ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ

Από το «Maestro» ως το «The Sinner»: Το χάος ανάμεσα στην όμορφη τηλεόραση και την καλή τηλεόραση

Από το «Maestro» ως το «The Sinner»: Το χάος ανάμεσα στην όμορφη τηλεόραση και την καλή τηλεόραση

Τις τελευταίες μέρες είδα δύο πράγματα: Τον τέταρτο κύκλο του «The Sinner» στο Netflix και το πρώτο επεισόδιο του «Maestro», της νέας σειράς του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, η οποία παίζεται στο Mega.

Η υπόθεση και των δύο σειρών τοποθετείται σε ένα μικρό νησί. Βασικοί χαρακτήρες και στις δύο, μια νέα γυναίκα και ένας μεσήλικας άντρας. Κι εδώ τελειώνουν οι ομοιότητες.

Πρώτα απ' όλα και ανεξάρτητα από το περιεχόμενο, είναι σαφές ότι το binge, η δυνατότητα δηλαδή να δεις μια σειρά ολόκληρη και να μην χρειάζεται να περιμένεις μέχρι την επόμενη εβδομάδα, είναι αυτή που κατά πολύ έχει δώσει την ασύγκριτη υπεροχή τους στις πλατφόρμες έναντι των συμβατικών καναλιών.

Διότι άντε και πες για το επόμενο επεισόδιο του The Sinner θα μπορούσες να περιμένεις να δεις τι γίνεται παρακάτω. Αυτό συμβαίνει σπάνια, όμως, και είναι μια πολύ ειδική δεξιότητα να σου δημιουργεί μια σειρά αυτήν την επιθυμία.

Για μια σειρά που από την αρχή στα λέει ή τα υπονοεί όλα -ή σχεδόν όλα- ή δεν σε ιντριγκάρει πουθενά, το πιθανότερο είναι έως την άλλη εβδομάδα να έχεις ξεχάσει την ύπαρξή της την ίδια.

Όλο αυτό λέγεται τηλεοπτικός ρυθμός. Κι επειδή έχει γίνει κι έχει ξαναγίνει άπειρες φορές και κάθε φορά καλύτερα από την προηγούμενη, πρέπει να βρεις έναν τρόπο να τον επανεφεύρεις αρκετά αποτελεσματικά.

Δεν είναι απλό...

Η αβάσταχτη ανία του προφανούς

Στο τέλος του πρώτου επεισοδίου της σειράς του Παπακαλιάτη βλέπουμε κάποιον να σέρνει ένα πτώμα. Είναι το πτώμα του «κακού» της σειράς, του μοναδικού προφανώς κακού, που δέρνει τη γυναίκα του, τον μισεί ο γιος του, κάνει κάτι σκοτεινά νταραβέρια με το Δήμαρχο και ούτω καθ' εξής.

Δεν είναι πολύ κακό να είναι προφανή τα πράγματα. Οι σπουδαιότερες σειρές και ταινίες πάτησαν πάνω στην ανατροπή του προφανούς. Η ανατροπή, βέβαια, θέλει μεγάλη μαεστρία...

Κάπως προβληματικό, όμως, είναι να χρειάζεσαι υποβολέα (τη νεαρή πρωταγωνίστρια) για να σου εξηγήσει ακόμη και τα πλέον προφανή, τα μακρόσυρτα πλάνα του προφανώς κρυφού κακού που μετράει και χαϊδεύει επί ώρα τα προφανώς βρώμικα χρήματα, οι μονόλογοι και διάλογοι των προφανώς παρεξηγημένων χαρακτήρων και η επανάληψη, προς εμπέδωση, των προφανώς κρυφών πράξεων.

Κλείνοντας τον υπολογιστή μετά το πρώτο επεισόδιο του «Maestro» αναρωτήθηκα πραγματικά τι θα μπορούσε να συμβεί παρακάτω όταν μέσα σε 40 λεπτά έχουμε βομβαρδιστεί με αποκαλύψεις, έχουμε καταλάβει ότι τίποτε και κανείς δεν είναι όπως φαίνεται και έχουμε δεχτεί καταιγισμό ανάλυσης μετεφηβικού τύπου για τον κάθε έναν από τους πρωταγωνιστές; Κι όλα αυτά με τόσο προφανή τρόπο;

Τι μπορεί να συμβεί όταν ξεκινάς με κρεσέντο κλιμάκωσης;

Στο Sinner, από την άλλη, τα πράγματα και οι άνθρωποι δεν πέφτουν σ΄ αυτήν την παγίδα. Όλα και όλοι είναι ακριβώς όπως φαίνονται. Η υπόθεση κλιμακώνεται πάνω σ' αυτόν τον άξονα και κλιμακώνεται ασφυκτικά και κλειστοφοβικά, ξεπερνώντας κατά πολύ τα στενά όρια του «τι θα γίνει παρακάτω». Σχεδόν παύει να έχει σημασία αυτό...

Ο δε υποβολέας -κι εδώ ένα νεαρό κορίτσι- δεν προσφέρει καμία εύκολη απάντηση, αλλά διαπλέκεται ευφυώς με το μυαλό και τον ψυχισμό του βασικού πρωταγωνιστή (εξαιρετικοί και ο Μπιλ Πούλμαν και η Άλις Κράμελμπεργκ) και τον βάζει να βρει αυτός τις απαντήσεις, σε ένα πολύπλοκο και πολλαπλών επιπέδων θρίλερ που είναι ταυτόχρονα κοινωνικό, αστυνομικό και ψυχολογικό.

Αυτό που θέλει να είναι και το «Maestro» δηλαδή. Ή τουλάχιστον εγώ αυτό κατάλαβα, τι να πω, μπορεί να κατάλαβα και λάθος, αλλά αυτό δεν θα είναι δικό μου πρόβλημα αντίληψης.

Οι έφηβοι που τραγουδάνε Queen, αλλά δεν ξέρουν τους ΑΒΒΑ

Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης πάντα έφτιαχνε τέλειους κόσμους, απ αυτούς στους οποίους όλοι μας θα θέλαμε να ζούμε: τέλεια σπίτια, τέλειες μουσικές, τέλειες πόλεις, εξοχές, νησιά, βουνά, χωριά, τέλειοι άνθρωποι, τα πάντα όλα τέλεια.

Είναι δεδομένη η εμμονή του με την εικαστική τελειότητα (όπως τουλάχιστον αυτός την αντιλαμβάνεται) του περιβάλλοντος το οποίο απεικονίζει στις σειρές και τις ταινίες του.

Θα μπορούσε να λειτουργήσει αυτό, εάν κατάφερνε να το κάνει μέρος της αφήγησης αλλά μόνο ως καρικατούρα. Ή ως «κόντρα», όπως συμβαίνει στο εξαίσιο «Watcher» του Netflix, για το οποίο θα σας πω άλλη φορά και στο οποίο το «τέλειο» εικαστικά σπίτι είναι απόλυτα εφιαλτικό ακριβώς λόγω της τελειότητάς του. Κι αυτό θέλει μαεστρία, όμως.

Που, η αλήθεια είναι ότι καρικατούρα γίνεται έτσι κι αλλιώς η τόση τελειότητα του Maestro, σε μια σειρά που κάποια στιγμή αναρωτιέσαι αν είναι σποτάκι του ΕΟΤ, διαγωνισμός δεξιότητας για το πιο καλοφωτισμένο πλάνο της δεκαετίας, ή επιστημονική φαντασία με τίτλο «ο παράδεισος υπάρχει και είναι ένα μικρό νησί του Ιονίου».

Από το οποίο νησί, παρεμπιπτώντως, το ΜΟΝΟ που λείπει είναι ένας αξονικός τομογράφος, όπως λέει κάποια στιγμή ο γιατρός στο Δήμαρχο. Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε ο πραγματικός γιατρός, ή οι κάτοικοι του νησιού, αλλά δεν μας ενδιαφέρει αυτό.

Μας ενδιαφέρει ότι ο δάσκαλος μουσικής βρίσκει για να μείνει (μέσα στο καλοκαίρι) ένα σπίτι βγαλμένο από το όνειρο, η οικογένεια της μικρής μένει σε ένα άλλο ονειρεμένο σπίτι πνιγμένο (πραγματικά πνιγμένο, όμως) στα λουλούδια που γεμίζουν δεκάδες βάζα με τέλειο τρόπο και όλοι ξέρουν να παίζουν τον Ντεμπισί στα δάχτυλα, άσχετο αν λένε «Κλερ ντι λΟΥν» με βαριά ελληνική προφορά.

Δεν θα μας ένοιαζε αυτό, αλλά σπάει την τελειότητα και την σπάει εκκωφαντικά, όσο εκκωφαντική προσπαθεί να είναι και η ίδια.

Στο νησί, που μόλις έχει βγει από την περιπέτεια της πανδημίας, όλα είναι φανταστικά, οι έφηβοι μαζεύονται -τέλεια ντυμένοι, τέλεια χτενισμένοι, τέλεια συντονισμένοι, λες και είσαι στο Μιλάνο και όχι σε μια ελληνική επαρχία- και ακούν την τοπική μπάντα η οποία παίζει Queen, αλλά ο τραγουδιστής της δεν έχει ακούσει ποτέ τους ABBA...

Κανείς δεν πίνει, κανείς δεν καπνίζει, κανείς δεν παίρνει ναρκωτικά, δεν βρίζει, δεν είναι αγανακτισμένος, δεν έχει θέματα, γενικά κανείς δεν κάνει τίποτε απ' όλα αυτά που κάνουν οι έφηβοι και οι νέοι, ιδιαίτερα εκείνοι που βγήκαν παραζαλισμένοι από δύο χρόνια πανδημίας στο κεφάλι.

Κανείς στους Παξούς δεν πνίγεται από την κλειστοφοβική κοινωνία ενός μικροσκοπικού νησιού. Παρά μόνο φευγαλέα, αλλά οκ, με μια impromptu (αλλά με άψογη ακουστική και φωτισμό) συναυλία το ξεπερνάνε και γίνονται ένα απίθανο διαφημιστικό για αναψυκτικό της δεκαετίας του '90.

Στο «The Sinner» πάλι, νοιώθεις την κλειστοφοβικότητα του μικρού νησιού από το πρώτο δευτερόλεπτο: Όπως κι εκείνην των κλειστών κοινωνιών και οικογενειών. Σε πιάνει από το λαρύγγι και δεν σε αφήνει ν' ανασάνεις μέχρι τους τίτλους του τέλους και μετά απ' αυτούς.

Είναι κεντρικό θέμα, είναι ο πρωταγωνιστής τελικά, η πηγή και η κατάληξη όλων των πολλών προβλημάτων.

Τα μόνα θέματα που έχουν οι άνθρωποι στη σειρά (στις σειρές) του Χριστόφορου Παπακαλιάτη είναι τα εντελώς προσωπικά τους.

Επειδή ζουν σε μια τέλεια κατάσταση και έχουν την πολυτέλεια. Είναι τόσο απλό.

Κι αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει, υπό μια προϋπόθεση: Εάν ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης έπαιρνε τον εαυτό του ως δημιουργό, αλλά και τα δημιουργήματά του κάπως λιγότερο στα σοβαρά. Εάν ξέφευγε από τη μανία για οπτική τελειότητα και αναζητούσε λίγο παραπάνω την ουσία. Κι αν εστίαζε εκεί, ίσως έβρισκε και το ρυθμό που τόσο του λείπει.

Αν, για παράδειγμα, δεν έθαβε την εξαιρετική Μαρία Καβογιάννη και το χαρακτήρα της σε τρεις ατάκες και την αναδείκνυε σε πρώτο πρωταγωνιστικό ρόλο.

Αν την άφηνε να κάνει εκείνη τον «υποβολέα», δίνοντας μια αν όχι πιο ρεαλιστική, τουλάχιστον λίγο πιο ενδιαφέρουσα και απρόσμενη και τολμηρή οπτική στη σειρά του.

Είμαστε στο 2022 εξάλλου. Τολμηρές δεν είναι πια οι δήθεν και πάντα οριακά «ανάρμοστες σχέσεις». Τολμηρό είναι να δείχνεις την πραγματικότητα· όπως είναι, όχι όπως θα ήθελες να είναι.