Κάτι πλούσιοι στο Ντουμπάι και κάτι φτωχοί στο Love Island: Σε ποιον κόσμο μάς πάνε τα ριάλιτι;
Στις πρώτες 10 θέσεις των εκπομπών που παρακολουθεί το πανελλήνιο στο Netflix, είναι και μια σειρά που λέγεται Dubai Bling. Όχι, να τη δείτε παρακαλώ, δεν θα τους κάνω μόνο εγώ αυτούς τους ηρωισμούς.
Εκεί, λοιπόν, στη σειρά που αυτοδιαφημίζεται ως το «πρώτο αραβικό ριάλιτι», παρακολουθούμε κάτι υπερπλούσιους, οι οποίοι ξοδεύουν τα υπερπλούσια λεφτά τους με υπερπλούσιους τρόπους και τσακώνονται διαρκώς μεταξύ τους για εντελώς ακαθόριστους λόγους.
Κι όλο αυτό επί σειρά επεισοδίων, στα οποία δεν συμβαίνει απολύτως τίποτε, πέρα από μια αδιανόητη εξτραβαγκάνζα σπατάλης.
Δεν είναι νέο, βέβαια, ότι υπάρχουν υπερπλούσιοι άνθρωποι στον κόσμο, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθείς τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος όταν έχει ουρανομήκεις περιουσίες και αντιστρόφως ανάλογη αισθητική και συναίσθηση.
Ουπς. Η αισθητική είναι σχετικό πράγμα Μαρία, ναι εντάξει...
Το Dubai Bling είναι εθιστικό. Όπως και κάθε τι το αποκρουστικό στην πραγματικότητα. Δεν ξέρω, θα πρέπει να μας το εξηγήσουν ψυχίατροι αυτό, αλλά ως είδος δείχνουμε μια φυσική ροπή στα πράγματα που υποτίθεται ότι δεν μας αρέσουν, αρκεί να είναι υπερβολικά. Ηδονιζόμαστε με την υπερβολή. Ίσως τη χρειαζόμαστε για να στοιχειοθετήσουμε τη δική μας κόντρα-άποψη, ίσως πάλι για να αισθανθούμε πιο ανακουφισμένοι στη δική μας μετριοπάθεια.
Οι πρωταγωνίστριες του Dubai Bling έτοιμες για μια απλή καθημερινή βόλτα. Κι αυτό είναι μια ήπια εκδοχή, χωρίς υπερβολή.
Κι εδώ η υπερβολή χτυπάει τιλτ: όλη η σειρά είναι ένας διαρκής διαγωνισμός, ποιος θα ξεπεράσει τον άλλον σε υπερβολή κάθε είδους. Οι άντρες επαίρονται διαρκώς για τα οικονομικά, κοινωνικά και επαγγελματικά τους κατορθώματα, οι γυναίκες ξυπνάνε ντυμένες με Σανέλ head to toe, όλους είναι αμφίβολο εάν θα τους αναγνώριζε η μαμά τους από τις πλαστικές επεμβάσεις και τους τόνους μέικ απ και συζητάνε μονίμως για ένα πράγμα: Πώς θα ξοδέψουν (κι άλλα) λεφτά. Σε άσκοπα πράγματα.
Της μίας τής παίρνει ο άντρας της ένα εξωπραγματικό διαμέρισμα δώρο στα γενέθλιά της και αυτή ξυνίζει: «Μμμμ. Κι άλλο σπίτι; Τι να το κάνω;», λέει στις -γεμάτες κατανόηση- φίλες της.
Κι εσύ, στο δυτικό κόσμο, που πιθανώς δεν έχεις καν σπίτι, ή κι αν έχεις ζορίζεσαι να πληρώσεις το ρεύμα του, κοιτάς χαζεμένος την επάνοδο του νεοπλουτισμού, αυτού που έρχεται από κάτι τέως εξωτικά μέρη και γελάει αυτάρεσκα στα μούτρα σου...
«Μα, δεν είχαμε ξεμπερδέψει με όλα αυτά;», αναρωτιέσαι κι ανοίγεις άλλο ένα σακουλάκι πατατάκια στον καναπέ του ΙΚΕΑ, όσο η κυρία στην οθόνη ξεπακετάρει το μισό Λουί Βιτόν.
Η δυσμορφία της υπερβολής
Αυτό που παρατήρησα στη σειρά, μετά από 2-3 επεισόδια, είναι ότι όλα αυτά και κυρίως όλοι αυτοί, δείχνουν στην οθόνη πολύ άσχημοι. Ενώ δεν είναι. Έκανα μια υποσημείωση σ' αυτό και πήρα το τηλεοπτικό αεροπλάνο για την Τενερίφη, όπου γυρίζεται το ελληνικό ριάλιτι Love Island, το οποίο υποτίθεται ότι δεν τα πήγε και τόσο καλά, ή συγκέντρωσε πολλές διαμαρτυρίες και τέλος πάντων για κάποιον απ' αυτούς τους λόγους κόβεται ή θα κοπεί.
Στο Love Island επίσης όλοι φαίνονται άσχημοι. Ενώ δεν είναι. Ακόμη και η Ηλιάνα Παπαγεωργίου που το παρουσιάζει, υπάρχουν κάποια πλάνα στα οποία δείχνει σχεδόν δυσμορφική, κάτι που ξέρουμε ότι δεν ισχύει στην πραγματικότητα, είναι μια πολύ όμορφη γυναίκα, με τα αισθητικά δεδομένα της εποχής μας τουλάχιστον.
Στο Love Island, πέρα από τις ενστάσεις που παρουσιάστηκαν επί του περιεχομένου (κάτι άνθρωποι πάνε για να γίνουν ζευγάρια με άλλους ανθρώπους και το πιο «πετυχημένο» ζευγάρι να κερδίσει), η υπερβολή είναι άλλου επιπέδου.
Κι εδώ οι γυναίκες κυκλοφορούν από το πρωί με 12ποντο και τουαλέτες, μόνο που όλα αυτά δεν είναι Σανέλ. Τίποτε δεν είναι «Σανέλ». Ούτε φυσικά το περιεχόμενο της σειράς. Θαρρείς μερικές φορές ότι η χαμηλή ποιότητα είναι εγγενές μέρος των τεκταινομένων και το μόνο που επιχειρείται να υπερτονιστεί είναι το λεγόμενο sexyness. Το οποίο ταυτίζεται εδώ με τη χαμηλή ποιότητα. Όπως και σε όλα τα συναφή ριάλτι της ελληνικής και όχι μόνο τηλεόρασης. Λες και η λεωφόρος για τον πλούτο και τη διασημότητα περνάει αναγκαίως από τη φτήνεια.
Για κάποιον λόγο, ακόμη κι αν είναι καλής ποιότητας όλα αυτά που βλέπουμε, δεν καταφέρνουν, δεν θέλουν άλλωστε, να περάσουν ως τέτοια. Βέβαια, και τα Σανέλ στο Ντουμπάι, κάτι ρούχα σαν γιγαντιαίες μπομπονιέρες, στο τέλος λειτουργούν αποτρεπτικά: Αν είναι να δείχνω έτσι, καλύτερα που δεν μπορώ να αγοράσω Σανέλ.
Εγώ αν ήμουν η Σανέλ θα τους έκανα μήνυση όλων αυτών και ασφαλιστικά μέτρα. Άλλο που η Σανέλ πλέον πουλάει μόνο σε τέτοιους.
Όλη αυτή η μη συγκρίσιμη υπερβολή και στις δύο περιπτώσεις φέρνει ένα παράξενο αποτέλεσμα: Δημιουργεί ανθρώπινες καρικατούρες, βγαλμένες μέσα από διαγωνισμό αισθητικής κακοποίησης του είδους μας. Πλούσιοι και μη κακοποιούν δημοσίως εαυτούς απλώς με διαφορετικό σκοπό και με διαφορετικό τρόπο.
Κατά τα άλλα, στο μεν Ντουμπάι οι άνθρωποι στήνουν καυγάδες για να κάνουν λίγο πιο ενδιαφέρουσα σε όλους εμάς την αφόρητα πληκτική υπερπλούσια ζωή τους, στο δε Love Island προσποιούνται έρωτες και αιώνιες αγάπες των πέντε επεισοδίων προκειμένου να γίνουν γνωστοί και να βγάλουν χρήματα.
Η πλήξη είναι ο κοινός τόπος: Ούτε οι μεν ούτε οι δε έχουν κάτι έστω και ελάχιστα ενδιαφέρον να μας πουν. Δεν γίνεται ούτε μισή συζήτηση που να μην είναι απόλυτα αυτοαναφορική και πιο ρηχή κι από τις τροπικές παραλίες τις οποίες έχουν ως φόντο οι σειρές.
Σε ποιον κόσμο θέλουν να μας πείσουν όλοι αυτοί ότι ζούμε;
Θα πείτε, δεν πάνε στα ριάλιτι ούτε οι πρωταγωνιστές, αλλά ούτε και οι τηλεθεατές για να λύσουν τα παγκόσμια προβλήματα. Σωστό. Όμως, ποιος άνθρωπος ζει όλη του τη ζωή ασχολούμενος όλη μέρα με τη σωστή προσθετική βλεφαρίδα;
Αναρωτήθηκα πολλές φορές γιατί να πάνε οι πλούσιοι στα ριάλιτι. Στο Love Island ξέρουμε το κίνητρο. Στους άλλους, του Ντουμπάι, όμως, όχι ακριβώς.
Οι υπερπλούσιοι του Ντουμπάι, λοιπόν, σε έναν κόσμο στον οποίο πλέον θαυμάζουμε τον Μπιλ Γκέιτς που τρώει Μακντόναλντς στο όρθιο και τον Πρόεδρο της τάδε δυτικής χώρας που πάει στη δουλειά του με το μετρό, μας διακτινίζουν σε μια άλλη χωροχρονική διάσταση, πρωτύτερη όλων αυτών.
Τότε, στη δεκαετία του '90, ας πούμε, που νομίζαμε ότι δεν υπήρχε καμία κρίση, παγκόσμια ή τοπική, νομίζαμε ότι ο πλανήτης δεν κινδύνευε από την καύση άνθρακα και το τσιμέντωμα, η λέξη βιωσιμότητα ήταν άγνωστη και το μόνο που μας ένοιαζε είναι τι φοράμε, που τρώμε και με ποιον τα 'χουμε ή τα χαλάσαμε.
Τότε που και στην ελληνική τηλεόραση κυριαρχούσε το κάθε λογής «Ερωτοδικείο» και κυρίαρχο θέμα συζήτησης στη δημόσια σφαίρα και τα δελτία ειδήσεων ήταν το διαζύγιο του Τόλη και της Τζούλιας.
Στο σήμερα που είναι εντελώς διαφορετικό, εμείς θέλουμε να «ξεχαστούμε» και να διασκεδάσουμε, επιστρέφοντας σε εκείνον τον κόσμο; Εμείς, το κοινό εννοώ.
Είναι όλο αυτό μια χρονομηχανή που σε πάει πίσω στην τελευταία περίοδο που αισθανόσουν κάπως ασφαλής, όχι τόσο φτωχός και γαλήνια επιφανειακός και επουσιώδης; Ίσως.
Μην περιμένετε να σας πω αν είναι καλό ή κακό όλο αυτό, στην τελική ανάλυση δεν είμαι κριτής των πάντων, καθένας ας χρησιμοποιήσει την κρίση του και ας βλέπει ό,τι θέλει.
Αυτό που ξέρω είναι ότι ένας κόσμος στον οποίο οι πλούσιοι για να ξεχωρίσουν πρέπει να γίνονται εγκληματικά σπάταλοι και οι φτωχοί για να ξεχωρίσουν πρέπει να γίνονται εγκληματικά φτηνοί, δεν είναι ο κόσμος μας.
Ζήσαμε, εξάλλου, σ' αυτόν τον κόσμο και αποφασίσαμε να τον αφήσουμε πίσω μας. Διανύσαμε χιλιόμετρα και μάθαμε τα μαθήματά μας με τον πολύ δύσκολο τρόπο προκειμένου να γίνουμε ένας κόσμος πολύ καλύτερος απ' αυτόν. Πιο ενσυναισθητικός. Λιγότερο κενός, γκροτέσκος και ναρκισσιστικός.
Ή μήπως τελικά όχι;