-μαγαζάκι της κυρίας Αννεζούλας Λεντάκη και παρατηρώ τη λεπτοδουλειά στις βαμβακερές κεντημένες πετσετούλες της· κατεβαίνω τα απότομα σκαλιά από την πλατεία και από τις διηγήσεις του Γιάννη στο Μουσείο Χατζηβασίλη μπροστά στα έργα του πατέρα του μου αποκαλύπτεται ένας θαυμάσιος λαϊκός καλλιτέχνης που τον αποκάλεσαν «Θεόφιλο του νοτίου Αιγαίου»· περπατώ προς βορρά και ξεπηδούν οι ανεμόμυλοι δίχως –ευτυχώς- να μου προκαλούν διάθεση να τους επιτεθώ ως άλλος Δοχ Κιχώτης· βηματίζω ανυπόμονα προς την κλειστή εκκλησία της Παναϊας και ο παπα-Γιάννης που ανοίγει επιτέλους με το κλειδί του, με την χαμηλή υποβλητική φωνή του με οδηγεί σε έναν κόσμο κατάνυξης και μου δείχνει θαυμάσιες απεικονίσεις εκκλησιαστικής τέχνης. Τα παλιά, τα ωραία… Αλλά και τα νέα, τα ωραιότερα.
Πονάει η ψυχή όταν βλέπεις μεγάλους να κουρνιάζουν κοντά στα παιδιάτους στις μεγαλουπόλεις του κόσμου για να φροντιστούν στα στερνά τους μακριά από τον απελευθερωτικό αγέρα της Ολύμπου, πεταρίζει όμως με αισιοδοξία όταν νέοι άνθρωποι επιστρέφουν και η ιστορία ξαναρχίζει.
Μια τέτοια περίπτωση είναι ο Φίλιππος Φιλιππάκης, που ανέλαβε το εμβληματικό καφενείο-εστιατόριο Parthenon με την διαρκή στήριξη των γονιών του, και ο Νίκος Νταής που άνοιξε ένα μαγαζάκι μέσα στο κέντρο και παίρνοντας ό,τι έχει ο τόπος -πέτρα, βότσαλο, ξύλο και άλλα υλικά- δημιουργεί. Και τους δύο τούς συνδέει η μουσική, αφού είναι οργανοπαίκτες. Ο Νίκος είναι και οργανοποιός έχοντας ολοκληρώσει σπουδές στο σπουδαίο Κέντρο Έρευνας Ελληνικού Παραδοσιακού Πολιτισμού «Σίμων Καράς».
Στο μαγαζί του Φιλίππου, η μάνα του η κυρά Μαρία μαγειρεύει και ο πατέρας του ο Νίκος τρέχει πάνω κάτω κάνοντας σέρβις, όταν όμως αποφασίζει να πιάσει την καρπάθικη λύρα και να παίξει μαζί με το γιο του η εικόνα αλλάζει. Στη μέση μιας παραδοσιακής σάλας με φόντο εκατοντάδες φωτογραφίες της ιστορίας της Ολύμπου και των γύρω χωριών από την ένωσή της με την Ελλάδα και εντεύθεν ο χρόνος σταματά. Αμέτρητα κλικ και στον τοίχο από τον παππού Φιλιππάκη, επαγγελματία φωτογράφο.
Σε κείνη την παύση αναλογίστηκα τι μπορεί να σημαίνει το γεγονός ότι η Κάρπαθος ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος μόλις το 1947, ότι έζησε σκληρή φασιστική ιταλική κατοχή κατά την οποία απαγορευόταν να ομιλείται η ελληνική γλώσσα και ότι με εξαίρεση το διάστημα 1828-1830 για πολλές εκατοντάδες χρόνια ήταν υπό την κατοχή ξένων κατακτητών. Πώς λοιπόν μπορεί κανείς να περιμένει από τους ανθρώπους της να είναι ανοιχτοί; Μετρημένοι επέλεξαν να είναι. Και να καλοδέχονται όσους όμορφα τους φέρονται. Τρεις φορές στάθηκα στο καφενείο και τρεις φορές κεράστηκα όχι μόνο κρητική ρακή αλλά και μουσική, μαντινάδες και ψυχή βαθιά. Κεράστηκα γνήσιους ανθρώπους δίχως φρου-φρου κι αρώματα. Το φρου-φρου το βρήκα μόνο στις δαντελίτσες από τα μαντηλάκια της Ολύμπου και τα αρώματα οδηγώντας μέσα από πευκοδάση προς τον προορισμό μου, περπατώντας στα χωράφια με το άγριο θυμάρι, κρεμασμένη από τα αμφιθεατρικά μπαλκονάκια όταν φύσαγε πουνέντης κι έφερνε ως τα ρουθούνια μου τη θάλασσα.