ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ

«Belfast»: Ο Κένεθ Μπράνα είπε μια βαθιά πολιτική ιστορία – Απλώς, όχι με τον τρόπο που εμείς θέλαμε

«Belfast»: Ο Κένεθ Μπράνα είπε μια βαθιά πολιτική ιστορία – Απλώς, όχι με τον τρόπο που εμείς θέλαμε

Η ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων για τα φετινά βραβεία Όσκαρ δεν είχε εκπλήξεις. «Η Εξουσία του Σκύλου», το «Dune» και το «Μπέλφαστ» μονοπωλούν το ενδιαφέρον και -με την εξαίρεση του επικού «Dune», του Ντενί Βιλνέβ- διχάζουν το κοινό.

«Η Εξουσία του Σκύλου», της Τζέιν Κάμπιον, άρεσε πολύ.

Το «Μπέλφαστ», του σερ Κένεθ Μπράνα κανείς δεν ξέρει αν άρεσε πολύ, αυτό που με βεβαιότητα ξέρουμε είναι ότι οι περισσότεροι που το είδαν κατηγόρησαν τον Μπράνα ότι πήρε τεράστιες αποστάσεις από την πολιτική, μιλώντας για μια εποχή που καθορίστηκε από την πολιτική.

Η ταινία του Μπράνα, όμως, είναι αυτοβιογραφική και γι αυτό δημιουργεί ένα θέμα: Πόσο μπορείς να καταλάβεις μια αυτοβιογραφική ταινία, αν δεν καταλάβεις πρώτα τον άνθρωπο για τον οποίο μιλάει;

Αυτό που σου διαλύει τη ζωή σου, είναι πάντα μέρος της

Ο Μπράνα γεννήθηκε το 1960 στο βόρειο Μπέλφαστ και έζησε εκεί μέχρι τα εννέα του χρόνια.

Οι γονείς του ήταν Προτεστάντες, ανήκαν δηλαδή στη μερίδα του πληθυσμού που ήθελε -και ακόμη θέλει- να παραμείνει η β. Ιρλανδία μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου. Έφυγαν από την πόλη τους και μετακόμισαν στο Ρέντινγκ της Αγγλίας, για να ξεφύγουν από τις «Ταραχές», τις διαμάχες ανάμεσα σε Ενωτικούς Προτεστάντες και Εθνικιστές Καθολικούς, οι οποίες στα τέλη της δεκαετίας του '60 είχαν αρχίσει πλέον να παίρνουν διαστάσεις ανοιχτού πολέμου.

«Όταν φύγαμε από το Μπέλφαστ, ήταν η κομβικότερη στιγμή της ζωής μου», έγραψε πρόσφατα ο ίδιος ο Μπράνα σε ένα «γράμμα προς το νεότερο εαυτό του», που του ζήτησε το Big Issue.

«Ήμασταν συγγενείς με το μισό Μπέλφαστ και πηγαίναμε σχολείο με το άλλο μισό. Ήξερα ποιος ήμουν, ήξερα -όσο μπορούσα να το ορίσω αυτό τότε- ότι δεν μπορούσα να χαθώ. Ανήκα κάπου. Όταν φύγαμε, έχασα την ταυτότητά μου, δεν ήξερα ποιος είμαι, που ανήκω. δεν ήξερα από που προερχόμουν, πώς ακουγόμουν... Σκεφτόμουν ότι αν η ζωή μου μπορεί να αλλάξει τόσο ριζικά σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, αυτό θα μπορούσε να συμβεί ξανά. Από τότε, έζησα όλη μου τη ζωή σε κατάσταση συναγερμού».

Όλο αυτό που περιγράφει ο Μπράνα δεν είναι μοναδικό: Εκατομμύρια άνθρωποι, σε δεκάδες μέρη του κόσμου έζησαν και ζουν κάθε μέρα την ίδια κατάσταση, λέγεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο «προσφυγιά», ελάχιστη σημασία έχει από τι τρέχουν να ξεφύγουν.

Το πρόβλημα είναι ότι όλοι μπορούμε να το καταλάβουμε σαν γενική κατάσταση, αλλά κανείς μας δεν μπορεί να κατανοήσει βαθιά και να συναισθανθεί τι σημαίνει για καθένα από αυτούς τους ανθρώπους η απώλεια της ταυτότητας που έρχεται με την απώλεια του οικείου περιβάλλοντός τους· του σπιτιού τους.

Ο Μπράνα, λίγο πριν κλεισει τα 60 του χρόνια αποφάσισε να επιστρέψει εκεί που άφησε αυτήν την ταυτότητα. Όχι ως ενήλικας, όχι ως ο άνθρωπος που έχει κατακτήσει τον κόσμο, αλλά ως το παιδί που θέλει να βρει ξανά τον κόσμο που έχασε.

Το παιδί αυτό δεν ξέρει τι σημαίνει Προτεστάντης και Καθολικός, Ενωτικός και Εθνικιστής...

Κι αν διάλεγε πλευρά;

Θα θέλαμε, λοιπόν, ο 60άρης πλέον Μπράνα να πάρει θέση. Να επιλέξει πλευρά σε μια διαμάχη που κόστισε στον ίδιον και τους μισούς φίλους του την πολυτέλεια να μεγαλώσουν στα σπίτια τους.

Ας πούμε ότι το έκανε. Πώς είμαστε βέβαιοι ότι θα έπαιρνε τη θέση που θα μας άρεσε; Η διαμάχη στη β. Ιρλανδία είναι ένα θέμα τόσο σύνθετο και πολύπλοκο που είναι πραγματικά μάλλον απίθανο να μπορεί οποιοσδήποτε να επιλέξει πλευρά εάν δεν είναι Ιρλανδός.

Είναι κανόνας ότι όταν βλέπεις τα πράγματα απ' έξω συντάσεσαι με τον πιο αδύναμο, πολλώ δε μάλλον όταν ο πιο αδύναμος είναι και εκείνος που διεκδικεί δίκαια πράγματα και δεν θα τα βάλουμε σε εισαγωγικά τα δίκαια, ναι, είναι δίκαιο να θέλεις την ανεξαρτησία σου όταν τελείς υπό κατοχή.

Ο Μπράνα ήταν, όμως, στους «άλλους»: Είχε πολλούς φίλους και γείτονες Καθολικούς, αλλά ο ίδιος και οι γονείς του ήταν Προτεστάντες. Αυτό μακροπρόθεσμα δεν καθόρισε τη μοίρα τους πολύ διαφορετικά από των υπολοίπων Ιρλανδών. Φτώχεια, ανεργία, βία και ταραχές ήταν κοινός παρονομαστής για όλους. Θα μπορουσε, όμως, να πει την ιστορία με έναν τρόπο που να μην εξόργιζε -δικαίως ή αδίκως- το κοινό αίσθημα;

Ίσως η επιλογή του να αποστασιοποιηθεί δεν είχε να κάνει τόσο με την ταινία που έφτιαξε, αλλά με το πώς αισθάνεται ο ίδιος: «Η ιστορία της Ιρλανδίας είναι τόσο φορτισμένη απ' όσα συνέβησαν», λέει. «Ζεις με ένα μόνιμο βάρος επάνω σου, όλων όσων έχουν γίνει στο παρελθόν και συνεχίζουν να γίνονται και μας έχουν φέρει σ' αυτό το σημείο. Εγώ ήθελα να πω την ιστορία από μια άλλη πλευρά. Την πλευρά των ανθρώπων που δεν ήταν αδιάφοροι ή άσχετοι με όσα συνέβαιναν· ήξεραν πολύ καλά τα πολιτικά θέματα αλλά οι ίδιοι τελικά αποτελούσαν τα μικρότερα κομμάτια ενός μωσαϊκού ιστοριών. Οι μεγάλες ιστορίες χτίζονται από τις μικρές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μιας οικογένειας, ενός παιδιού, ενός δρόμου, μιας εμπειρίας στα βόρεια του Μπέλφαστ».

Η ιστορίες των αντρών που θέλουν να είναι ευάλωττοι

Ο Μπράνα διηγείται πώς όταν βρέθηκε στην Αγγλία και για πολλά χρόνια, ήταν ένα εντελώς μοναχικό παιδί. «Οι γονείς μου μού έλεγαν να φέρω φίλους στο σπίτι, αλλά εγώ αισθανόμουν καλύτερα χωρίς φίλους», λέει.

«Για έναν Ιρλανδό άντρα είναι απαγορευμένο να είναι ευάλωτος. Έκανα τεράστια προσπάθεια για να μπορέσω να μείνω ανοιχτός στον κόσμο. Θα σας έλεγα ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό: Να είσαι δυνατός και γενναίος για την οικογένειά σου και τους ανθρώπους σου, αλλά ταυτόχρονα να μπορείς να εκφράζεσαι. να μην κρατάς τα αισθήματά σου μέσα σου. Σας το λέω επειδή το έκανα για πολύ καιρό».

Ο τρόπος με τον οποίον ο Μπράνα επιμένει συγκινητικά στην ευαλωτότητα, μιλώντας για την προσωπική ζωή, τις επαγγελματικές επιλογές, τα πάντα τελικά, δημιουργεί μια αόρατη σύνδεση ανάμεσα στον ίδιον και την ταινία του και την άλλη μεγάλη ταινία της χρονιάς, την «Εξουσία του Σκύλου».

Τι έχουμε τελικά εδώ; Τους άντρες που διεκδικούν το δικαίωμα να είναι ευαίσθητοι και υποφέρουν όταν δεν μπορούν: Είτε ως έφηβοι που αποκόπηκαν βίαια από την παιδική τους ηλικία και τώρα θέλουν να την «ξαναγγίξουν», είτε ως ενήλικες που εκπαιδεύθηκαν να είναι τέρατα και τώρα βρίσκονται εκτεθειμένοι απέναντι στα συναισθήματά τους.

Με όποιον τρόπο κι αν επιλέγει κανείς να προσεγγίσει το ζήτημα αυτό, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο:

Τα φετινά Όσκαρ λένε τις ιστορίες των αντρών, όταν αυτοί αποφασίσουν -ή αναγκαστούν- να είναι αληθινοί. Κι αυτό είναι κάτι πολύ ουσιαστικό.