Από τον Γκάτσμπι στον Χάλστον και τα social media: Η -αυτοκαταστροφική- επανεφεύρεση του εαυτού
«Είστε από την Ιντιάνα;», ρωτάει κάποιος τον Αμερικανό σχεδιαστή Χάλστον, τον οποίο υποδύεται αριστουργηματικά ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ στην ομώνυμη σειρά του Netflix.
«Ήμουν...», απαντά κάπως αφηρημένα εκείνος με τη -σχεδόν- άψογη βρετανική προφορά που έχει υιοθετήσει, επανεφευρίσκοντας τον εαυτό του.
Η ιστορία του Ρόι Χάλστον Φρόγουικ είναι ακριβώς αυτό. Η επανεφεύρεση του εαυτού, η απόλυτη μεταμόρφωση σε μια φαντασιωσική περσόνα, μια περσόνα που ίσως έχει αρχικά ως σκοπό να «χωρέσει» στην εποχή της, αλλά καταλήγει να τη διαμορφώνει.
Ο Χάλστον είναι ο Τζέι Γκάτζμπι της δεκαετίας του '70 και του '80, είναι δύο (ή και μια) ιστορίες ατομικής αλλά και κοινωνικής ψυχανάλυσης, που δεν θα μπορούσαν παρά να «παιχτούν» σε εποχές ευφορίας, άκοπου πλούτου και άκριτης σπατάλης.
Σπατάλης, κυρίως, του εαυτού.
Στην περίπτωση των δύο, ο μυθικός χαρακτήρας προηγήθηκε του πραγματικού, αντίθετα απ' ότι συμβαίνει συνήθως. Ο χαρακτήρας του Φιτστζέραλντ είναι φανταστικός: Προβολή της εμπειρίας του συγγραφέα μέσα σε ακριβώς αυτή την ανθρώπινη σπατάλη στα roaring 20s. Στην πραγματικότητα, βέβαια, και ο Χάλστον είναι ένας φανταστικός χαρακτήρας, καθώς απ' όλο αυτό στο οποίο έχει μεταβληθεί πλέον πριν πεθάνει, δεν υπάρχει τίποτα από εκείνο με το οποίο γεννήθηκε.
Τίποτα εξωτερικό τουλάχιστον. Διότι και στις δύο περιπτώσεις, η εξωτερική απάτη κατάφερε να ξεγελάσει τους πάντες εκτός από εκείνον που στόχευε να ξεγελάσει αρχικά: Τον εαυτό.
Κοινωνική ή εσωτερική ανάγκη;
Και τα δύο. Συνδυαστικά.
Οι κοινωνίες -ακόμη και οι δικές μας, οι σύγχρονες δυτικές και «προοδευτικές», πολύ πρόσφατα άρχισαν να αποδέχονται τις διαφορετικότητες αλλά και τα άλματα ανάμεσα σε ότι αποτελεί για μας κοινωνικό στεγανό: Φύλλο, φυλή, εμφάνιση, οικονομική κατάσταση, καταγωγή, για να πούμε μερικά.
Στην εποχή του Γκάτσμπι η καταγωγή ήταν σφραγίδα κοινωνικού διαβατηρίου. Κανείς, στα υψηλά κοινωνικά στρώματα, δεν θα αποδεχόταν ως «δικό του» έναν άνθρωπο που ναι, έγινε εκατομμυριούχος, αλλά ξεκίνησε από το μηδέν.
Ο Γκάτσμπι αποσιώπησε το παρελθόν του, περιέβαλε τον εαυτό του με μια ομίχλη μυστηρίου, αφήνοντας τις φήμες να χτίσουν γι αυτόν μια προσωπική ιστορία που δεν υπήρχε. Ήταν πιο εύκολο τότε, η αναζήτηση της αλήθειας στη δεκαετία του '20 ήταν μια πολύ δύσκλοη και χρονοβόρα υπόθεση.
Πέραν αυτού, κανέναν δεν ενοχλούσε ούτε το μυστήριο αλλά ούτε και ο μύθος. Ο Γκάτσμπι βόλευε πάρα πολύ τον κοινωνικό του περίγυρο, ο οποίος οργίαζε στα πάρτι του, την ώρα που εκείνος κρυβόταν στο δωμάτιό του.
Όπως προείπαμε, μπορείς να ξεγελάσεις τους πάντες, αλλά όχι τον εαυτό σου. Όχι μόνιμα τουλάχιστον. Η εσωστρέφεια του Γκάτσμπι ήταν μέρος του μύθου του και ερμηνευόταν ως εκκεντρικότητα. Ακριβώς όπως και οι εξωφρενικές κρεπάλες του Χάλστον. Στην πραγματικότητα ήταν η μάχη του αληθινού τους εαυτού με τον ψεύτικο.
Αποσιωπώντας το παρελθόν του, ο Γκάτσμπι έδινε την εσωτερική του μάχη, πολεμούσε τη βαθιά του ντροπή γι αυτό που ήταν στην πραγματικότητα, με ένα μόνιμο άγχος που εκφραζόταν κυρίως με την αγοραφοβία του. Ίσως φοβόταν ότι αν βγει εκεί έξω, κάποιος θα του φωνάξει στα μούτρα: «είσαι ένα ψέμμα». Πιθανότερα, όμως, φοβόταν τις εσωτερικές του φωνές που του το φώναζαν διαρκώς.
Όπως ο Γκάτσμπι έχτισε το νέο του εαυτό με χρήματα -το παν για την εποχή του-, ο Χάλστον δημιούργησε το νέο του εαυτό, σε μια εποχή που και οι δικές του διαφορετικότητες ήταν περιθωριοποιημένες από την κοινωνία, με άλλο τρόπο. Εξανάγκασε τον κόσμο να τον αποδεχθεί μέσα από τη δημιουργικότητα και τις αδιανόητες εκκεντρικότητές του. Έγινε μια περσόνα πέραν και πάνω από κάθε κοινωνική κριτική, όπως ο Νταλί, ή ο Γουόρχολ. Ήταν εξάλλου μια εποχή που ευνοούσε αυτού του είδους τη «μεταμόρφωση».
Ο ΜακΓκρέγκορ έπιασε αυτό ακριβώς που έπρεπε για να υποδυθεί τον Χάλστον: Τον έπαιξε σα καρικατούρα, επειδή ο ίδιος ο Χάλστον έκανε καρικατούρα τον εαυτό του.
Και το πλήρωσε με μια μόνιμη μοναξιά. Και έναν μόνιμο εθισμό. Στα ναρκωτικά και στους καταστροφικούς γι αυτόν ανθρώπους, διώχνωντας ταυτόχρονα από δίπλα του όσους νιάζονταν πραγματικά γι αυτόν. Όσοι τόλμησαν να του πουν την αλήθεια, «θυμήσου ποιος εισαι», τον εξόργισαν, τον συνέτριψαν, έγιναν από τη μια στιγμή στην άλλη εχθροί του.
Η σχετικά απλοϊκή εξήγηση που δίνεται στη σειρά για τα παιδικά τραύματα του Χάλστον -η κακοποίηση της μητέρας από τον πατέρα, αλλά και η απόρριψη του πατέρα προς τον ίδιο, είναι ίσως το μόνο σημείο που κάνει το «Halston» να χωλαίνει. Εκτός αν το δει κανείς αλλιώς:
Είναι η συνοπτική περιγραφή ενός οριζόντιου στην κοινωνία παιδικού τραύματος. Οι λεπτομέρειες δεν έχουν πολλή σημασία, αλλάζουν εξάλλου ανάλογα με τον τόπο, την εποχή και τις συνθήκες. Σημασία έχει ένα και μόνο: Τι αφήνει αυτό και πώς το διαχειρίζεται κανείς μεγαλώνοιντας...
Και σήμερα;
Σήμερα, θεωρητικά η επανεφεύρεση του εαυτού είναι πάρα πολύ δύσκολή, είναι μια εποχή που τα πάντα εγγράφονται και τα πάντα είναι εκεί έξω σε κοινή θέα. Κι όμως, είναι εντυπωσιακό πώς αυτή ακριβώς η έκθεση σε κοινή θέα βοηθά τελικά καθέναν από εμάς να δημιουργήσει τη φαντασιωσική του περσόνα, τη δική του άμυνα απέναντι στον πραγματικό του εαυτό.
Τα social media δίνουν την ευκαιρία να «χτίσεις» όποια εικόνα θέλεις: Να γίνεις όμορφος, νέος, πλούσιος, ευτυχισμένος, να διαφημίσεις την ευτυχία, την επιτυχία, το νέο μεγάλο σου έρωτα, το τελευταίο σου απόκτημα -έμψυχο ή άψυχο-, να «πουλήσεις» δανεική μόρφωση, ευφυία, ανύπαρκτη καταγωγή, μπορείς να είσαι ένας ολότελα άλλος, χωρίς κανείς ποτέ να σε αμφισβητήσει, όχι ανοιχτά τουλάχιστον.
Μπορείς να ικανοποιήσεις όλα τα κοινωνικά ζητούμενα, αλλά ταυτόχρονα και το εσωτερικό σου κενό: Ο κόσμος είναι γεμάτος από πολλούς μικρούς Χάλστον και Γκάτσμπι, χωρίς ίχνος από τη δημιουργικότητα ή τα χρήματα των παραπάνω, χωρίς τίποτα ενδεχομένως, οι οποίοι όμως δείχνουν στο «κοινό» τους αυτό που πιστεύουν ότι θέλει να βλέπει και προφανώς έχουν δίκιο:
«Είμαι πάρα πολύ καλά. Είμαι πάρα πολύ επιτυχημένος/η και ευτυχισμένος/η στην προσωπική, επαγγελματική και κοινωνική μου ζωή».
Αν υπάρχει κάτι που μάς διδάσκει το μυθιστόρημα του Φιτστζέραλντ και η ιστορία του Χάλστον, όμως, αυτό είναι ένα μάθημα που θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία και όσοι καταφέρνουν να το πάρουν στη ζωή, το πληρώνουν με πολύ κόπο και πόνο: Όσο κι αν επενεφεύρεις εξωτερικά τον εαυτό σου, για να ταιριάξει στις κοινωνικές απαιτήσεις ή στις προσωπικές σου άμυνες, η πραγματικότητα σε πυροβολεί πάντα από μέσα.
Κι αν δεν την αποδεχθείς και δεν συμβιβαστείς μαζί της, δεν μπορείς να είσαι ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος.