Η ιστορία πίσω από τον «Μπαμπούλα», τη νέα ταινία από βιβλίο του Στίβεν Κινγκ
Ανανεώθηκε:
Ο Στίβεν Κινγκ είναι αναμφίβολα ένας συγγραφέας που γράφει πιο πολλά βιβλία απ’ όσα μπορούν να… καταναλώσουν οι αναγνώστες. Μιλάμε για 65 μυθιστορήματα (μέχρι σήμερα), 5 βιβλία non fiction και κάπου 200 διηγήματα που έχουν δημοσιευτεί σε συλλογές.
Ένα από αυτά τα διηγήματα αποτελεί την έμπνευση πίσω από την ταινία «Ο Μπαμπούλας» που προβάλλεται αυτές τις ημέρες στους ελληνικούς κινηματογράφους.
Το διήγημα «The Boogeyman» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 1973 στο περιοδικό «Cavalier» και το 1978 συμπεριλήφθηκε στη συλλογή «Νυχτερινή Βάρδια». Όταν το έγραψε ήταν 25 ετών και δεν είχε αναπτύξει αρκετά τη φαντασία και τις λογοτεχνικές του δεξιότητες, κάτι που είναι εμφανές στις 16 σελίδες του κειμένου (το διαβάσαμε στη μετάφραση της Γιάννας Αναστοπούλου, εκδόσεις «Το Κλειδί» – Λιβάνη, 1992).
Το διήγημα «Ο Μπαμπούλας»
Στο διήγημα η ιστορία εκτυλίσσεται στο γραφείο του ψυχιάτρου Δρ. Χάρπερ, όπου ο ασθενής Λέστερ Μπίλινγκς αφηγείται τις «δολοφονίες» των τριών παιδιών του, για τις οποίες νιώθει ο ίδιος υπεύθυνος.
Τα δύο πρώτα παιδιά του έκλαιγαν τη νύχτα στα κρεβάτια τους όταν έσβηνε το φως, και παραπονιόντουσαν για τον μπαμπούλα που κρυβόταν στην ντουλάπα. Ο Μπίλινγκς επέμενε να τα αφήνει στο σκοτάδι για να σκληραγωγηθούν, και δεν τα άφηνε να έρθουν στο κρεβάτι που μοιραζόταν με τη σύζυγό του, Ρίτα.
Ένα βράδυ που ο τρίχρονος γιος του ούρλιαξε μέσα στη νύχτα, έτρεξε στο δωμάτιό του και τον βρήκε ανάσκελα στο κρεβάτι, λευκό σαν πανί και με τα μάτια ορθάνοιχτα. Η νεκροψία έδειξε σύνδρομο αιφνίδιου θανάτου.
Ένα χρόνο μετά στο έβαλαν στο ίδιο δωμάτιο την κόρη τους. Και εκείνη παραπονιόταν για τον μπαμπούλα μέχρι που τη βρήκαν νεκρή.
«Ήταν μαύρη. Κατάμαυρη. Είχε καταπιεί τη γλώσσα της κι ήταν μαύρη σαν αράπης και με κοίταζε. Τα μάτια της… έμοιαζαν με τα μάτια που βλέπεις στα βαλασαμωμένα πουλιά, γυαλιστερά και φριχτά, σαν ζωντανοί βόλοι… Και μου έλεγαν: μ’ έπιασε, μπαμπά, τ’ άφησες και μ’ έπιασε, με σκότωσες, το βοήθησες να με σκοτώσει…»
Η νεκροψία αυτή τη φορά έδειξε εγκεφαλικό σπασμό. Έναν χρόνο αργότερα, η Ρίτα έμεινε ξανά έγκυος και αποφάσισαν να μετακομίσουν σε άλλη γειτονιά. Γεννήθηκε ο μικρός Άντι και για ένα χρόνο όλα ήταν ήσυχα. Αλλά μετά ό Μπίλινγκς άρχισε να σκέφτεται συνεχώς τον μπαμπούλα.
«Άρχισα να πιστεύω ότι μας είχε χάσει για λίγο καιρό, όταν μετακομίσαμε. Αναγκάστηκε να γυροφέρνει, να περιφέρεται στους δρόμους τις νύχτες κι ίσως να χώνεται στους υπονόμους. Έψαχνε να μας βρει με τη μυρωδιά. Πέρασε ένας χρόνος, αλλά μας βρήκε. Γύρισε. Ήθελε τον Άντι, αλλά κι εμένα»
Ο Άντι κοιμόταν δίπλα στο κρεβάτι τους, αλλά όταν η Ρίτα αναγκάστηκε να λείψει λίγες μέρες από το σπίτι για να φροντίσει τη μητέρα της, ο Μπίλινγκς μετέφερε το δίχρονο παιδί σε άλλη κρεβατοκάμαρα. Από την πρώτη κιόλας νύχτα ο Άντι έμπηξε τις φωνές κι εκείνος έτρεξε στο δωμάτιο.
«Τον είχε πιάσει! Τον ταρακουνούσε… Τον ταρακουνούσε όπως ένα σκυλί τινάζει ένα κομμάτι πανί και είδα ένα πράγμα με φριχτά καμπουριασμένους ώμους και κεφάλι σαν σκιάχτρου και μύρισα κάτι σαν ψόφιο ποντίκι σε μπουκάλι αναψυκτικού και άκουσα… Άκουσα το λαιμό του Άντι να σπάει»
Ο Μπίλινγκς το έβαλε στα πόδια και γύρισε σπίτι τα ξημερώματα για να βρει το παιδί νεκρό στο πάτωμα. Η αφήγησή του τελειώνει και το διήγημα ολοκληρώνεται μετά από λίγο, με μια ανατροπή που δεν θα αποκαλύψουμε, αλλά έχει σχέση με την ντουλάπα στο γραφείο του Δρ. Χάρπερ. Μπορείτε να διαβάσετε την ιστορία στη «Νυχτερινή βάρδια» ή να δείτε στο YouTube την ταινία μικρού μήκους του 1982 που την αποδίδει αρκετά πιστά.
Η ταινία «The Boogeyman» του Τζεφ Σίρο, γυρισμένη με ελάχιστα χρήματα, είναι η πρώτη μεταφορά του «Μπαμπούλα» στην οθόνη και έγινε εφικτή χάρη σε μια έξυπνη πρωτοβουλία του ίδιου του Στίβεν Κινγκ.
Τα «Μωρά του Δολαρίου»
Όταν κυκλοφόρησε η «Νυχτερινή Βάρδια» ο Κινγκ ήταν ήδη αναγνωρισμένος συγγραφέας και είχε γράψει μερικά από τα καλύτερα βιβλία του: το «Κάρι» του 1974, το «Σάλεμς Λοτ» του 1975 και τη «Λάμψη» του 1977. Η «Κάρι» μάλιστα είχε γίνει επιτυχημένη ταινία το 1976 από τον Μπράιαν Ντε Πάλμα, και πολλοί σπουδαστές κινηματογράφου, όταν διάβασαν τα διηγήματα της «Νυχτερινής Βάρδιας» άρχισαν να του ζητούν την άδεια να τα γυρίσουν σε ταινίες μικρού μήκους.
Ο Κινγκ τότε συνέλαβε την ιδέα μιας συμφωνίας που ονόμασε «Μωρό του δολαρίου» (Dollar Baby). Όποιος σπουδαστής ήθελε να γυρίσει σε ταινία ένα διήγημα (όχι μυθιστόρημα) του Κινγκ, θα έπρεπε να του καταβάλει ένα δολάριο και να του στείλει την τελειωμένη ταινία σε φιλμ ή βιντεοκασέτα. Μετά την ολοκλήρωση της ταινίας τα δικαιώματα θα επέστρεφαν στον συγγραφέα, ο οποίος έπαιρνε τις βιντεοκασέτες και τις τοποθετούσε σε ένα ράφι (που αργότερα έγινε ολόκληρη βιβλιοθήκη) στο οποίο είχε βάλει την ταμπέλα «Μωρά του δολαρίου».
Ανάμεσα στους σπουδαστές που γύρισαν «Μωρά του δολαρίου» ήταν και ο νεαρός Φρανκ Ντάραμποντ, που είχε επιλέξει τη «Γυναίκα στο Δωμάτιο» από τη «Νυχτερινή Βάρδια». Αρκετά χρόνια μετά, ως καταξιωμένος σκηνοθέτης, ο Ντάραμποντ γύρισε τρεις ταινίες βασισμένες σε βιβλία του Κινγκ: «Η Ομίχλη», «Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ» και «Το Πράσινο Μίλι» – οι δύο τελευταίες μάλιστα ήταν υποψήφιες για πολλά Όσκαρ.
Η νέα ταινία
Από τη «Νυχτερινή Βάρδια» έχουν προκύψει μέχρι σήμερα 10 «Μωρά του δολαρίου», 6 κινηματογραφικές ταινίες και 5 τηλεταινίες ή επεισόδια σειρών ανθολογίας.
Οι ταινίες είναι οι ακόλουθες: «Ο δολοφόνος με το δρεπάνι» (1984, από το διήγημα «Τα Παιδιά του Καλαμποκιού»), «Το μάτι της γάτας» (1985, από το ομώνυμο διήγημα), «Maximum Overdrive» (1986, από το διήγημα «Οι Νταλίκες»), «Βάρδια στα Έγκατα της Γης» (1990, από το διήγημα «Η Βάρδια του Νεκροταφείου»), «Στα Γρανάζια της Φρίκης» (1995, από το διήγημα «Το Μάγκανο») και, φέτος, «Ο Μπαμπούλας».
Για να διασκευαστεί μια ιστορία 16 σελίδων σε μια ταινία 99 λεπτών, προφανώς οι δημιουργοί θα πρέπει να της… αλλάξουν τα φώτα. Στο σενάριο των Σκοτ Μπεκ, Μπράιαν Γουντς και Μαρκ Χέιμαν που σκηνοθέτησε ο Ρομπ Σάβατζ, η δράση μεταφέρεται στο σπίτι του Δρ. Χάρπερ (Κρις Μεσίνα) και κεντρικοί ήρωες της ιστορίας είναι οι κόρες του Σάντι (Σόφι Θάτσερ) και Σόγιερ (Βίνιαν Λίρα Μπλερ). Μετά τον θάνατο της μητέρας τους, τα κορίτσια δεν έχουν πια την προσοχή ούτε τη φροντίδα του συντετριμμένου πατέρα τους. Και όταν ο Λέστερ Μπίλινγκς (Ντέιβιντ Νταστμάλκιαν) μπει αναπάντεχα στο σπίτι τους ζητώντας τη βοήθεια του Δρ. Χάρπερ, φέρνει μαζί του τον γνωστό… μπαμπούλα.
Δεν τα κατάφεραν άσχημα πάντως, καθώς η ταινία που προοριζόταν αποκλειστικά για πλατφόρμα streaming, μετά από τις πολύ επιτυχημένες δοκιμαστικές προβολές της έκανε τελικά πρεμιέρα στους κινηματογράφους. Ενώ άρεσε και στον ίδιο τον Στίβεν Κινγκ, που όταν έχει πρόβλημα με μία διασκευή έργου του, το λέει (για δεκαετίες ολόκληρες επαναλάμβανε ότι δεν του άρεσαν αυτά που έκανε ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ στη «Λάμψη» του).
Όπως εξηγεί ο σκηνοθέτης του «Μπαμπούλα», Ρομπ Σάβατζ, στο περιοδικό Total Film, μετά τις δοκιμαστικές προβολές αποφάσισαν να δείξουν την ταινία και στον Κινγκ. Νοίκιασαν τον αγαπημένο κινηματογράφο της γειτονιάς του μόνο για εκείνον, και έκαναν μια πριβέ προβολή.
«Μας έστειλε ένα υπέροχο κείμενο, σχεδόν ολόκληρο δοκίμιο, για το πόσο απόλαυσε την ταινία. Και την επόμενη μέρα βρήκα ένα email από εκείνον, που έλεγε ότι ακόμη τη σκεφτόταν. Αλλά το καλύτερο που είπε για την ταινία ήταν: “Θα είναι ηλίθιοι αν τη βγάλουν σε streaming και όχι στα σινεμά”».