ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ

Ο Αντώνης Καλογιάννης μέσα από τα δικά του λόγια

Ο Αντώνης Καλογιάννης μέσα από τα δικά του λόγια
ΑΠΕ/ΜΠΕ

«Είμαι άνθρωπος. Δεν πιστεύω ότι μπορώ να συμμαχήσω μαζί του. Δε μπορώ να βρω αρμονική σχέση με το θάνατο. Με μισεί και τον μισώ. Γιατί θα μου στερήσει τον ήλιο, τη θάλασσα, τα βουνά, τις ωραίες γυναίκες να τις βλέπω, τους φίλους μου, το καφενείο, τον καβγά. Πώς να στο πω; Δεν τον πάω, δεν τον γουστάρω», είχε πει ο Αντώνης Καλογιάννης στην Έλενα Κατρίτση και την εκπομπή «Προσωπικά» για το μεγαλύτερό του φόβο, το θάνατο. Το θάνατο με τον οποίο ήλθε τελικά αντιμέτωπος χθες και από τον οποίο ηττήθηκε στα 81 του χρόνια.

«Η Φαραντούρη μ’ έπεισε τότε ότι δεν είμαι πια ένας τσαγκάρης, αλλά τραγουδιστής»

«Γεννήθηκα στην Καισαριανή, εδώ που μένω και δεν έφυγα ποτέ παρά μόνο στο διάστημα των πέντε χρόνων που έλειψα στο εξωτερικό. Εδώ γονείς, εδώ παιδιά, εδώ έφυγαν όλοι οι αγαπημένοι, από δω θα είναι και το τελευταίο ταξίδι. Δεν είμαι σούπερ ρεαλιστής όμως, ξέρω τι συμβαίνει γύρω μου. Ολα έγιναν ξαφνικά από τη μία μέρα στην άλλη. Με βρήκε ο Θεοδωράκης, τραγουδούσα σε ένα υπόγειο μαγαζί, έφτιαχνα παπούτσια. Τσαγκάρης. Τέλος πάντων δεν μπορώ να μιλάω γι’ αυτά. Μου κάθονται στο στομάχι. Τα χω πει τόσες φορές. Ποιον απασχολεί;», έχει πει στη Γιώτα Σύκκα σε συνέντευξη για την «Κ».

Ο Θεοδωράκης τοιν παίρνει μαζί του στη Μόσχα, στη θέση του Πουλόπουλου. Η πρώτη εμφάνιση γίνεται στη Σάλα Τσαϊκόφσκυ, ενώ σε επόμενη συναυλία στη Σάλα του Λένιγκραντ του ζητά αυτόγραφο ο Αράμ Χατσατουριάν. Ο Αντώνης Καλογιάννης, μη ξέροντας ποιος είναι, του δίνει, αλλά μόλις τον πληροφορούν ότι πρόκειται για το διάσημο συνθέτη, τον παρακαλεί και παίρνει ένα αυτόγραφο από κείνον, πάνω στο δίσκο με το Χορό των Σπαθιών. «Η φωνή του Αντώνη μου θυμίζει τα βουνά και τις θάλασσες της πατρίδας του», είχε πει γι αυτόν ο Χατζατουριάν. Ο Καλογιάννης επιστρέφει στην Ελλάδα, μην έχοντας ακόμη χωνέψει ότι είναι τραγουδιστής...

Συζητώντας με τον Γιώργο Τσάμπρα, είχε θυμηθεί: «Στην αρχή είχα αντιρρήσεις. Φοβόμουν ν’ αφήσω πάλι τη δουλειά. Η Φαραντούρη μ’ έπεισε τότε ότι δεν είμαι πια ένας τσαγκάρης, αλλά τραγουδιστής. Πραγματικά ξεκινάμε εκεί οι δυο και η Μαρίζα Κωχ. Από τις πρώτες μέρες γνωρίζω τον Βαγγέλη Γκούφα, τον Δημήτρη Χριστοδούλου. Ο Χριστοδούλου έρχεται, με πιάνει από το σβέρκο και μου λέει ότι “είμαι ένας δεύτερος Μπιθικώτσης”. Αν σου βάλω ένα δίσκο από εκείνη την εποχή, είναι αλήθεια, δε θα με αναγνωρίσεις. Σε καθημερινή βάση είναι στο μαγαζί ο Δημήτρης ο Χορν και όλη η ηγεσία της Αριστεράς, της αντιπολίτευσης. Τότε ο Γιάννης ο Διδίλης με πάει στη ΛΥΡΑ του κ. Πατσιφά και ηχογραφώ δυο δικά του τραγούδια, καθώς και δυο τραγούδια του Ξαρχάκου σε δεύτερη εκτέλεση. Δεν ξέρω αν κυκλοφόρησαν ποτέ εδώ. Εγώ τα βρήκα μετά από χρόνια σ’ ένα σούπερ μάρκετ στην Κοπεγχάγη. Όλα αυτά συμβαίνουν μέχρι την παραμονή της δικτατορίας…»

Στις ιδέες του παρέμεινε πιστός. «Παραμένω αριστερός. Δεν έχω φόβο να αλλάξω. Κάποτε ο Δημήτρης Χριστοδούλου μου είπε να διαβάσω τον Μαρκήσιο ντε Σαντ. Ήμασταν στο Παρίσι. Συναντιόμαστε σε λίγες ημέρες και με ρωτάει: το διάβασες; Απάντησα ναι. Όλο; Ναι. Και δεν το πέταξες; Νιώθω ένοχος. Εγώ το πέταξα στη μέση. Φοβήθηκα μη βρω τον εαυτό μου μέσα. Θέλω να σου πω ότι εγώ δεν επηρεάζομαι για να αλλάξω τις θέσεις μου. Δεν είναι θέμα εγωισμού αλλά αρχών». Ο Δημήτρης Χριστοδούλου ήταν γι αυτόν ο άνθρωπος που «μου έφτιαξε τον χαρακτήρα μου. Μου έδινε συμβουλές τι να διαβάσω και του έδινα καθημερινά αναφορά. Σε αυτόν οφείλω τη γνωριμία μου με την ποίηση, τον Αριστοτέλη, τη λογοτεχνία. Δεν είχα σχέση με τη μάθηση. Ήταν πνευματικός καθοδηγητής», όπως είχε πει στην «Κ».

«Η μεγάλη μου νίκη στη ζωή είναι ότι έμεινα ίδιος»

Χόμπι του η πόκα, μεγάλη του αγάπη η νικοτίνη, ξεκουραζόταν με το «Σεχραζάτ» του Ρίμσκι Κόρσακοφ. Το τραγούδι που πάντα τον συγκινούσε όταν το ερμήνευε ήταν η «Επιστροφή» και θα καλούσε σε γεύμα τον Μπαλτάθαρ Γκαρθόν, τον Ισπανό δικαστή που κίνησε τη διαδικασία για την έκδοση του δικτάτορα Πινοσέτ. Ο στίχος που τον έχει σημαδέψει στην ζωή του είναι «Δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ», ενώ το παράπονό του ως καλλιτέχνης το εκφράζει με έναν στίχο του Δ. Χριστοδούλου «Εγώ περπάτησα γυμνός, εγώ βαδίζω μόνος». Όλα αυτά μέσα από δικές του απαντήσεις στις 30 ερωτήσεις στα «Νέα».

Απ' όλους τους τραγουδιστές έκανε καλύτερη παρέα με τον Μπιθικώτση: «Ταιριάζαμε. Στην παρέα, τα τραγούδια -προσπαθούσα να τον μιμηθώ – στα χαρτιά που μας άρεσε να παίζουμε. Με βοήθησε σε θέματα ορθοφωνίας. Έκανε πολλά για μένα».

Μεγάλη του νίκη στη ζωή... «Ότι έμεινα ίδιος. Κάποτε πήγα στη Θεσσαλονίκη να βοηθήσω το μαγαζί ενός φίλου. Περνούσε δύσκολα. Είχε σκυλάδικο, σκυλάδικο. Πήγα λοιπόν εκεί και τραγουδούσα τους «Μοιραίους» του Βάρναλη, το «Στρώσε το στρώμα σου». Μερικοί φώναζαν «τι θα γίνει, θα ακούσουμε κι απ’ τα άλλα;». Κάποιοι άλλοι όμως έλεγαν: «πάψτε βρε, δεν ακούτε τον άνθρωπο τι μας λέει». Εμεινα 15 ημέρες με αυτό το ρεπερτόριο σε ένα μαγαζί που απ’ έξω ήταν γεμάτο ντάτσουν. Όμως μέσα, συμπεριφέρονταν σαν να ‘ταν σε εκκλησία. Από δέος, από άγνοια, όμως άκουγαν. Αυτή η νίκη είναι ουσιαστική», όπως είχε πει στην «Κ».

Χρήματα δεν έβγαλε, όχι πάντως όσα τα μεγάλα ονόματα της εποχής του «Ψάξε όσο θες. Τέτοια ποσά δεν θα βρεις σ' εμένα. Εγώ δεν σκεφτόμουν ποτέ πώς θα τα οικονομήσω. Εγώ τραγουδούσα «μην κλαις και μη φοβάσαι που βραδιάζει, εμείς που ζούσαμε φτωχοί». Αυτό το πιστεύω και γιά όλα τα παιδιά εκείνης της εποχής. Τη Μαρία(Φαραντούρη), τον Πέτρο (Πανδή), τον Γιώργο (Νταλάρα) την Λιζέττα (Νικολάου). Φαιδρός δεν ήμουν. Στο καφενείο που πηγαίνω στην Καισαριανή ακούω τους φίλους μου να λένε «πήρα το τάδε δάνειο». Πώς θα το ξεχρεώσεις ρε αδερφέ; «Μη σε νοιάζει», μου λένε. Μα η τράπεζα δεν είναι μωρός παρθένος. Μετά τρέχουν σαν τρελοί να ξεχρεώσουν και δεν έχουν χρόνο ούτε για την οικογένειά τους. Μεγάλη η μοναξιά των ανθρώπων. Μεγάλη πτώση και στις σχέσεις μεταξύ των γυναικών και των ανδρών από τα χρέη», είχε πει στη Ράνια Παπαδοπούλου.


«Στη ζωή πήρα και μου πήρανε»

Προσωπικότητα σύνθετη, αλλά πάντα ειλικρινής, ο Αντώνης Καλογιάννης, μιλούσε σπάνια για τα προσωπικά του, αλλά όταν το έκανε ήταν ευθύς και απερίφραστος:

«Στη διάρκεια της ζωής μου γνώρισα αρκετές γυναίκες. Με άλλες ήταν εφήμερα τα πράγματα. Υπήρξε όμως και μια φορά που έφυγα από το σπίτι μου. Όλα αυτά αντιμετωπίστηκαν από τη γυναίκα μου με αξιοπρέπεια. Θυμάμαι ένα Πάσχα στην Καισαριανή, που στην Ανάσταση άφησα την οικογένεια μου να προχωρήσει μπροστά κι εγώ έφυγα για να πάω στην άλλη γυναίκα. Μια φθορά που δε λέγεται επιλογή μου όμως. Γύρισε, λοιπόν, η γυναίκα μου και μου είπε “Αντώνη επειδή σε βλέπω και τυραννιέσαι σε παρακαλώ, πήγαινε και ζήσε μαζί της. Αν δεις ότι δε μπορείς να ζήσεις μαζί της, εγώ θα είμαι εδώ”. Δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Από αυτή τη γυναίκα την περίμενα αυτή τη στάση. Την εκτιμώ και την αγαπώ απεριόριστα», έχει πει στην Έλενα Κατρίτση.

Ο γάμος αυτός τού έδωσε δύο παιδιά. Στην πορεία έχασε το ένα. «Είναι η πρώτη φορά που μιλάω για αυτόν και η τελευταία. Η απώλεια του γιού μου ήταν καθοριστική για τη ζωή μου. Δεν ήταν μόνο ένας γιος, ήταν ένας φίλος, ένας σύντροφος, Ήμασταν δύο άνδρες που μιλούσαμε ως άνδρας προς άνδρα. Πονάνε όλα αυτά, αλλά δεν φοβάμαι τον πόνο».

«Είχα δυο παιδιά, τώρα έχω ένα. Γι’ αυτό λέω: πήρα και μου πήρανε. Έχω τρεις υπέροχες εγγονές, ζούμε μαζί θαυμάσια και τώρα περιμένω και την τέταρτη από την κόρη μου. Ξέρεις, είμαι φίλος παρά παππούς. Αντώνη με φωνάζουν...»

Το τραγούδι σήμερα: «Ζούμε την εποχή των τραγουδιστικών κλώνων»

«Αυτοί οι σπαραγμοί μετά μουσικής, κάνουν καλό στο κανάλι όχι όμως στους συμμετέχοντες. Για ένα παιδί από την επαρχία που κάνει ένα σουξεδάκι και αμοίβεται με χίλια ευρώ το βράδυ, είναι καταξίωση. Υπολόγισε: 16.000 ευρώ το μήνα! Τρελαίνεται. Πιάνει ένα σπίτι, παίρνει μια ΒΜW και ξαφνικά βρίσκεται εκτός ριάλιτι, εκτός σουξέ, εκτός παρέας. Εκεί έρχονται τα άσχημα. Αντε λίγη κόκα, λίγο χασισάκι, λίγο ποτό παραπάνω και το παιδί καίγεται. Ξέρεις τι άγχος έχουν αυτά τα παιδιά; Αν υπήρχε ένα σχετικό μηχάνημα θα έσπαγε το κοντέρ. Το ζήτημα όμως είναι ότι το άγχος σχετίζεται με τη βραδιά όχι με το αύριο», είχζε πει στη Γιώτα Σύκκα.

«Εμάς, μας έσωσαν τα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα. Είχαμε διωγμούς, στερήσεις, οικογένειες σε εξορίες. Αγωνία για την επιβίωση όχι για το επιπλέον. Υπήρχε ένα κοινό όραμα. Υστερα μπήκαν και οι μεγάλοι σ’ αυτό. Ποιητές και δημιουργοί. Ήταν οι αιμοδότες. Ο Μίκης, ο Χατζιδάκις. Ετσι ακούσαμε Βάρναλη, Σεφέρη, Ρίτσο. Ο λαός αγαπούσε εξίσου τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” και το “Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου”.

Οι δισκογραφικές σήμερα δεν θέλουν περίπλοκα πράγματα. Γράφει ο στιχουργός ένα τραγούδι, φωνάζουν ένα νέο αγόρι με ωραίο βλέμμα και χωρίς τρίχες στο στήθος, παίρνουν ένα μεροκάματο ο καθένας και όλοι είναι ευχαριστημένοι. Κάποτε τα σύμβολα του σεξ ήταν δασύτριχα. Τώρα είναι ξυρισμένα κεφάλια και στήθος καθαρό. Είναι θέμα μόδας, η εικόνα, μπορώ να το κατανοήσω. Το πρόβλημα είναι άλλο: η φωνή. Αν βάλεις μπροστά από πέντε τραγουδίστριες ένα παραβάν και τις ακούσεις θα είναι όλες ίδιες. Ομοιόμορφες φωνές, ίδιες αναπνοές, ίδιοι ρυθμοί. Ζούμε την εποχή των τραγουδιστικών κλώνων».

Ο Αντώνης Καλογιάννης φορούσε πάντα λευκά

«Στο μεσαίωνα το λευκό ήταν στοιχείο πένθους. Εγώ είχα πολλά να πενθήσω. Τη ζωή που φεύγει, αυτό που δεν πάει καλά, τους δικούς μου αγνοούμενους, τους άλλους στην εξορία. Λίγες ήταν οι χαρές. Από τις ανθρώπινες σχέσεις είμαι χορτασμένος. Ευχαριστημένος που προσπάθησα να μη μείνω αδαής. Που άνοιξα κάποια βιβλία, γνώρισα ανθρώπους ξεχωριστούς. Σαράντα χρόνια γεμάτα. Κάποιος με έφερε στον κόσμο, κάποιους έφερα, δεν χρωστάω τίποτα. Δεν οφείλω ούτε μια πεντάρα στη μάνα φύση»...