Η ζωή αρχίζει στα 60 - Η πιο παραγνωρισμένη γενιά του σινεμά μετατρέπει την «αποτυχία» σε θρίαμβο
Ανανεώθηκε:
Η ζωή αρχίζει στα 40; Στα 50; Η ζωή αρχίζει όποτε θες, αλλά για μια συγκεκριμένη γενιά ηθοποιών φαίνεται να αρχίζει στα 60.
Μετά την αποκάλυψη του Τζεφ Ντάνιελς στο «Godless», ο Μπιλ Πούλμαν ήρθε με το «Sinner» να υπερθεματίσει.
Είναι και οι δύο στην κατηγορία «κάπου τον έχω δει», «κάτι μου θυμίζει» και πλέον «μα, που ήταν αυτός ο τεράστιος ηθοποιός τόσα χρόνια;»
Αυτοί οι πράγματι τεράστιοι ηθοποιοί ήταν εδώ τόσα χρόνια, όμως ούτε εμείς, αλλά ούτε και η βιομηχανία του θεάματος δεν τους είχαμε δώσει τη σημασία που τους έπρεπε. Από μια άποψη, ίσως ευτυχώς.
Ίσως επειδή, όπως συμβαίνει και σε πολλούς άλλους επαγγελματικούς και καλλιτεχνικούς τομείς, βρέθηκαν σε μια χρονική συγκυρία με μεγαθήρια από πάνω τους (Ντε Νίρο, Πατσίνο, κ.λπ.) και με φουρνιές ταλαντούχων ζεν πρεμιέ (Κλούνεϊ, Πιτ, κ.λπ) από κάτω τους.
Και βέβαια με πολύ περιορισμένη κινηματογραφική και τηλεοπτική παραγωγή για να τους χωρέσει όλους αυτούς στους ρόλους που τους άξιζαν.
Ο Μπιλ Πούλμαν, για παράδειγμα, προσπάθησε να χωρέσει το μεγάλο του gravitas παίζοντας τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, στη «Μέρα Ανεξαρτησίας» και ο Ντάνιελς παίζοντας τον Διευθυντή της NASA στο «Martian». Ρόλοι που καταπίνουν τους ηθοποιούς, όχι επειδή είναι σπουδαίοι (οι ρόλοι), αλλά ακριβώς το αντίθετο: Επειδή σχεδόν οποιοσδήποτε θα μπορούσε να φορέσει τα αντίστοιχα κοστούμια και να τους υποδυθεί.
Θα μπορούσε, όμως, οποιοσδήποτε να υποδυθεί τον φιλοσοφημένο υπερκακό του «Godless», ή τον βασανισμένο από τους δαίμονές του ντετέκτιβ του «Sinner»;
Η απάντηση είναι όχι.
Enters Netflix
Το streaming μάς έχει βομβαρδίσει με περιεχόμενο όλων των επιπέδων: Αριστουργηματικό έως φρικαλέο. Υπό μια έννοια δεν απέχει πολύ από το ίντερνετ γενικώς, αλλά έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα και από τη ζωή ακόμη πιο γενικώς.
Η υπερπληθώρα περιεχομένου, πληροφορίας, δεδομένων και γεγονότων, «μπουκώνουν» το σύστημα, αλλά σε οδηγούν αναγκαστικά σε επιλογή. Και για να κάνεις επιλογή, χρειάζεσαι κριτική σκέψη.
Ο κόσμος μας είναι ένας νέος και εντελώς πρωτόγνωρος, στον οποίο οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει ή να πει ο,τιδήποτε. Κι ο καθένας μας είναι ταυτόχρονα δημιουργός περιεχομένου και καταναλωτής του. Το πρώτο έχει ένα βαθμό δυσκολίας. Το δεύτερο είναι σαν οκταπλό τόλουπ με τρεις ανάποδες τούμπες.
Για να επιστρέψουμε στο θέμα μας, μέσα στον καταιγισμό παραγωγών, ξαφνικά χωράνε όλοι. Κυριολεκτικά. Ηθοποιοί που δεν θα έβλεπαν δικαίως ποτέ το φως της ημέρας, αλλά και ηθοποιοί που αδίκως για πολλά χρόνια ζούσαν αν όχι στο σκοτάδι, πάντως στο ημίφως.
Και το να καταφέρεις να ξεχωρίσεις μέσα σε όλο αυτό, είναι από μόνο του ένα κατόρθωμα. Πώς μπορείς να το κάνεις; Με μια πολύ διαφορετική προσέγγιση από εκείνη που έχουμς συνηθίσει στον κόσμο του θεάματος.
Η άλλη όψη του κακού
Βλεποντας, καθυστερημένα, το «Godless», συνειδητοποίησα ότι για αρκετά επεισόδια δεν είχα καταλάβει ποιος είναι ο ηθοποιός που υποδύεται τον Φρανκ Γκρίφιν.
Κι όμως, ο συγκεκριμένος χαρακτήρας και ο τρόπος με τον οποίον ερμηνεύεται είναι αυτός γύρω από τον οποίον πλέκεται όλη η σειρά.
Ο Ντάνιελς παίρνει επάνω του το χαρακτήρα, το σενάριο, την πλοκή, τους διαλόγους και τελικά όλη την αμερικανική Δύση σε μια εποχή που ο νόμος ήταν κάτι πολύ σχετικό και η ανθρώπινη ζωή μια αξία ακόμη σχετικότερη.
Είναι πάρα πολύ κακός κι όμως, σε κάνει σχεδόν να τον συμπαθήσεις. Ή έστω να τον κατανοήσεις. Επειδή δεν περιφέρει την κακότητά του με περηφάνεια, ούτε καν με έπαρση. Αλλά, με πεποίθηση.
Ακόμη και η σεναριακή εξήγηση που δίνεται στο πώς «φτιάχτηκε» σαν άνθρωπος, είναι σχεδόν περιττή. Είναι ολοφάνερο -στην ερμηνεία- ότι είναι ένας άνθρωπος που έζησε το κακό και απλώς το διαιωνίζει, αντιλαμβάνεται το κακό, αλλά το θεωρεί αυτονόητο.
Ο Ντάνιελς δεν παλεύει με το ρόλο. Τον αγκαλιάζει. Και με τον ίδιον τρόπο που φτιάχνει τις μουσικές του, αντιμετωπίζει και την υποκριτική: Σαν κάτι που αγαπάει αλλά δεν θεωρεί ούτε δεδομένο, ούτε απαραίτητο στη ζωή του: «Δεν πίστευα ποτέ ότι αυτή η καριέρα του ηθοποιού θα είχε διάρκεια», είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του.
«Δουλεύω περισσότερο στα 60 μου απ' οποιαδήποτε δεκαετία της ζωής μου, το οποίο δεν το πιστεύεις όταν πηγαίνεις στη δραματική σχολή. Και έχω να αποτύχω από το "Newsroom", παρότι συνεχίζω να προσπαθώ να αποτύχω. Όμως, μετά από 40 χρόνια καριέρας, ξέρεις πια τι κάνεις και δεν σε νοιάζει πολύ. Αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό».
Οι ανθρώπινες αδυναμίες
Ο Μπιλ Πούλμαν έχει μια πολύ παρόμοια προσέγγιση στην αποτυχία. Το 2012 έπαιξε (πάλι το ρόλο του Προέδρου των ΗΠΑ) σε μια σειρά, το 1600 Penn, η οποία σταμάτησε μετά από 13 επεισόδια.
«Όλοι ήταν πολύ στενοχωρημένοι», έχει πει ο ίδιος. «Εμένα μου άρεσε που σταμάτησε. Σκεφτόμουν, οκ, αρκετά».
Όταν ξεκίνησε να παίζει τον βαριά προβληματικό ντετέκτιβ Χάρι Άμπροουζ στο «Sinner», είχε την ίδια ακριβώς στάση: «Δεν σκέφτηκα ποτέ αν θα πάει καλά ή δεν θα πάει, αν θα ξεχωρίσω ή όχι. Είμαι σ' αυτό το σημείο που όλα αυτά τα αποδέχομαι».
Το «Sinner» έχει αρκετά ενδιαφέρουσες ιστορίες για πολύ τσαλακωμένους ανθρώπους, όμως κανένας δεν είναι πιο ενδιαφέρων και πιο τσαλακωμένος από τον ίδιο τον Άμπροουζ, τον οποίο ο Πούλμαν ερμηνεύει με ταπεινότητα και αυτοσαρκασμό.
Ίσως επειδή είναι και ένα ολοδικό του ταξίδι.
Όταν, στη δεύτερη σεζόν, οι δημιουργοί αποφάσισαν να επικεντρώσουν τη σειρά πιο πολύ στο χαρακτήρα του Άμπρόουζ, ο Πούλμαν κάθισε μαζί τους και τους μίλησε για το παρελθόν του. Τη μητέρα του που διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια όταν εκείνος ήταν πολύ μικρός και τους εφιάλτες που τον καταδιώκουν από τότε.
Οι δημιουργοί ενέταξαν τα στοιχεία αυτά στο σενάριο. Ο Πούλμαν ακολουθεί τη σειρά σαν μια παράλληλη αυτοανάλυση. «Αισθάνομαι σαν να έχω ξεβραστεί σε μια άγνωστη ακτή. Έχουμε κάνει ένα μεγάλο ταξίδι και ανακαλύψαμε έναν νέο, γενναίο κόσμο. Ποιανών τις ιστορίες λέμε; Χρειάζεται αυτός ο κόσμος πραγματικά έναν λευκό ηλικιωμένο άντρα για να του πει τη δική του ιστορία; Τι θέση έχω στη σημερινή μας κουλτούρα; Τι είναι αυτή η κουλτούρα; Δεν ξέρω πια. Αισθάνομαι παράταιρος σε όλο αυτό».
Ο ρόλος του Πούλμαν φαινομενικά δεν έχει κοινά με εκείνον του Ντάνιελς, όμως τελικά είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα:
Δύο «ηλικιωμένοι», λευκοί άντρες βουτάνε στο παρελθόν για να κατανοήσουν ποιοι είναι οι ίδιοι στο σήμερα. Και τι είναι αυτό το σήμερα.
Είναι κάτι που οι μεγάλοι σταρ δεν θα τολμούσαν να κάνουν, παγιδευμένοι στην εικόνα τους. Είναι κάτι που ο κόσμος χρειάζεται; Αναμφίβολα. Είναι αυτό ακριβώς που είπε ο Μπιλ Πούλμαν. Βγήκαμε σε μια νέα ακτή και βλέπουμε έναν νέο, γενναίο κόσμο. Ο οποίος χρειάζεται γενναίους ανθρώπους. Έτοιμους να αποτύχουν.
Και γενναίους ηθοποιούς για να τον αναπαριστούν και να τον διερευνούν πιο ανθρώπινα και πιο αληθινά από ποτέ.