Μαρκ Λάνεγκαν: Μια ζωή γεμάτη σεξ, ναρκωτικά και Rock 'n' Roll - Μέχρι που ήρθε ο Covid
Ανανεώθηκε:
Ο Μαρκ Λάνεγκαν, πρώην φρόντμαν των Screaming Trees και μουσικός με πολύ σπουδαία σόλο καριέρα, πέθανε στα 57 του χρόνια, στο σπίτι του στο Κιλάρνι της Ιρλανδίας.
Το θάνατό του επιβεβαίωσε εκπρόσωπός του, αποφεύγοντας να δώσει λεπτομέρειες για τα αίτια του θανάτου. Παρόλα αυτά, είναι γνωστό ότι εδώ και ένα χρόνο, από τότε που ασθένησε με κορωνοϊό, ο μουσικός υπέφερε από μαχροχρόνιες συνέπειες του ιού, οι οποίες σε συνδυασμό με τις ζημιές που είχε κάνει στο σώμα του η μακροχρόνια χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ, είχαν κάνει τη ζωή του πολύ δύσκολη.
Ο Λάνεγκαν, διάσημος για την πολύ ιδιαίτερη φωνή του, έγινε αρχικά γνωστός τη δεκαετία του '80, ως ο τραγουδιστής του γκραντζ συγκροτήματος Screaming Trees, ενώ τη δεκαετία του '90 ξεκίνησε τη σόλο καριέρα του, η οποία περιλαμβάνει πολλά σημαντικά άλμπουμ και συνεργασίες.
Το 2020 ο Λάνεγκαν έγραψε την αυτοβιογραφία του, με τίτλο «Sing Backwards and Weep». Σε αυτήν περιέγραψε με λεπτομέρειες τις ατελείωτες μάχες του με τα ναρκωτικά και τον εθισμό στο αλκοόλ.
Η πρώτη φορά που προσπάθησε να απεξαρτηθεί ήταν όταν η πρώην σύζυγος του Κερτ Κομπέιν πλήρωσε για να τον βάλει σε κέντρο θεραπείας. «Η Κόρτνεϊ μού έγραψε ένα γράμμα και σε αυτό μου έλεγε ότι ο Κερτ με αγαπούσε σαν μεγάλο αδελφό και θα ήθελε να ζήσω. Μου έγραφε ότι ο κόσμος με χρειαζόταν ζωντανό», είχε πει σε συνέντευξή του στο Rolling Stone.
«Αυτό ήταν πολύ δυνατό για μένα, επειδή εγώ δεν είχα κάνει κάτι καλό για κάποιον επί πολλά χρόνια», συμπλήρωσε.
Ακολούθησαν πολλές παρόμοιες προσπάθειες, ο Λάνεγκαν που μεγάλωσε με αλκοολικό πατέρα στο Σιάτλ, πότε ήταν βυθισμένος στις καταχρήσεις και πότε έβγαινε στην επιφάνεια. Και μαζί του έβγαινε και η μουσική του ιδιοφυία.
Το πιο πρόσφατο άλμπουμ του, «Straight Songs of Sorrow», βγήκε την άνοιξη του 2020.
«Ο διάβολος σε κώμα»
Σρις αρχές του περασμένου Ιανουαρίου, ο Λάνεγκαν έβγαλε ακόμη ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο, το Devil in a Coma, μια λογοτεχνική γροθιά στο στομάχι. Σε αυτό μιλάει για την άλλη μεγάλη μάχη που έδωσε στη ζωή του, τη μεγαλύτερη και τελευταία όπως αποδείχθηκε, αυτήν με τον κορωνοϊό.
Η πρώτη αυτοβιογραφία του Λάνεγκαν αφήνει στον αναγνώστη μια μεικτή αίσθηση. Σε αντίθεση με τους περισσότερους συναδέλφους του, δεν ηρωποιεί τις περιστάσεις, δεν αποθεώνει τις εποχές των ναρκωτικών, δεν θεωρεί ότι όλο αυτό ήταν απαραίτητο και κυρίως δεν θεωρεί τον εαυτό του απρόσβλητο.
Αντίθετα, παίρνει αποστάσεις, απομυθοποιεί και θεωρεί ότι επιβίωσε μετά από όλες τις αδιανόητες καταχρήσεις «χωρίς να το αξίζει». Το βιβλίο πήρε πολύ θετικές κριτικές και παράλληλα με την ασταμάτητη μουσική του παραγωγή, έδωσε πολλούς δημιουργικούς πόντους στον Λάνεγκαν.
Ακριβώς εκείνη την εποχή, ο μουσικός έφυγε από τις ΗΠΑ για την Ιρλανδία, με σκοπό να απομονωθεί και να γλιτώσει από την επιδημία του κορωνοϊού. Ο κορωνοϊός, όμως, θα σε βρεί όπου κι αν πας. Και τον βρήκε.
Ο Λάνεγκαν στην πραγματικότητα δεν πίστευε στον κορωνοϊό. Ή τουλάχιστον δεν πίστευε ότι ήταν αυτό που ήταν. Προσπαθώντας να τον αγνοήσει και σε απόλυτη άρνηση, αρρωσταίνει βαριά.
Μεταφέρεται στο νοσοκομείο σε ημιθανή κατάσταση: δεν μπορούσε να αναπνεύσει, είχε χάσει την ακοή του, το ένα του πόδι ήταν παράλυτο.
Οι γιατροί τον βάζουν σε τεχνητό κώμα και se αιμοκάθαρση για τα νεφρά του. Η σύζυγός του είχε πει αργότερα ότι ήταν ο ασθενείς που έσπασε όλα τα ρεκόρ επιβίωσης του συγκεκριμένου νοσοκομείου σε παρόμοια κατάσταση. Η ίδια απαγόρευσε στους γιατρούς να του κάνουν τραχειοτομή, κάτι που θα τελείωνε την καριέρα του ως τραγουδιστή.
Τρεις εβδομάδες αργότερα συνήλθε. Κι αυτό, όπως έγραψε ο ίδιος, ήταν πολύ χειρότερο. Ο οργανισμός του δεν ανταποκρινόταν στα αναλγητικά, μετά από χρόνια εθισμού στα οπιοειδή. Οι γιατροί προσπαθούσαν απεγνωσμένα να βρουν μια φλέβα που να μπορούν να χρησιμοποιήσουν και δεν τα κατάφερναν. Ο ίδιος προσέφερε την σφαγίτιδα, τη βασική αρτηρία στο λαιμό, εκείνοι όμως αρνήθηκαν.
Ο Λάνεγκαν περιέγραψε τη νοσηλεία του στο νοσοκομείο του Κέρυ, στην Ιρλανδία, ως πολύ χειρότερη από την παραμονή του σε ψυχιατρείο στην Ιταλία όταν προσπαθούσε να απεξαρτηθεί -μια ακόμη φορά- από τα ναρκωτικά, χειρότερη από τη φάση στην οποία παραλίγο να χάσει από γάγγραινα το πόδι του, χειρότερη από τότε που όταν ήταν παιδί είχε πέσει από μία γέφυρα και τον είχαν βάλει ολόκληρο στο γύψο.
Υπέφερε από αϋπνίες, είχε παραισθήσεις, δεν μπορουσε να φάει τίποτα εκτός από γάλα που του έδιναν με το ζόρι.
«Ο Covid είναι σαν κάποιου είδους κάρμα»
«Στη ζωή μου πέρασα πολλά και τα άξιζα όλα. Αυτό το πράγμα, όμως, προσπαθούσε να με διαλύσει, το σώμα μου και το μυαλό μου εξίσου, δεν το έβλεπα να τελειώνει ποτέ», έγραψε για τον κορωνοϊό.
Στον ύπνο του έβλεπε εφιάλτες από την περασμένη ζωή του, «ο κορωνοϊός είναι σαν ένα κακό κάρμα που σε καταδιώκει», είπε.
Παρόλα αυτά και παρά την ευγνωμοσύνη που εξέφρασε στο ιατρικό προσωπικό του νοσοκομείου, μέσα στο βιβλίο του υπάρχουν σαφείς αναφορές στην αντίληψή του ότι ο κορωνοϊός δεν είναι παρά μια συνωμοσία. Κάτι που φαίνεται να πίστευε μέχρι το τέλος.
Ο Μαρκ Λάνεγκαν άφησε πίσω του μεγάλο μουσικό έργο και την αφήγηση μιας ζωής που κάθε άλλο παρά υπέροχη ήταν. Ανήκε αναμφίβολα σε μια γενικά «καταραμένων» μουσικών, καταραμένων όχι από κάποια κακιά μοίρα, αλλά από τις συνθήκες μέσα στις οποίες έζησαν και δημιούργησαν.
Όλα αυτά ήρθαν στο τέλος να συμμαχήσουν με κάτι πολύ λιγότερο προσωπικό, έναν εντελώς απρόσωπο ιό και να γράψουν τον επίλογο.