Η Ρένα Βλαχοπούλου με δικά της λόγια
Σαν σήμερα πριν από δώδεκα χρόνια, η Ρένα Βλαχοπούλου έφυγε από τη ζωή. Ήταν εφτά το απόγευμα της 29ης Ιουλίου 2004 όταν η πιο γήινη εκδοχή μιας ντίβας του θεάματος έριξε την αυλαία πίσω της σιγοψυθιρίζοντας μια μελωδία τζαζ.
Ετερόκλητη και ταλαντούχα, αδιάφορη για το γαϊτανάκι της δημοσιότητας και ερωμένη των τεχνών, βασίλισσα της τζαζ που αγαπήθηκε ως κωμικός στον κινηματογράφο που την αποθέωσε αυτή η ανεπανάληπτη κωμικός που ήταν ακόμη καλύτερη ως σόουγουμαν για όσους τυχερούς την είχαν απολαύσει επάνω στη σκηνή, η Ρένα Βλαχοπούλου γεννήθηκε το 1923 στην Κέρκυρα και έδωσε τις δικές της μάχες προτού καθιερωθεί στο θυμικό μας ως μια από τις πιο εξωφρενικά καλές κωμικούς που γνωρίσαμε ποτέ.
Πολύγλωσση (η Βλαχοπούλου μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά) και μοιραία στα ερωτικά της ακόμη και αν στην κινηματογραφική εκδοχή της άφηνε τις άλλες πρωταγωνίστριες να απολαμβάνουν το φλερτ η Ρένα Βλαχοπούλου ήταν μια γυναίκα που κατακτούσε μια τέχνη τη φορά.
Από τις σκηνές της τζαζ της Αμερικής στα 40s πέρασε στο θέατρο το καλοκαίρι του 1951 όταν έκανε την πρώτη της εμφανιστεί στο θέατρο ως ηθοποιός το 1952 όταν ο Βασίλης Μπουρνέλης, ένας από τους μεγαλύτερους επιχειρηματίες του μουσικού θεάτρου της δεκαετίας του ’50, την κάλεσε να τραγουδήσει ένα ντουέτο με την Μπελίντα στην επιθεωρήση «Βασίλισσα της νύχτας» στο θέατρο «Ακροπόλ».
Το 1956 κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, παίζοντας δίπλα στον Νίκο Ρίζο και τον Στέφανο Στρατηγό, στην πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» του Γιάννη Πετροπουλάκη και μια εμφάνιση της έγινε ορόσημο στην καριέρα της.
1962 και η συμμετοχή της στην «Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι, στο θέατρο «Μετροπόλιταν» γίνεται αφορμή να την προσέξει ο Γιάννης Δαλιανίδης και να την κάνει πρωταγωνίστρια του μιούζικαλ «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1963).
Ήταν το πρώτο μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη στον ελληνικό κινηματογράφο, η παρθενική απόπειρα του να μεταφέρει πιστά την ατμόσφαιρα και το στυλ των αμερικάνικων μιούζικαλ στον ελληνικό κινηματογράφο. Ο Φιλοποίμην Φίνος λέγεται ότι εμφανιζόταν διστακτικός για την προσθήκη της Ρένας Βλαχοπούλου στο καστ της ταινίας, αφού δεν τη θεωρούσε ιδιαίτερα εμπορική ωστόσο η επιμονή του Γιάννη Δαλιανίδη μας χάρισε στιγμές αμθολογίες, με ατάκες σαν αυτές.
ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ: Και δε μου λέτε κυρία Ρένα; Ε, να... εσείς... ήθελα να πω... έχετε γνωρίσει και άλλους άντρες εκτός απο μένα;
ΡΕΝΑ: Πολλούς άντρες.
ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ: Δηλαδή, τί πολλούς; Περισσότερους απο τρείς;
ΡΕΝΑ: Αχαχούχα... άμα ήτανε μόνο τρείς, θα καθόμουνα τώρα εγώ να ασχοληθώ για τρία αντράκια;
τρείς άντρες, ίσον τίποτα, χρυσέ μου.
ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ: Πέντε;
ΡΕΝΑ: Βάλε.
ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ: Δέκα;
ΡΕΝΑ: Βάλε.
ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ: Πενήντα;
ΡΕΝΑ: Βάλε.
ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ: Εκατό;
ΕΝΑ: Βγάλε έναν.
ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ: Χαίρετε!
ΡΕΝΑ: Στα τσακίδια!
Μετά όλα είναι ιστορία γεμάτη γέλιο. «Κάτι να καίει» (1963), «Ένα κορίτσι για δύο» (1963), «Η χαρτοπαίχτρα» (1964), «Κορίτσια για φίλημα» (1965), «Φωνάζει ο κλέφτη»ς (1965), «Η βουλευτίνα» (1966), «Ραντεβού στον αέρα» (1966), «Βίβα Ρένα» (1967), «Η ζηλιάρα» (1968), «Η Παριζιάνα» (1969), «Η θεία μου η χίπισσα» (1970), «Μια τρελλή, τρελλή σαραντάρα» (1970), «Ζητείται επειγόντως γαμπρός» (1971), «Μια Ελληνίδα στο χαρέμι» (1971), «Η Ρένα είναι οφσάιντ» (1972), «Η Κόμισσα της Κέρκυρας» (1972) είναι μερικές μόνο από τις ταινίες της που ακόμη και σήμερα αποδεικνύουν ότι η Ρένα Βλαχοπούλου ήταν μια υπερδύναμη γεμάτη συναίσθημα και ταλέντο.
Το 1995 βραβεύτηκε με το Αναμνηστικό Μετάλλιο Δημήτρη Ψαθά για την ερμηνεία της στη «Χαρτοπαίχτρα» του Ψαθά, στο θέατρο Μπρόντγουεϊ, ενώ το 2003 τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.
Ακολουθούν αποσπάσματα της ζωής της όπως την αφηγήθηκε η ίδια σε συνεντεύξεις της.
«Γεννήθηκα στην Κέρκυρα.
Οι γονείς μου ήταν από τη Μικρά Ασία. Άγιοι άνθρωποι. Κατόρθωσαν να αναθρέψουν τόσα παιδιά, χωρίς σχεδόν να έχουν τίποτα από περιουσία. Η υπομονή τους όμως ήταν τέτοια που ήθελαν να μας μεγαλώσουν χωρίς να μας λείψει τίποτα. Από μικρή ήμουν ένα παιδί όλο ζωντάνια. Ατίθαση, ζωηρή. Έπαιζα στις αλάνες της Κέρκυρας με τα άλλα παιδιά και πάντα σκαρφιζόμουν τρόπους για να με προσέχουν οι άλλοι. Πότε τραγουδούσα, πότε χόρευα, πότε έκλαιγα ψεύτικα. Πήγα λοιπόν σχολείο στο κεντρικό της Κέρκυρας, μεγάλωσα και αποφάσισα να ασχοληθώ με τη μουσική».
«Δυστυχώς, οι γονείς έφυγαν νωρίς από τη ζωή. Σκοτώθηκαν στον βομβαρδισμό της Κέρκυρας και δεν τους ευχαριστήθηκα όσο ήθελα. Τότε υπήρχε φτώχεια, δυστυχία. Έπρεπε να ζήσω και εγώ και τα αδέρφια μου. Έτσι, αποφάσισα να τρα-γουδήσω. Πρώτα σε κάποια μικρά κεντράκια της Κέρκυρας με διάφορα ελαφρά τραγουδάκια κι έπειτα άρχισα να λέω ευρωπαϊκά κομμάτια».
«Ήθελα ο κόσμος να με χειροκροτεί. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι κάποια μέρα οι θαυμαστές μου θα σήκωναν στα χέρια τους το αυτοκίνητο – στο οποίο επέβαινα στις τουρνέ μου». Το πρόσωπο της λάμπει από ευχαρίστηση. «Ήρθα λοιπόν στην Αθήνα από την Κέρκυρα κάπου το ’40 και η πρώτη μου δουλειά ήταν με τον Μίμη Τραΐφόρο στο βαριετέ της Οάσεως. Ο Μίμης, τότε εκτός από καλός συνθέτης, ήταν και καλός κονφερασιέ. Βγήκε λοιπόν ο Μίμης στη σκηνή του θεάτρου και απευθύνθηκε στο κοινό: “Απόψε, θα σας παρουσιάσω ένα μοναδικό ταλέντο. Μια θεο-κουκλάρα, μια μοναδική φωνή”. Εγώ λοιπόν έβλεπα που συνέχιζε να πλέκει το εγκώμιο μου και του φώναζα από τα καμαρίνια: “Σταμάτα, βρε και θα μας πάρουν με τις ντομάτες!”. Έτσι στάθηκα στη σκηνή και τραγούδησα τη “Χωριατοπούλα”.
Ο κόσμος με αποθέωσε. Είχα καλή φωνή. Το τραγούδι αυτό, κάπως παραλλαγμένο, το τραγούδησε και η Βέμπο και έγινε μεγάλη επιτυχία. Τότε στο πιάνο με συνόδευε ο Γιώργος Μυρογιάννης. Κάποια στιγμή ο άνθρωπος από τη μεγάλη επιτυχία που είχαμε μπερδεύτηκε και άρχιζε να παίζει ένα άλλο τραγούδι. Τι να έλεγα εγώ; Άρχισα λοιπόν μέχρι να τελειώσει το τραγούδι που έπαιζε ο Μυρογιάννης να τραγουδώ τους στίχους της “Χωριατοπούλας”. Το κοινό το κατάλαβε και άρχισε να γελάει. Έτσι κατάλαβα ότι θα μπορούσα να γίνω και ηθοποιός.
Βέβαια για να γίνεις ηθοποιός εκείνα τα χρόνια, έπρεπε να σε συστήσει κάποιος και αν ήσουν καλός, θα προχωρούσες και παραπέρα. Σιγά σιγά λοιπόν άρχισαν να έρχονται και οι πρώτες προτάσεις να δουλέψω σε θιάσους, πάντα όμως ως τραγουδίστρια... Μετά την Όαση, με προσέλαβαν στον θίασο του Μόντρεαλ. Εκεί συνεργαστήκαμε για πρώτη φορά και με τα Καλουτάκια, τη Φωφώ Λουκά και άλλους που μεσουρανούσαν τότε. Στον θίασο ήταν και η Σοφία Βέμπο. Τραγουδούσαμε μαζί το “Γλυκά μου μάτια”. Μεγάλη επιτυχία. Χαλασμός στο ακροατήριο. Εκεί έμεινα 2, 3 σεζόν.
Σπουδαία συνεργασία με τη Σοφία. Κάποια στιγμή, λοιπόν, στο θέατρο ήρθε να με ακούσει και ο Γιάννης’ Σπάρτακος και ξεκινήσαμε να κάνουμε” παρέα. “Θες να πεις κανένα τραγουδάκι δικό μου;”, πρότεινε. Δέχτηκα αφού ήξερα πόσο με λάτρευε. Έτσι μου έγραψε το “Βρέχει”, το “Νάνι νάνι”, το “Μπουμπούκι”. Δεν προλάβαμε να πάμε σε θίασο και τα τραγούδια ήταν γνωστά σε όλη την Ελλάδα. Οι δισκογραφικές δεν προλάβαιναν να εκδίδουν δίσκους. Στα μέσα του ’40 εγώ, ο Σπάρτακος, ο Ιταλός Πιέρο Λοβάτι πάμε στο θέατρο Πάνθεον. Επιτυχία! Τότε είναι που μου έγραψε και το περίφημο “Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη”. Το τραγούδι με έκανε γνωστή σε όλη την Ελλάδα».
«Γιάννης Σπάρτακος. Μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή μου. Συνεργαστήκαμε πολλά χρόνια. Το ’46 γυρίσαμε όλο τον κόσμο. Τουρκία, Βηρυτό, Περσία, Τεχεράνη, Αμερική. Όπου πηγαίναμε γινόταν χαλασμός. Με το “Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη” ο Γιάννης έκανε τεράστια καριέρα. Ήταν το πρώτο ελληνικό τραγούδι που έγινε παγκοσμίως γνωστό. Και στην Αμερική είχαμε μεγάλη επιτυχία. Στο Κάρνεγκι Χόλ τραγουδούσαν μεγάλα ονόματα. Ο Μοσχονάς, ο Γούναρης, ήταν η Φωφώ και η Ελένη Λουκά, ο Πέτρος Κυριάκος. Κάποια μέ¬ρα λοιπόν που ήμασταν κι εμείς εκεί, δόθηκε μια παράσταση για τα παιδιά του απόδημου ελληνισμού. Μεγάλο σουξέ. Όλη η Αμερική μιλούσε για μας. Α
νάμεσα στο πλήθος, ήταν και ένας Εβραίος ιμπρεσάριος. Στην Αμερική έμεινα 6 χρόνια. Τραγου¬δούσα τζαζ. Ήθελε λοιπόν αυτός ο ιμπρεσάριος να κάνω άλλη μια παγκόσμια τουρνέ. Είχα κουραστεί. Δεν μπορούσα να συνεχίσω. Ο Σπάρτακος ήθελε. Του είπα, να επιστρέψουμε για λίγο στην Ελλάδα και έπειτα να συνε¬χίσουμε. Όταν ήρθα όλοι με αποκαλούσαν “βασίλισσα της τζαζ”. Ήταν κάτι το καταπληκτικό».
«Μέχρι το ’54, μόνο τραγουδούσα και τίποτε άλλο. Κάποια στιγμή στο θέατρο της Βέμπο, σε μια παράσταση των Τραϊφόρου Θεοφανίδη, μου έδωσαν ένα μικρό νουμεράκι να κάνω παράλληλα με τα τραγούδια που έλεγα. Ήμουν μαζί με τον Σταυρίδη στο. νούμερο “Κάνε μου τέτοια”. Ντρεπόμουν να βγω στη σκηνή με νούμερο. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα γίνω ηθοποιός. Απλά έτυχε να με δουν. Πίστεψαν οπό την αρχή ότι είμαι καλή, εγώ δεν το πίστευα. “Ρε συ, Μίμη, τι να σου πω. Φοβάμαι πως δεν θα τα καταφέρω”, εκμυστηρεύτηκα στον Τραϊφόρο. Ο κόσμος χειροκροτούσε για να βγω στη σκηνή. Εγώ δεν έβγαινα ώσπου με έσπρωξε στη σκηνή ο Τραϊφόρος. Έτσι βγήκα. Και καθιερώθηκα πλέον ως ηθοποιός».
«Το ’56 ήρθε και η πρώτη πρόταση για κινηματογράφο. Αφού είχα περάσει και από το “Ακροπόλ” και από άλλα θέατρα της εποχής, με φώναξαν να κάνω μια Κερκυραία, η οποία εγκαταλείπει το νησί της και πάει στην Αθήνα. “Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες” ο τίτλος της ταινίας. Δεν διαφημίστηκε πολύ. Παρ’ όλα αυτά ο κόσμος με είχε αγαπήσει από τη μουσική, οπότε η ταινία, αν και δεν είχε τις κατάλληλες προδιαγραφές, γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Κόψαμε 100.000 εισιτήρια. Η μία ταινία διαδεχόταν την άλλη».
«Δεν έτυχε να παίξω ποτέ δράμα. Με έβλεπαν όλοι ως κωμική ηθοποιό και απορούσα γιατί. Ποτέ δεν μου εξήγησε κανείς τον λόγο».
«Τους σεβάστηκα όλους τους συναδέλφους μου και γι’ αυτό πιστεύω πως δεν θα μπορεί κανείς να πει κακή κουβέντα, όταν φύγω. Τέλειωνα τα γυρίσματα και πήγαινα σπίτι μου. Με προσκαλούσαν σε πάρτι αλλά δεν πήγαινα πουθενά. Ετσι μεγάλωσα από τα παιδικά μου χρόνια. Δουλειά σπίτι, σπίτι δουλειά... Δεν θα ξεχάσω ποτέ που δουλεύαμε με τον Αυλωνίτη στο θέατρο για αρκετές σεζόν. Εγώ, λοιπόν, έβλεπα τον Βασίλη να φεύγει από το θέατρο με την τσέπη γεμάτη χρήματα και να πηγαίνει στον Ιππόδρομο. “Βρε Βασιλάκη, δουλεύεις σκληρά. Κράτα τα λεφτά σου για τα γηρατειά”, του έλεγα. “Τι είναι η ζωή Ρενάκι μου, τι είναι ο άνθρωπος;”, μου απαντούσε και λυνόμασταν στα γέλια. Συμβουλεύω λοιπόν τους νέους να ζουν με σύνεση. Όλα θα γυρίσουν εναντίον τους».
«Δεν έχω τιμηθεί... Αλλά αφού δεν με σκέφτηκαν αυτοί, εγώ θα τους το θυμίσω;»
«Κάποτε έλεγαν πως για εμένα και τον Αλεξανδράκη θα κλάψει όλη η Ελλάδα αν θα πεθάνουμε. Και εγώ όταν το άκουγα τους απαντούσα: “άμα πεθάνουμε, κάντε ό,τι θέλετε!”»
«Δεν ήμουν η ωραία, δεν ήμουν η απρόσιτη. Ήμουν η Ρένα. Ωραία ήταν η Αλίκη, η Τζένη εγώ ήμουν η Ρένα τους. Και δεν ήθελα κάτι παραπάνω».
«Στην ζωή μου ξεχνάω τα πάντα. Ποτέ δεν σκέφτομαι το χθες. Με κουράζει να το σκεφτώ. Να σκεφτώ τι έκανα μικρή. Μια τρελή κοπέλα ήμουν. Δεν μου άρεσαν τα γράμματα καταρχήν. Ανήσυχο πλάσμα ήμουν. Τι ξύλο έχω φάει μόνο ένας θεός το ξέρει. Πάντα με έχανε η μάνα μου. Από εφτά χρονών ήμουν τραγουδίστρια. Ήμουν και τρομερά ψεύτρα μικρή. Παραμυθατζού. Από μικρή έλεγα ότι ήρθαν κάποιοι πλούσιοι από την Αμερική και θέλουν να με κάνουν παιδί τους».
«Βασανίσθηκα 50 χρόνια και τι έκανα; Ένα μέτριο σπίτι, διαμέρισμα και δούλευα νυχθημερόν. Αλλά δεν το μετάνιωσα».
Αποσπάσματα από τη συνέντευξη της Ρένας Βλαχοπούλου στον Νίκο Νικολίζα.