Aπό το «Ποτέ την Κυριακή» στο σήμερα: Η εξωστρέφεια του ελληνικού κινηματογράφου
Ανανεώθηκε:
Ήταν αρχές της δεκαετίας του '60, όταν ξεκίνησε η παρουσία του ελληνικού κινηματογράφου στο Φεστιβάλ των Καννών, με ταινίες Ελλήνων -και όχι μόνο- σκηνοθετών, όπως η «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη και το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασέν.
Η παρουσία αυτή έγινε περισσότερο ενεργή στα τέλη της δεκαετίας του '70, με τη θεσμοθέτηση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, που άρχισε να προωθεί τον ελληνικό κινηματογράφο στο εσωτερικό της χώρας αλλά και το εξωτερικό.
Στα χρόνια που πέρασαν, το ελληνικό σινεμά βίωσε μεγάλες στιγμές επιτυχίας, όπως εκείνες που σηματοδότησαν οι ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου και του Γιώργου Λάνθιμου.
Σήμερα μετρά στο ενεργητικό του μια μεγάλη φετινή ευτυχή συγκυρία, με συμμετοχή ταινιών ελληνικού ενδιαφέροντος σε πολλά τμήματα του φεστιβάλ των Καννών και με την ελληνική συμπαραγωγή στο Triangle of sadness, που γυρίστηκε στην Εύβοια και απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα.
Τα παραπάνω λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Δ.Σ. του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου Μάρκος Χολέβας, τονίζοντας ότι «η ελληνική παραγωγή εμπλέκεται πλέον με την ευρωπαϊκή, σε επίπεδο συμπαραγωγών, ενώ διευρύνονται οι ελληνικού ενδιαφέροντος παραγωγές και έτσι είναι σίγουρο ότι η παρουσία του ελληνικού κινηματογράφου κόσμου είναι πιο έντονη και θα είναι πιο σταθερή».
Ο ίδιος επισημαίνει ότι «αυτός ο κύκλος άνοιξε πέρσι και από φέτος έδειξε την ανοδική του πορεία», ενώ και η γενική διευθύντρια του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου Αθηνά Καρτάλου κάνει λόγο για μια πολύ δυνατή εθνική συμμετοχή με ενωμένες δυνάμεις στο Φεστιβάλ των Καννών. «Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε μια εξαιρετική συγκυρία, όπου και ο ελληνικός κινηματογράφος μπορεί και στέκεται διεθνώς. Οι Κάννες είναι απόδειξη», σχολιάζει χαρακτηριστικά.
Στο ίδιο πνεύμα, η γενική διευθύντρια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Εlise Jalladeau, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, υπογραμμίζει ότι «η ελληνική παρουσία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών είναι εξαιρετικά σημαντική και έχει αντίκτυπο σε παγκόσμιο επίπεδο, ωστόσο αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής για την ενίσχυση και την προβολή του ελληνικού κινηματογράφου που το Φεστιβάλ αναπτύσσει διαρκώς».
Η ίδια τοποθετεί την έναρξη της πορείας αυτής στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας και τονίζει: «τα τελευταία δέκα χρόνια, το ελληνικό σινεμά έχει γνωρίσει μια άνθηση που έχει "αγγίξει" τα όρια της πολιτισμικής επανάστασης. Μια ολόκληρη γενιά από νέους σκηνοθέτες έχουν κάνει την εμφάνισή τους τόσο στον χώρο του ντοκιμαντέρ όσο και στη μυθοπλασία και μπορώ με περηφάνια να πω ότι το Φεστιβάλ έχει διαδραματίσει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο σε αυτή την έκρηξη μέσα από τις αναπτυξιακές δράσεις της Αγοράς, που έχουν ευθεία διασύνδεση με τη βιομηχανία του σινεμά».
Η Κινηματογραφική Αγορά (Marche du Film) στις Κάννες, που θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες κινηματογραφικές αγορές διεθνώς, φέτος συγκέντρωσε 4000 ταινίες και project, 12.500 επαγγελματίες του οπτικοακουστικού κλάδου και 121 χώρες με εθνικό περίπτερο σε 33 εκθεσιακούς χώρους.
Πού αποδίδεται η άνθηση αυτή;
Αναζητώντας τους παράγοντες που οδήγησαν στην άνθηση αυτή του ελληνικού κινηματογράφου, η Αθηνά Καρτάλου τους εντοπίζει στο γεγονός ότι η Ελλάδα πλέον ως θεσμικός χώρος φροντίζει για τα θέματα του κινηματογράφου και λαμβάνει υπόψιν της τις διεθνείς συγκυρίες. Αναφέρεται ακόμη στα κίνητρα και τη χρηματοδότηση ταινιών από το εξωτερικό που έρχονται για γυρίσματα στη χώρα μας, αλλά και στην ενίσχυση μικρότερων παραγωγών.
Σε κάθε περίπτωση, κάνει λόγο για μια πολύ καλή συνεργασία μεταξύ των φορέων του οπτικοακουστικού τομέα (Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, Hellenic Film Commision, EKOME, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, film offices κ.α.) και τονίζει ότι υπάρχουν συνεργασίες κανονικές, διατεταγμένες, και οριοθετημένες, με ξεκάθαρο πλαίσιο συνεργασίας.
«Το μυστικό είναι ότι τα πράγματα ωριμάζουν. Είναι πολύ απλό. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να προχωρήσεις».
Δηλώνει, παράλληλα, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου διοργανώνει διάφορες δραστηριότητες και υποστηρίζει τις ελληνικές συμμετοχές με διάφορους τρόπους και παρουσιάσεις ενώ αγκαλιάζει όλες τις ταινίες, όχι μόνο εκείνες στις οποίες συμμετέχει ως Κέντρο.
Τη δική του εκδοχή παρουσιάζει ο κ. Χολέβας, σημειώνοντας ότι οι νέες γενιές και η τεχνολογία απελευθέρωσαν τα μέσα δημιουργίας με αποτέλεσμα να μην είναι πια τόσο εσωστρεφής η ελληνική κινηματογραφική πραγματικότητα και παραγωγή. Αντιθέτως, οι συμπαραγωγές ενθαρρύνονται και ευδοκιμούν και δημιουργείται αυτή η όσμωση που εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια. Ο ίδιος προσθέτει: «έχει τελειώσει η περιχαράκωση της παραγωγής ή της κινηματογραφίας σε εθνικό επίπεδο και ειδικά για μικρές χώρες. Η ανάγκη μιας κινηματογραφίας αναπτυσσόμενης που συμμετέχει στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι είναι εκ των ων ουκ άνευ».
Μεγάλο ενδιαφέρον για ντοκιμαντέρ
Σε ό,τι αφορά τα είδη που γνωρίζουν άνθηση, η κ. Καρτάλου σημειώνει ότι «υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για ντοκιμαντέρ μικρού μήκους και μεγάλους μήκους αλλά και για τη μυθοπλασία, ωστόσο η δραστηριότητα είναι γενικευμένη και όχι μια τάση - μονόδρομος». Αναφέρει ακόμη ότι το είδος ξεφεύγει πλέον από το δίπολο δραματικής ή μελοδραματικής έκτασης και θεωρεί ότι το πιο ισχυρό είδος στο ελληνικό σινεμά είναι το φεστιβαλικό καθώς οι ελληνικές ταινίες έχουν πολύ καλή διείσδυση στα φεστιβάλ όλου του κόσμου, γεγονός που ισοδυναμεί μια μια απόδειξη ποιότητας.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η κ. Jalladeau εκτιμά ότι «η δυναμική που έχει αναπτυχθεί δεν εξαντλείται στις ταινίες μυθοπλασίας, αλλά χάρη στις διεθνείς συμπαραγωγές τα ελληνικά ντοκιμαντέρ ανεβαίνουν διαρκώς επίπεδο, αποκτώντας πρόσβαση και απήχηση σε διεθνές κοινό».
Όταν όλα ήταν κλειστά, ανοιχτά ήταν μόνο τα σούπερ μάρκετ, τα φαρμακεία και τα μέρη για γυρίσματα
Η γενική διευθύντρια του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου Αθηνά Καρτάλου επισημαίνει, εξάλλου, τις αισιόδοξες προοπτικές του κινηματογραφικού κλάδου, αναφέροντας ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν όλα ήταν κλειστά, ανοιχτά ήταν μόνο τα σούπερ μάρκετ, τα φαρμακεία και τα μέρη για γυρίσματα.
Μέσα σε αυτό το κλίμα διαμορφώνονται ανάγκες για όλες τις ειδικότητες που έχουν να κάνουν με το κινηματογραφικό συνεργείο, προοπτικές για εξειδικεύσεις γύρω από τα κινηματογραφικά αντικείμενα και ευκαιρίες για ανθρώπους που επιθυμούν να μάθουν περισσότερα για το επάγγελμα αυτό δουλεύοντας στην πράξη.
Απευθυνόμενη σε γονείς, σημειώνει ότι «θα μπορούσε ένας γονιός που το παιδί του επιλέγει κάτι τέτοιο να μην νιώσει απελπισμένος» και θεωρεί ως την καλύτερη λύση «την απόκτηση ενός εξειδικευμένου μεταπτυχιακού μετά από το βασικό πτυχίο», με προϋπόθεση πάντα να αγαπά κανείς με πάθος το σινεμά.
Το ζητούμενο για το αύριο
Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Χολέβας τονίζει ότι το ζητούμενο για το αύριο είναι η εξασφάλιση σταθερών πόρων ώστε να είναι εφικτός ο προγραμματισμός των φορέων του οπτικοακουστικού τομέα, ενώ ιδιαίτερη σημασία αποδίδει και στην «καλλιτεχνική μαγιά» της χώρας που μπορεί να προσφέρει την ανανέωση στο χώρο και να διαμορφώσει τις νέες τάσεις του μέλλοντος.
Την ανάγκη ενίσχυσης της κινηματογραφικής εκπαίδευσης επαγγελματιών υπογραμμίζει και η κ. Jalladeau, με στόχο, όπως λέει, την ενδυνάμωση των κινηματογραφικών παραγωγών. Σημειώνει, τέλος, ότι «στη μετά - covid εποχή είναι σημαντικό να ενισχυθεί η κινηματογραφική αίθουσα, και γι' αυτόν τον σκοπό θα πρέπει να υπάρχουν συνεργασίες με διανομείς και αιθουσάρχες διεθνώς, ώστε να δημιουργηθεί ένα κινηματογραφικό οικοσύστημα, με δράσεις που θα κάνουν τη θέση στην αίθουσα ξανά ελκυστική για το κοινό».