ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ

Δέκα κορυφαίοι σκηνοθέτες στις δέκα χειρότερες στιγμές τους

Ο Κρίστοφερ Νόλαν δίνει οδηγίες στον Τζον Ντέιβιντ Ουάσινγκτον στα γυρίσματα της ταινίας «Tenet», της χειρότερης στη μέχρι στιγμής καριέρα του Βρετανού σκηνοθέτη

Warner Bros.

Σε κάθε κλάδο και σε κάθε τομέα της ζωής, ακόμη και οι καλύτεροι μερικές φορές αποτυγχάνουν. Η λίστα που ακολουθεί δεν είναι απλά μια απαρίθμηση κακών ταινιών, αλλά ένας φόρος τιμής (από τον βρετανικό Independent) στις σπάνιες περιπτώσεις που σπουδαίοι σκηνοθέτες απλά... έκαναν λάθος.

Ρόμπερτ Άλτμαν, «Popeye» (1980)

Παρά το πολύ πετυχημένο καστ με τον Ποπάι – Ρόμπιν Γουίλιαμς και την Όλιβ – Σέλεϊ Ντιβάλ, η επιλογή του Ρόμπερτ Άλτμαν να γυρίσει ένα live action μιούζικαλ για τον σπανακοφάγο ναύτη των κόμικς ήταν ένα μεγάλο λάθος. Όταν πρωτοπροβλήθηκε το 1980, οι κριτικές ήταν τόσο κακές, που ο Άλτμαν – ένας από τους μεγαλύτερους Αμερικανούς σκηνοθέτες που υπήρξαν ποτέ – υποχώρησε δραστικά από το προσκήνιο του Χόλιγουντ για πάνω από μία δεκαετία, επιστρέφοντας τελικά στο mainstream το 1992 με τον «Παίχτη».

Αδελφοί Κοέν, «The Ladykillers» (2004)

Λίγες ταινίες ξεχωρίζουν τόσο αρνητικά μέσα σε μια σπουδαία φιλμογραφία όσο το «The Ladykillers» («Η συμμορία των πέντε»), το κακοσχεδιασμένο ριμέικ της κλασικής βρετανικής κωμωδίας των στούντιο Ίλινγκ από τους αδελφούς Κοέν. Ο Τομ Χανκς έχει, ομολογουμένως, την πλάκα του ως κακοποιός του αμερικανικού Νότου που χαχανίζει, αλλά η ταινία είναι πολύ κάτω από το επίπεδο των Κοέν, ενώ η στερεοτυπική απεικόνιση μαύρων και Ασιατών χαρακτήρων δεν βοηθάει την κατάσταση.

Φράνσις Φορντ Κόπολα, «Jack» ( 1996)

Οι καλύτερες ταινίες του Κόπολα είναι μερικές από τις καλύτερες στην ιστορία του κινηματογράφου: «Ο Νονός», «Αποκάλυψη τώρα», «Η συνομιλία», αριστουργήματα όλες τους. Αν κοιτάξει κάποιος όμως τις χειρότερες ταινίες του, είναι δύσκολο να πιστέψει ότι έγιναν από τον ίδιο άνθρωπο. Και στο σύνολο του ρεπερτορίου του Κόπολα, δεν υπάρχει πραγματικά τίποτα χειρότερο από το «Jack», τη γλυκανάλατη κωμωδία με πρωταγωνιστή τον Ρόμπιν Γουίλιαμς ως αγόρι στο σώμα ενός ενήλικου άντρα.

Ντέιβιντ Φίντσερ, «Alien 3» (1992)

Είναι κάπως ασυνήθιστο το γεγονός ότι η χειρότερη στιγμή του σκηνοθέτη του «Se7en», του «Fight Club», του «Zodiac», του «Gone Girl» κι ένα σωρό ακόμα καλών ταινιών, δεν είναι μόνο το ντεμπούτο του, αλλά και ένα μπλοκμπάστερ υψηλού προφίλ που απέφερε σχεδόν 160 εκατ. δολάρια. Μετά το εμβληματικό «Alien» του Ρίντλεϊ Σκοτ και το απροσδόκητα καλό «Aliens» του Τζέιμς Κάμερον, το «Alien 3» του Φίντσερ ήταν μια απογοήτευση σε όλους τους τομείς, που δεν μπορούσε να κρύψει τις αναταραχές που υπήρξαν στα γυρίσματα και γενικότερα στο παρασκήνιο της δημιουργίας του.

Ντέιβιντ Λιντς, «Dune» (1984)

Ο ανατρεπτικός κινηματογραφιστής πίσω από το «Μπλε βελούδο», το «Mulholland Drive» και το «Twin Peaks» έχει μια τεχνοτροπία τόσο μοναδική, που έγινε επίθετο βασισμένο στο όνομά του: «λιντσικός – ή – ό». Αλλά δεν υπήρχε κάτι ιδιαίτερα λιντσικό στο «Dune», τη μεταφορά του έπους φαντασίας του Φρανκ Χέρμπερτ που εκείνη την εποχή προσπάθησε να ανταγωνιστεί το «Star Wars» (μεγάλο λάθος). Δεκαετίες αργότερα, το βιβλίο του Χέρμπερτ δικαιώθηκε κινηματογραφικά από τον Ντενί Βιλνέβ με δύο επικές ταινίες το 2021 και το 2024.

Κρίστοφερ Νόλαν, «Tenet» (2020)

Σίγουρα υπάρχουν πολλά πράγματα να εκτιμήσει κανείς το «Tenet» του Νόλαν, ενός από τους σημαντικότερους δημιουργούς στον σύγχρονο κινηματογράφο. Οι σκηνές δράσεις είναι εκπληκτικές, ο Ρόμπερτ Πάτινσον απροσδόκητα καλός, η ακρίβεια δευτερολέπτου με την οποία όλα είναι σχεδιασμένα εντυπωσιάζει. Αλλά αυτή η περιπέτεια μυστηρίου με τα μπρος – πίσω στο χρόνο είναι ένα χάος, πολύ περίπλοκη και πολύ ανόητη για να κερδίσει την αγάπη του κοινού.

Σαμ Ράιμι, «Oz: The Great and Powerful» (2014)

Ο Σαμ Ράιμι δεν εκτιμήθηκε ποτέ πραγματικά από τους κριτικούς, σε σχέση με άλλους σύγχρονούς του σκηνοθέτες, αλλά υπάρχει λόγος που ο σκηνοθέτης των τριλογιών «Evil Dead» και «Spider-Man» έχει τόσο αφοσιωμένο κοινό. Η φιλμογραφία του περιλαμβάνει μερικές αληθινά πρωτότυπες, τεχνικά άψογες ταινίες – αλλά και κάποιες μετριότητες. Η χειρότερη από αυτές ήταν το «Oz: The Great and Powerful» («Οζ: Μέγας και παντοδύναμος») του 2014 , ένα εντελώς ανούσιο πρίκουελ του «Μάγου του Οζ», με The Wizard of Oz, με την πιο αδιάφορη ίσως ερμηνεία της καριέρας του Τζέιμς Φράνκο (και αυτό δεν είναι λίγο).

Μάρτιν Σκορσέζε, «Boxcar Bertha» (1972)

Ο Μάρτιν Σκορσέζε είναι αναμφίβολα ο σημαντικότερος εν ζωή Αμερικανός σκηνοθέτης, με μια εκπληκτική συνέπεια στην ποιότητα των ταινιών του. Για να βρει κανείς το πιο αδύναμο σημείο του πρέπει να πάει πολύ πίσω, στη δεύτερη μόλις ταινία του, το «Boxcar Bertha» («Ενάντια στη βία»), μια ταινία exploitation (εκμετάλλευσης) α λα «Μπόνι και Κλάιντ» με μηδενική αντοχή στο χρόνο. Όταν ο Σκορσέζε την έδειξε στον καθιερωμένο συνάδελφό του Τζον Κασσαβέτη, εκείνος τον κάλεσε στο γραφείο του και του είπε: «Μάρτι, έχασες έναν χρόνο από τη ζωή σου για μια βλακεία. Μην σε παρασύρουν αυτές οι ταινίες, προσπάθησε να κάνεις κάτι διαφορετικό». Η συμβουλή αυτή ενέπνευσε τον Σκορσέζε να γυρίσει τους «Κακόφημους δρόμους» το 1973 και από εκεί και πέρα βρήκε τον δρόμο του.

Στίβεν Σπίλμπεργκ, «1941» (1979)

Αν και έχει δοκιμαστεί σε πολλά διαφορετικά είδη κινηματογράφου, και παρόλο που πολλές ταινίες του έχουν στιγμές που χαμογελάς ή γελάς, η κωμωδία δεν ήταν ποτέ το φόρτε του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Δεν είναι τυχαίο που η χειρότερη ταινία του είναι μια θλιβερή φάρσα σκρούμπολ (είδος κωμωδίας που ευδοκίμησε στα χολιγουντιανά στούντιο από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 έως τα τέλη εκείνης του ΄40), η οποία διαδραματίζεται την εποχή του βομβαρδισμού του Περλ Χάρμπορ. Άλλος σκηνοθέτης, στην τρίτη μόλις ταινία του, πιθανότατα δεν θα επέστρεφε ποτέ από μια τέτοια αποτυχία. Αλλά εκείνος αμέσως μετά γύρισε τους «Κυνηγούς της Χαμένης Κιβωτού» (1981) και τον «E.T» (1982), πολύ απλά επειδή… είναι ο Σπίλμπεργκ.

Πέδρο Αλμοδόβαρ, «I’m so excited!» (2013)

Λίγοι σκηνοθέτες στο παγκόσμιο σινεμά δεσπόζουν τόσο πολύ στην κινηματογραφική φήμη της χώρας τους όσο ο Ισπανός Πέδρο Αλμοδόβαρ, ο ιδιοφυής δημιουργός ταινιών όπως οι «Γύρνα πίσω» και «Όλα για τη μητέρα μου». Γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 2010, ωστόσο, ο Αλμοδόβαρ πέρασε σε μια δύσκολη φάση, με περίεργο ψυχολογικό θρίλερ «Το δέρμα που κατοικώ» να ακολουθείται από την ανυπόφορη (κατά γενική ομολογία) κωμωδία «I'm So Excited» («Δεν κρατιέμαι»). Ευτυχώς, ξαναβρήκε το μεγαλείο του και έκτοτε βρίσκεται σε ένα «καυτό σερί».

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης