Θεσσαλονίκη: Τα περίεργα αιτήματα ξένων ηθοποιών και συνεργείων
«Πραγματικό» φαγητό, όπως εκείνο γνωστής αλυσίδας fast-food του εξωτερικού, τζιτζίκια που δεν κάνουν θόρυβο την ώρα που ηθοποιοί και μέλη κινηματογραφικών συνεργείων ξεκουράζονται, αυτόματα αυτοκίνητα για τις μετακινήσεις και για φαγητό οτιδήποτε ωριμάζει και πέφτει από το δέντρο χωρίς να το κόψει ανθρώπινο χέρι, είναι μερικά από τα περίεργα αιτήματα που έχουν διατυπώσει, κατά καιρούς, ξένοι ηθοποιοί, που συμμετείχαν σε γυρίσματα διεθνών κινηματογραφικών παραγωγών στην Ελλάδα.
Τις εμπειρίες του μεταφέρει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Δημήτρης Καμπάς, ο οποίος δραστηριοποιείται στην οργάνωση παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών (unit production manager) και ήταν διευθυντής παραγωγής στη χολιγουντιανή παραγωγή «The Enforcer» με τον Αντόνιο Μπαντέρας, που γυρίστηκε πριν από λίγο καιρό στη Θεσσαλονίκη. Ο ίδιος, πάντως, τονίζει ότι ο «Μπαντέρας ήταν ίσως ο πιο βολικός άνθρωπος, ένας κανονικότατος άνθρωπος» καθώς, όπως σημειώνει, δεν υπήρξε τίποτε περίεργο στις συνήθειές του.
Ανασύροντας από τη μνήμη του διάφορα περιστατικά από γυρίσματα στην Ελλάδα, ο κ. Καμπάς θυμάται έναν πολύ γνωστό Ινδό ηθοποιό, ο οποίος, κατά τα γυρίσματα ταινίας στη Σαντορίνη, δυσκολευόταν να φάει τα γνωστά τοπικά πιάτα της ελληνικής κουζίνας, όπως ο μουσακάς, τα γεμιστά και τα σουβλάκια και ζητούσε «πραγματικό φαγητό», όπως τα μπέργκερ γνωστής αλυσίδας του εξωτερικού.
Κάποιοι άλλοι ηθοποιοί, άλλωστε, στο παρελθόν είχαν ιδιαίτερες διατροφικές συνήθειες και έτρωγαν μόνο φρούτα, καρπούς και σπόρους που έπεφταν από τα δέντρα και τα φυτά ενώ οι περισσότεροι, όπως λέει, ζητούν συνήθως για τις μετακινήσεις τους αυτόματα μικρά οχήματα, τη στιγμή που στη χώρα μας δεν κυκλοφορούν πολλά τέτοια στους δρόμους.
Όσο για τα τζιτζίκια, ο κ. Καμπάς αναφέρει: «σε μια παραγωγή, μας ζήτησαν να κάνουμε κάτι για να σιγήσουν τα τζιτζίκια. Αυτό το έχω ακούσει σε πολλά ξενοδοχεία στην Ελλάδα και τώρα που βρίσκομαι στην Κρήτη με ενημέρωσαν από το ξενοδοχείο ότι αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα». Από την άλλη πλευρά, σημειώνει πως μπορεί ορισμένοι που δεν έχουν συνηθίσει τον συγκεκριμένο ήχο να ενοχλούνται απ' αυτόν την ώρα που θέλουν να κοιμηθούν, ωστόσο λέει χαριτολογώντας ότι «δεν υπάρχει κάποιος τρόπος να κλείσουμε τον ήχο ή να ζητήσουμε από τα τζιτζίκια να μην τζιτζικίζουν!».
Τα ελληνικά πιάτα που εντυπωσιάζουν τους ξένους ηθοποιούς
Πέραν, όμως, από τα όποια παράξενα αιτήματα έχουν δεχτεί οι κινηματογραφικές παραγωγές του εξωτερικού που γίνονται στην Ελλάδα, ο κ. Καμπάς δηλώνει με έμφαση πως «δεν υπάρχει κανείς που να μην τού αρέσει η Ελλάδα» και σημειώνει ότι το πρώτο πράγμα που εντυπωσιάζει τους ξένους επαγγελματίες του χώρου που βρίσκονται εδώ είναι οι τοπικές λιχουδιές.
«Οι περισσότεροι τρελαίνονται για τη χωριάτικη σαλάτα, την τυροκαυτερή, ή χτυπητή, ή τυροσαλάτα και αρχίζουν να ανακαλύπτουν το ελαιόλαδο. Ειδικά για το λάδι, μπορεί στην αρχή να το θεωρούσαν κάτι ανούσιο, όμως όταν περνούν μήνες στην Ελλάδα, αρχίζουν σιγά σιγά να αντιλαμβάνονται την αξία του και τη νοστιμιά που προσθέτει στη σαλάτα. Στο τέλος αρχίζουν ακόμη και να βουτάνε το ψωμί στο λάδι», σχολιάζει.
Μιλώντας, γενικότερα, για τα γυρίσματα ξένων ταινιών, επισημαίνει ότι η ταινία με τον Αντόνιο Μπαντέρας μπορεί να προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό στην πόλη της Θεσσαλονίκης, κάτι που, όπως λέει, άρεσε και στην παραγωγή, ωστόσο «γίνονται εκατοντάδες ταινίες στη χώρα μας και αδίκως δεν ακούγονται».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ταινία «See you soon», που γυρίστηκε το 2017 στη Χαλκιδική, το Βουκουρέστι και την Αγία Πετρούπολη και αποτέλεσε μια έκπληξη για την Κεντρική Μακεδονία καθώς ο προϋπολογισμός της ήταν μεγάλος και τα συνεργεία και οι ηθοποιοί ήταν καθαρά χολιγουντιανού προτύπου.
Γυρίσματα γίνονται επίσης στα νησιά, με χαρακτηριστική την περίπτωση της Μυκόνου, αν και τα στενά της καλντερίμια δυσκολεύουν χωροταξικά τη διαδικασία, ενώ αυτή την περίοδο ο κ. Καμπάς βρίσκεται στην Κρήτη για άλλη μία αμερικανική ταινία δράσης με δυνατά ονόματα, που θα αρχίσει γυρίσματα τον Νοέμβριο.
Σχετικά με την εμπειρία που είχε από τη Θεσσαλονίκη, χαρακτηρίζει ως πρότυπο το Film Office της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, που βοήθησε στην πράξη και διευκόλυνε τα μέγιστα ενώ αναφέρεται συγκεκριμένα στον περιφερειάρχη Απόστολο Τζιτζικώστα, τον τομεάρχη Τουρισμού Αλέξανδρο Θάνο, τον δήμαρχο Κωνσταντίνο Ζέρβα και τον αντιδήμαρχο Μιχάλη Κούπκα.
Οι ειδικότητες που έχουν ζήτηση
Επισημαίνει επίσης ότι υπάρχουν συγκεκριμένες ανάγκες στις κινηματογραφικές παραγωγές που είναι απαραίτητο να καλυφθούν από συγκεκριμένες ειδικότητες, όμως δεν υπάρχουν συχνά οι απαραίτητοι επαγγελματίες. Ως παράδειγμα φέρνει τις περιπτώσεις του τεχνίτη φελιζόλ που σμιλεύει το υλικό για την κατασκευή των σκηνικών, του posh pooler (χειριστή κινηματογραφικής κάμερας που αναλαμβάνει την εστίαση της κάμερας στις σκηνές που γυρίζονται) και του data manager, που με τη βοήθεια ενός ειδικού βαν με τον απαραίτητο εξοπλισμό παράγει αντίγραφα ασφαλείας για το υλικό των γυρισμάτων.
Ξεχωριστός είναι και ο ρόλος των βοηθών παραγωγής. «Πρόκειται για άτομα, για τα οποία υπάρχει ανάγκη στα γυρίσματα, αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά της παραγωγής και ρυθμίζουν μια σειρά από ζητήματα διαδικαστικά και επικοινωνιακά.
Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να οδηγούν, να μιλούν καλά αγγλικά, να διαχειρίζονται με μεγάλη αποτελεσματικότητα την ηλεκτρονική αλληλογραφία και να προσπαθούν να εξυπηρετήσουν επικοινωνιακά την παραγωγή αθόρυβα, συντεταγμένα και σε ελάχιστο χρόνο. Από αυτή τη θέση μπορούν μετά να γίνουν διευθυντές παραγωγής», προσθέτει ο κ. Καμπάς.
Η τεχνική σύμβουλος οπτικοακουστικών παραγωγών στο Film Office της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας Διονυσία Αρβανίτου γνωστοποιεί, άλλωστε, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ότι στην παραγωγή του «The Enforcer» εργάστηκαν άτομα που είχαν καταχωρηθεί στο μητρώο επαγγελματιών κινηματογράφου (industry guide), που δημιούργησε η Περιφέρεια. «Προωθήσαμε αρκετούς ανθρώπους και ξέρουμε ότι δούλεψαν κιόλας στις ειδικότητες του βοηθού παραγωγής, του σκηνογράφου, της ενδυματολογίας και της οργάνωσης παραγωγής», τονίζει. Ειδική αναφορά κάνει και σε όσους εργάστηκαν στο χώρο των φροντιστηριακών αντικειμένων (props) και γυρνούσαν σε όλη τη Θεσσαλονίκη για να αγοράσουν ή να νοικιάσουν αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν στις διάφορες σκηνές της ταινίας.
Σε ό,τι αφορά τα εξειδικευμένα επαγγέλματα που είναι απαραίτητα για τη στελέχωση μιας διεθνούς κινηματογραφικής παραγωγής, υπογραμμίζει ότι αυτά περιλαμβάνουν ειδικότητες που σχετίζονται με ταινίες που γυρίζονται σε στούντιο, με οπτικά εφέ σε πραγματικό χρόνο γυρισμάτων που προβάλλονται πάνω στα green box και με τον ήχο σε πολύ εξειδικευμένα αντικείμενα. «Δεν υπάρχουν, επίσης, πολλοί ηλεκτρολόγοι με εμπειρία σε κινηματογραφικό εξοπλισμό, ούτε και οπλουργοί που είναι μια ασυνήθιστη ειδικότητα, απαραίτητη όμως σε κάθε ταινία δράσης καθώς εγγυάται την ασφαλή χρήση κάθε είδους οπλισμού, αληθινού ή ψεύτικου», προσθέτει.
Χαρακτηρίζει, τέλος, ως πρότυπο και τις διαδικασίες τήρησης όλων των μέτρων κατά του κορονοϊού στα γυρίσματα που έγιναν στη Θεσσαλονίκη, γεγονός που, όπως λέει, «αποδεικνύει ότι αν τηρηθούν τα μέτρα κατά γράμμα είναι εφικτό να γίνονται κινηματογραφικές ταινίες και εν μέσω πανδημίας».