Στο μυαλό της Σινέντ Ο' Κόνορ: «Η ζωή μου είναι ένα κομματιασμένο παζλ που ήθελα πάντα να συνθέσω»
Την πρώτη φορά που η Σινέντ Ο' Κόνορ άκουσε κάποιον να την αποκαλεί «τρελή» ήταν το 1992, όταν αρνήθηκε να πάει στην απονομή των βραβείων Grammy, όπου ήταν υποψήφια για το βραβείο του δίσκου της χρονιάς.
Λίγο αργότερα εμφανίστηκε στο Saturday Night Live και έσκισε μια φωτογραφία του πάπα ζωντανά στην οθόνη.
Για τη βιομηχανία της μουσικής ήταν προφανές ότι η μικρή Ιρλανδή είχε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα· από κανενός το μυαλό δεν πέρασε η σκέψη ότι μπορεί απλά να μην ήθελε να είναι σταρ. Η λέξη «τρελή» την κυνηγά από τότε, δεν υπάρχει ούτε ένα άρθρο που να έχει γραφτεί γι αυτήν και να μην την περιλαμβάνει ή να μην την υπονοεί.
Fast forward τριάντα χρόνια αργότερα: Στη ζωή της Σινέντ Ο' Κόνορ έχουν συμβεί πολλά και διάφορα, η ίδια αποφασίζει να γράψει την αυτοβιογραφία της και με αυτήν την αφορμή μιλάει πολύ και λέει πολλά. Δείχνει -τόσο στο βιβλίο όσο και στις συνεντεύξεις- να μην έχει μετανοιώσει για τίποτα.
Λίγους μήνες αργότερα, ο γιος της αυτοκτονεί. Ιστορίες ξαναγράφονται με τα χιλιόμετρα στο διεθνή Τύπο, όλες εστιάζουν στις «άτυχες» και «τραγικές» στιγμές της καριέρας της, στα στραβοπατήματά της, σε πράγματα που ακόμη και σήμερα στη συλλογική συνείδηση της κοινωνίας είναι απλώς «αυτοκαταστροφικά». Το «τρελή» στην πιο πολιτικά ορθή εκδοχή του, την καταδιώκει ακόμη.
Υπήρξε αυτοκαταστροφική η Σινέντ Ο' Κόνορ; Ίσως σήμερα, μετά την αυτοκτονία του γιου της να το ξανασκέφτεται και η ίδια. Για πολλά χρόνια, όμως, ήταν απόλυτα πεπεισμένη ότι πάντα έκανε το σωστό.
Κι αυτό, ναι, ίσως είναι μια μορφή διαταραχής, αν όχι ψυχικής, πάντως διανοητικής.
«Ήταν ιδιοφυές αυτό που έκανα»
«Δεν λυπάμαι καθόλου, αυτό που έκανα τότε ήταν απόλυτα ιδιοφυές», είπε το Μάιο του 2021 στους New York Times η Ο' Κόνορ σε συνέντευξη που έδωσε από το σπίτι στο οποίο πέρασε την καραντίνα σε ένα απομονωμένο χωριό στην ορεινή Ιρλανδία.
Στην ίδια συνέντευξη είπε ότι της αρέσει να είναι μόνη της, περνάει καλά με τον εαυτό της και οι καρέκλες στο σπίτι της είναι ψεύτικες διότι δεν θέλει να μένει κανείς πολύ ώρα μαζί της. Καπνίζει πολύ, φοράει χιτζάμπ και βλέπει μετά μανίας ειδήσεις στο CNN και αστυνομικές σειρές. «Η μέρα που έσκισα τη φωτογραφία ήταν η πρεμιέρα: Από τότε ήμουν για όλους η τρελή σκύλα», είπε.
Λίγο μετά την εκπομπή, η Ο΄Κόνορ εμφανίστηκε σε μια συναυλία προς τιμήν του Μπομπ Ντίλαν. Το πλήθος τη γιούχαρε.
Ο Τζο Πέσι απείλησε να τη χτυπήσει σε ένα επεισόδιο του « S.N.L.» και λίγο αργότερα η Μαντόνα την κορόιδεψε σκίζοντας τη φωτογραφία ενός παιδεραστή στη σκηνή.
Μια οργάνωση νοίκιασε έναν οδοστρωτήρα ο οποίος πέρασε πάνω από εκατοντάδες άλμπουμ της έξω από τη δισκογραφική της εταιρεία.
Ο Φρανκ Σινάτρα την αποκάλεσε «μια πολύ τρελή γκόμενα».
Όλοι πίστευαν ότι η ίδια εκτροχίασε την καριέρα της· η ίδια το είδε εντελώς διαφορετικά: «Το να έχω ένα Νο1 τραγούδι στα ποπ τσαρτ ήταν αυτό που εκτροχίασε την καριέρα μου. Όταν έσκισα τη φωτογραφία την ξανάβαλα στην κανονική της τροχιά», είπε στην ίδια συνέντευξη.
Αναφέρεται φυσικά στο «Nothing Compares 2 U», το τραγούδι που έγραψε ο Πρινς, για τον οποίο έγραψε τα χειρότερα στην αυτοβιογραφία της: Η Κόνορ διηγείται ένα περιστατικό κατά το οποίο τον επισκέφθηκε στο ξενοδοχείο του κι εκείνος της επιτέθηκε να τη σκοτώσει. «Είναι τρελός, αλλά με έναν καλό τρόπο», λέει η ίδια. «Πρέπει να είσαι κάπως τρελός για να είσαι μουσικός».
«Τα ΜΜΕ με έκαναν να φαίνοναι τρελή μόνο και μόνο επειδή δεν έπαιζα καλά το ρόλο της ποπ σταρ», εξηγεί. «Μια ποπ σταρ πρέπει να είναι καλό κορίτσι. Εγώ, απλώς, δεν είμαι».
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι αν η Κόνορ είχε σκίσει τη φωτογραφία του πάπα σήμερα, τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά. Αρχικά φάνηκε να δικαιώνεται με το πέρασμα του χρόνου, τα σκοτεινά μυσικά της Καθολικής Εκκλησίας δεν είναι μυστικά πλέον και τα σχόλια κάτω από το βίντεο στο YouTube της εκπομπής στην οποία έσκισε τη φωτογραφία, μαζεύουν όλο και πιο ευνοϊκά σχόλια.
Κακοποίηση και Καθολικισμός
Η ίδια παρόλα αυτά πιστεύει ότι οι αντιδράσεις στην κινησή της αυτή, δεν είχαν να κάνουν με το αν είχε δίκιο ή άδικο να επιτίθεται στην Καθολική Εκκλησία. Θεωρεί ότι αν αυτό το είχε κάνει άντρας μουσικός, κανείς δεν θα είχε αντιδράσει. Τις γυναίκες, όμως, τις θέλουμε πάντα πιο «σεμνές», ακόμη κι αν είναι πανκ τραγουδίστριες.
Η πρώτη εμπειρία της Ο' Κόνορ στον κόσμο της δισκογραφίας ήταν όταν ήταν ακόμη έφηβη. Δούλευε στον πρώτο της δίσκο, το «The Lion and the Cobra», όταν ο παραγωγός της δισκογραφικής της την έβγαλε έξω για φαγητό και της είπε ότι «πρέπει να ντύνεται πιο γυναικεία και ν' αφήσει τα κοντοκουρεμένα μαλλιά της να μακρύνουν».
Την επόμενη μέρα πήγε και τα ξύρισε εντελώς. «Έμοιαζα με εξωγήινη», γράφει στο βιβλίο της και αυτό της άρεσε: Την απομάκρυνε από την εικόνα που όλοι ήθελαν για εκείνη, την εικόνα μιας γήινης γυναίκας. Στα μισά της ηχογράφισης του άλμπουμ έμεινε έγκυος. Ο ίδιος παραγωγός της έφερε ένα γιατρό και την εκβίασε να κάνει έκτρωση. Αρνήθηκε και λίγους μήνες αργότερα, μαζί με το άλμπουμ ήρθε στον κόσμο και ο πρώτος γιος της Τζέικ.
Στο βιβλίο της η Ο' Κόνορ μιλάει με λεπτομέρειες για την κακοποίηση που υπέστη από τη μητέρα της όταν ήταν παιδί: «Στο νηπιαγωγείο κέρδισα ένα βραβείο επειδή μπορούσα να τυλίξω το σώμα μου σα μια μική μπάλα. Ο δάσκαλος, όμως, δεν ήξερε γιατί μπορουσα να το κάνω τόσο καλά», γράφει και εξηγεί ότι αυτός είναι και ο λόγος που έκλαψε στο βίντεο του «Nothing Compares 2 U», στο στίχο που μιλάει για τα λουλούδια της μαμάς της.
Η Σινέντ απομακρύνθηκε τελικά από το σπίτι της, μετά από το χωρισμό των γονιών της, στα 9 της χρόνια, και μεγάλωσε σε Καθολικό οικοτροφείο, όπου η ίδια θυμάται ότι πέρασε καλά. «Η αδελφή Μάργκαρετ μού φέρθηκε σαν δεύτερη μητέρα», γράφει. «Με πήγε σε ένα μαγαζί στο Δουβλίνο που πουλούσε πανκ ρούχα και μου έφερε την πρώτη μου κιθάρα και ένα βιβλίο με ακόρντα του Μπομπ Ντίλαν».
Η μητέρα της πέθανε όταν η ίδια ήταν 18 ετών. Εκείνη τη μέρα κατέβασε από τον τοίχο του δωματίου της μητέρας της μια φωτογραφία του πάπα και τη φύλαξε μέχρι να έρθει η σωστή στιγμή για να την καταστρέψει.
«Η παιδική κακοποίηση είναι μια κρίση ταυτότητας και η διασημότητα είναι μια άλλη κρίση ταυτότητας κι έτσι πήγα από τη μία κρίση ταυτότητας στην άλλη κρίση ταυτότητας και όταν προσπάθησα μέσω της διασημότητάς μου να τραβήξω την προσοχή στην παιδική κακοποίηση, με σταύρωσαν», λέει. «Πολλοί άνθρωποι νομίζουν ότι είναι εύθραυστη», έχει πει ο φίλος της Μπομπ Γκέλντοφ: «'Οχι, καθόλου. Οι περισσότεροι άνθρωποι θα είχαν καταρρεύσει κάτω από το βάρος του να είσαι η Σινέντ Ο' Κόνορ. Εκτός από την ίδια τη Σινέντ».
«Μπορούσα να είμαι ατελής και να κάνω όσα αγαπώ»
Η Ο΄Κόνορ ένοιωσε απελευθερωμένη όταν εξοστρακίστηκε από τη μουσική βιομηχανία. «Μπορουσα να είμαι εγώ. Να κάνω ότι αγαπώ. Να είμαι ατελής. Ακόμη και τρελή», γράφει. «Δεν είμαι ποπ σταρ. Είμαι μια ταλαιπωρημένη ψυχή που θέλει να ουρλιάζει μπροστά στα μικρόφωνα κάθε τόσο».
Στην αυτοβιογραφία της, η Ο' Κόνορ δεν αυτοδικαιολογείται. Ίσως επειδή δεν αισθάνεται ότι οι πράξεις της χρειάζονται δικαιολογίες.
Η ίδια βλέπει τον εαυτό της σε γυναίκες που ήρθαν μετά από εκείνη, την Έιμι Γουάινχαουζ και την Μπρίτνεϊ Σπίαρς, για την οποία λέει ότι «όσα της συνέβησαν είναι απολύτως φριχτά και άδικα». Η Ο' Κόνορ λέει ότι δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το ίδιο βράδυ που η Σπίαρς κατέρρευσε ξύρισε κι εκείνη τα μαλλιά της. «την είπαν τρελή και μετά την είπαν πιο τρελή που ξύρισε τα μαλλιά της. Γιατί;», λέει.
Η ίδια συνεχίζει να γυρίζει τα μαλλιά της και φοράει χιτζάμπ καθώς προσυλητίστηκε στο Ισλάμ πριν από περίπου δέκα χρόνια, ανοίγοντας ξανά στα ΜΜΕ την ίδια παλιά κουβέντα («είναι τρελή»). Πήρε το όνομα Σουχάντα Σαντακάτ, αλλά απαντάει ακόμη στο Σινέντ Ο' Κόνορ.
Ξεκίνησε να γράφει την αυτοβιογραφία της το 2015 αλλά την αναθεώρησε μετά από την υστερεκτομή στην οποία υποβλήθηκε και άλλη μια ψυχολογική κατάρρευση.
Πέρασε έξι χρόνια σε ψυχιατρική κλινική και πλέον λέει ότι ξέρει τι έχει συμβεί στο μυαλό της: Έχει Σύνθετη Μετατραυματική Διαταραχή (Cptsd), προϊόν της κακροχρόνιας κακοποίησης την οποία υπέστη και πάσχει από Μεταιχμιακή Διαταραχή Προσωπικότητας.
Στο μετατραυματικό σύνδρομο αποδίδει και το γεγονός ότι δεν θυμάται σχεδόν τίποτα από τα δέκα χρόνια μετά τη στιγμή της αποκαθήλωσής της: «Εμπιστεύομαι το υποσυνείδητο», λέει «το υποσυνείδητο έχει τους λόγους του για να απωθεί συγκεκριμένες μνήμες».
Μιλάει με τον εαυτό της με εκπληκτική καθαρότητα, όπως ακριβώς περιγράφουν όσοι την ξέρουν ότι είναι γενικώς σαν άτομο: «Φοράει την καρδιά της στο μανίκι τη», λέει, χρησιμοποιώντας την πολύ επιτυχημένη βρετανική έκφραση ο παραγωγός Ντέιβιντ Χολμς, με τον οποίο έφτιαξε ένα άλμπουμ για τον πόνο και τη θεραπεία, το «No Veteran Dies Alone».
Παρά το γεγονός ότι έχει πολλούς φίλους, η ίδια πάσχει από αγοραφοβία, συνέπεια του μετατραυματικού στρες. «Δεν υπήρξα πολύ επιτυχημένη ως φίλη ή σύντροφος», λέει, «το έχω αποδεχθεί».
Στο χωριό που μένει τώρα, έχει κάνει κάποιες νέες φίλες, όλες γυναίκες, όλες μόνες. «Κάτω στην πεδιάδα κανείς δεν ξεχνά τη Σινέντ Ο' Κόνορ», λέει. «Αλλά εδώ πάνω στο βουνό, είναι πολύ ωραία και ήρεμα, διότι κανείς δεν νοιάζεται».
«Το μόνο που θέλω είναι να με καταλάβουν»
«Αυτό που ήθελα να κάνω γράφοντας το βιβλίο είναι να πάρω όλα τα κομμάτια του παζλ που ήμουν εγώ και να προσπαθήσω να τα συνθέσω σε μια ενιαία εικόνα. Το μόνο που θέλω είναι να με καταλάβουν οι άνθρωποι», λέει για την αυτοβιογραφία της.
Στην πραγματικότητα φαίνεται σα να θέλει περισσότερο να καταλάβει η ίδια τον εαυτό της. Να συνδέσει τις δύο γυναίκες που υπήρξε: Τη μια πριν από το περιστατικό με τη φωτογραφία και την άλλη μετά από αυτό.
«Η πρώτη είναι ένα φάντασμα και η δεύτερη είναι μια ζωντανή γυναίκα. Αλλά και οι δύο είναι εξίσου σημαντικές», γράφει.
Ανάμεσα στις δύο μεσολάβησε ένα μεγάλο κενό: «Ήμουν εκεί όταν βγήκε το πρώτο μου άλμπουμ, αλλά μετά πήγα κάπου, βαθιά μέσα μου. Και άρχισα να καπνίζω μαριχουάνα, οπότε πολλά κομμάτια είναι θολά. Και είναι δύσκολο να θυμηθείς κομμάτια της ζωής σου στα οποία δεν ήσουν εκεί».
Η παρομοίωση του μυαλού και της ζωής της με ένα σκόρπιο παζλ είναι τόσο ακριβής που πραγματικά σε κάνει ν' αναρωτιέσαι μήπως τελικά όλα αυτά τα κομμάτια συνθέτουν κάτι πολύ πιο συγκροτημένο από τις εικόνες που έχουμε μάθει να θεωρούμε ολοκληρωμένες.
Είναι υπέρ της ένωσης της Β. Ιρλανδίας με το Έιρε σε ένα νέο κράτος («μπορούμε να το ονομάσουμε Ντέιζι ή Μελίσσα ή Φρεντ»), είναι μια εικονική τραγουδίστρια, μια πανκ περσόνα, μια γυναίκα που αποφάσισε να γίνει μουσουλμάνα, ένα σύμβολο του σεξ, είναι γιαγιά, της αρέσει να πλέκει και να παρακολουθεί αστυνομικές σειρές.
Και πάνω απ' όλα είναι συνειδητοποιημένη: «Όσο μένω μακριά από καταστάσεις που με τριγκάρουν και μου θυμίζουν τα τραύματά μου, μπορώ να είμαι ήρεμη και ευτυχισμένη και γεμάτη», λέει. «Επιβίωσα από τον τρόπο που με μεγάλωσαν και ο μόνος τρόπος να επιβιώσω ήταν να αποστασιοποιηθώ συναισθηματικά. Δεν μπορώ ακόμη να συνδεθώ με το συναίσθημά μου, όχι όταν αυτό αφορά συγκεκριμένα πράγματα. Αλλά μπορώ να τα παρακολουθώ από μακριά».
«Έδωσα μια γενναία μάχη»
Τι μπορεί να θέλει πλέον στη ζωή της η Σινέντ Ο' Κόνορ; Είπε την ιστορία της, κάτι που ήταν εξαιρετικά σημαντικό γι αυτήν, έκανε τους κύκλους της, έμαθε τον εαυτό της...
Πριν από λίγους μήνες έλεγε:
«Είμαι πλέον 55 χρονών και πιστεύω ότι σ' όλη μου τη ζωή έδωσα μια γενναία μάχη. Ένας σοφός πολεμιστής ξέρει πότε να αποσυρθεί. Και νοιώθω ότι είμαι σε αυτήν τη φάση που θέλω να ξεκουραστώ και να ηρεμήσω και να κάθομαι εδώ και να πλέκω. Ο γιατρός μου, μου λέει ότι το βαρετό είναι ωραίο, και δεν έχει άδικο. Η ζωή μου ειναι βαρετή, αλλά μ' αρέσει. Είναι προβλέψιμη. Τα ίδια κάθε μέρα. Έχω τα τσιγάρα μου, τον καφέ μου, τις σειρές μου, τον κήπο μου, καθαρίζω το σπίτι, πληρώνω τους λογαριασμούς μου, γράφω και μουσική. Είναι ωραία. Είναι ειρηνικά»...
Η Σινέντ Ο' Κόνορ κακοποιήθηκε, ψυχιατροκοποιήθηκε, αποκαθηλώθηκε, θυματοποιήθηκε ξανά και ξανά, ανέβηκε σ' ένα ψηλό βουνό στην Ιρλανδία για να ησυχάσει και σ' ένα ακόμη ψηλότερο, το ψηλότερο απ' όλα, αυτό της αυτογνωσίας για να βρει την ειρήνη.
Η αυτοκτονία του γιου της υπενθυμίζει, στην ίδια και σε όλους μας, ότι ακόμη και στην ψηλότερη κορυφή, η πραγματικότητα θα σε βρει και θα σε χτυπήσει αλύπητα.
Μπορείς να τρέξεις, αλλά δεν μπορείς να ξεφύγεις...