ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ

Στην καραντίνα με τον Αλμοδόβαρ - Το αποκαλυπτικό ημερολόγιο του σκηνοθέτη

Joel C Ryan/Invision/AP

Κλεισμένος στο σπίτι του και έχοντας πολύ χρόνο, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ αποφάσισε να συγγράψει ένα Ημερολόγιο Καραντίνας. Σε αυτό μιλάει πολύ για το πώς νοιώθει ο ίδιος, αλλά κάνει και απολαυστικές αποκαλύψεις για το παρελθόν. Όπως, για παράδειγμα, για τη βραδιά που η Μαντόνα ρίχτηκε στον Αντόνιο Μπαντέρας μπροστά στα μάτια της γυναίκας του... 

Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ έγραψε μια σειρά κειμένων για την εφημερίδα El Pais, ένα Ημερολόγιο Καραντίντας. Σε αυτά μίλησε για τις στιγμές θλίψης και μοναξιάς που πέρασε, για την αγωνία του σχετικά με την ασθένεια που τον κατατρώει, αλλά και την παράξενη αίσθηση οικειότητας του εγκλεισμού. «Το πρώτο πράγμα που ανακάλυψα είναι ότι η κατάστασή μου στην καραντίνα δεν διαφέρει ιδιαίτερα από την καθημερινή μου ρουτίνα -έχω συνηθίσει να ζω μόνος και να βρίσκομαι σε διαρκή ετοιμότητα», έγραψε στα Ημερολόγια.

Αγοραφοβία και κλειστοφοβία

Εδώ και δέκα χρόνια, ο 70χρονος Αλμοδόβαρ, ο οποίος υπήρξε στο παρελθόν μόνιμος θαμώνας των κλαμπ και παρών στα νυχτερινά στέκια της Μαδρίτης, ένας απίστευτα εξωστρεφής τύπος και κατά δική του ομολογία λάτρης της κοκαΐνης, αποσύρθηκε από τον έξω κόσμο. Ταξιδεύει σπάνια, βγαίνει ελάχιστα και δεν αφήνει το εκπληκτικό διαμέρισμά του με τους κόκκινους τοίχους παρά μόνο για να πάει στον κινηματογράφο. «Εδώ και χρόνια υποφέρω από αγοραφοβία και κλειστοφοβία», έγραψε στα Ημερολόγια Καραντίνας.

«Χθες βράδυ άρχισα να νιώθω τα πρώτα συμπτώματα κλειστοφοβίας. Μου εμφανίστηκαν αργά, αν και είμαι κλειστοφοβικός και αγοραφοβικός εδώ και χρόνια. Ξέρω ότι είναι δύο αντίθετες ασθένειες αλλά το σώμα μου έτσι είναι, παράδοξο. Είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του, πάντα ήταν.

Χθες βράδυ, ήξερα ότι σήμερα θα προσπαθούσα να βγω από το σπίτι. Ένιωσα λες και προετοιμαζόμουν να κάνω κάποιο έγκλημα και μελετούσα τις κινήσεις μου. Σαν κάποιος που θα απολαύσει κάτι απαγορευμένο και δεν μπορεί να το αποφύγει.

Το σχέδιό μου ήταν απλό: ήθελα να βγω από το σπίτι για να αγοράσω φαγητό, γιατί είμαι μόνος. Έτσι, το πρωί που ετοιμάστηκα για την έξοδο είχα την αίσθηση ότι έκανα κάτι πρωτοφανές: έπρεπε να ντυθώ. Εδώ και 17 ημέρες δεν είχα ντυθεί για έξω και σήμερα το ζω σαν κάτι πολύ ιδιαίτερο. Θυμήθηκα άλλες στιγμές, όταν έπρεπε να ετοιμαστώ, στιγμές σημαντικές για μένα που συνειδητοποιώ σήμερα ότι έχουν χαραχτεί στη μνήμη μου. Θυμήθηκα, για παράδειγμα, όταν το 1980, στην οδό Lope de Rueda, ντύθηκα για να πάω να δω την αβάν πρεμιέρ της ταινίας μου «Η Πέπι, η Λούσι, η Μπομ και τα άλλα κορίτσια», στο σινεμά Peñalver της οδού Conde de Peñalver. Ήταν μια μικρή αίθουσα, αλλά εγώ ένιωθα σαν η ταινία μου να παιζόταν στο Κόντακ Θίατερ του Λος Αντζελες. Ήταν η πρώτη φορά που μια ταινία μου παιζόταν στο κοινό, η πρώτη φορά που σε ένα πραγματικό εμπορικό σινεμά, με αίθουσα γεμάτη πολυθρόνες, οι θεατές ανακάλυπταν εικόνες που είχα δημιουργήσει, με τους φίλους μου, επί ενάμιση χρόνο που είχαν κρατήσει τα γυρίσματα. Οι θεατές μέσα στην αίθουσα γελούσαν με την καρδιά τους. Θυμάμαι εκείνη την ημέρα φορούσα ένα μεταξωτό, κόκκινο μπουφάν που είχα αγοράσει στο Λονδίνο, στην αγορά του Πορτομπέλο.

Δεν θυμόμαστε πάντα τα ρούχα που φοράμε, αλλά εγώ θυμάμαι όταν δύο χρόνια πριν την πρεμιέρα της Πέπι, στην εποχή της Movida πάντα, είχα φορέσει ένα γκρι κοστούμι με γιακά Μάο για να πάω σε ένα μπαρ, στην συνοικία Malasaña, που το είχε ένα αγόρι που μου άρεσε. Ο γιακάς Μάο δεν είναι εντελώς του γούστου μου, προτιμώ τους γιακάδες Πέρκινς που κρύβουν το διπλό πηγούνι. Θυμάμαι όμως το κοστούμι με γιακά Μάο γιατί αυτό το αγόρι εγκαταστάθηκε στη ζωή μου για δύο ή τρία χρόνια.

Στο πάρτι της Τζέιν Φόντα

Θυμάμαι, επίσης, το μπλε σμόκιν από μετάξι Shantung του σχεδιαστή Antonio Alvarado και τις μπότες με καρφιά, σαν αυτές που φτιάχνει σήμερα ο Christian Louboutin, που φορούσα στην τελετή των Όσκαρ το 1989 που παρευρέθηκα για πρώτη φορά. Η ταινία μου Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης δεν κέρδισε, ο τσακωμός μου με την Κάρμεν Μάουρα ξέσπασε μπροστά στα μάτια όλου του πλανήτη, αλλά αυτή η επίσκεψή μου στο Λος Άντζελες ήταν γεμάτη από συγκλονιστικά επεισόδια. Τέσσερις ή πέντε ημέρες πριν την τελετή, είχαμε δειπνήσει το σπίτι της Τζέην Φόντα, η οποία είχε πάθει εμμονή με την ιδέα να κάνει το ριμέικ της ταινίας Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης. Είχε πολύ λίγους καλεσμένους, την Αντζέλικα Χιούστον και τον σύντροφό της εκείνη την εποχή Τζακ Νίκολσον, ο οποίος έλεγε στη Μπιμπιάνα Χερνάντεζ ότι την είχε δει το ίδιο απόγευμα σε ένα ματς των Lakers. Η Σερ ήταν φυσικά βαμμένη και πολύ όμορφη, πιο όμορφη και πιο κοντή από ό,τι φανταζόμουν.

Περάσαμε όλο το βράδυ να παραληρούμε με αυτούς τους απίστευτους καλεσμένους και με τον Τζακ. Βγάλαμε πολλές φωτογραφίες όλοι μαζί, ανάμεσα σε πίνακες που είχε ζωγραφίσει ο πατέρας της Τζέην, ο Χένρι Φόντα.

Όταν η Μαντόνα ρίχτηκε στον Μπαντέρας

Την επομένη της τελετής, το πρωί, μια γυναικεία φωνή μου τηλεφώνησε στο ξενοδοχείο. Μου μίλησε σαν να καταλάβαινε κπληξη που θα ένοιωθα: «Καλημέρα, είμαι η Μαντόνα, κάνω ένα γύρισμα για το Dick Tracy και θα ήθελα να σου δείξω το πλατό, σήμερα δεν έχω γυρίσματα και μπορώ να σου αφιερώσω ολόκληρη τη μέρα μου».

Θα μπορούσε να είναι μια ψεύτικη Μαντόνα ή μια ψυχοπαθής που σχεδίαζε να με κόψει κομματάκια σε ένα από αυτά τα άδεια οικόπεδα που περιγράφει τέλεια ο Τζέιμς Ελρόι (αν έχετε διαβάσει το Η Μαύρη Ντάλια θα καταλάβατε τι εννοώ, η μητέρα του βρέθηκε κομματιασμένη σε ένα τέτοιο μέρος). Μπορείτε επίσης να δείτε την ταινία που έκανε ο αγαπημένος μου Μπράιαν ντε Πάλμα, βασισμένη στο ίδιο βιβλίο, με τη Σκάρλετ Γιόχανσον και τη Χίλαρι Σουάνκ, αλλά δεν ήταν πολύ καλή…

Για να γυρίσω στο θέμα με τη Μαντόνα, θα μπορούσε να είναι κάποιος που μου κάνει πλάκα αλλά η αυτοπεποίθησή μου, αν και δεν είχα κερδίσει το Όσκαρ, ήταν ανεβασμένη και ήξερα πως ήταν εκείνη. Η φωνή της Μαντόνα μου έδωσε μια διεύθυνση όπου έκαναν τα γυρίσματα και πήγα, φυσικά.

@AP Photo/Alastair Grant

Η αλήθεια είναι ότι όλοι, από τον Γουόρεν Μπίτι ως τον Βιτόριο Στοράρο ήταν πολύ ευχάριστοι μαζί μου. Ο Μπίτι επέμεινε να καθίσω στην πολυθρόνα που έγραφε το όνομά του, εκεί δηλαδή που κάθεται ο σκηνοθέτης. Γύριζαν μια σκηνή όπου ο Αλ Πατσίνο, αγνώριστος, δεν σταματούσε να μιλάει. Για την ερμηνεία του τιμήθηκε με Όσκαρ, την επόμενη χρονιά και η ταινία πήρε τρία βραβεία.

Αν η Μαντόνα σου τηλεφωνεί και σε συναντά την ημέρα που δεν κέρδισες Όσκαρ αυτό σημαίνει ότι το material girl ενδιαφέρεται πολύ για σένα. Και πράγματι, ξαναβρεθήκαμε, την επόμενη χρονιά, με αφορμή την περιοδεία της Blond Ambition Tour. Βγήκα μαζί της όσο βρισκόταν στη Μαδρίτη και οργάνωσα ένα μεγάλο πάρτι φλαμένκο στο ξενοδοχείο Παλλάς. Οι ηθοποιοί μου Loles León, Rossy de Palma και η Bibiana Fernández ήρθαν στο πάρτι, αλλά η Μαντόνα με άφησε να καταλάβω ότι εκτός από μένα, ο μόνος που ήθελε να γνωρίσει ήταν ο Αντόνιο Μπαντέρας. Της υποσχέθηκα λοιπόν ότι θα ερχόταν, χωρίς να της διευκρινίσω ότι δεν μπορούσα να του ζητήσω να έρθει χωρίς τη σύζυγό του, την Άνα Λέζα τότε.

Η Μαντόνα αποφάσισε και πως θα καθόμασταν στα τραπέζια. Φυσικά, η ίδια εγκαταστάθηκε στο κεντρικό τραπέζι, με εμένα δεξιά της και τον Αντόνιο αριστερά. Έβαλε την Άνα Λέζα να καθίσει στην άλλη άκρη του τεράστιου σαλονιού.

Εκτός από εμάς τους δύο, η Μαντόνα δεν πρόσεξε κανέναν άλλο. Ένα μέλος της ομάδας της κρατούσε μια κάμερα και μαγνητοσκοπούσε τα πάντα, «για να έχω μια ανάμνηση», μου είπε η Μαντόνα. Με έκπληξη είδα ότι δίπλα στην κάμερα είχε ένα άλλο αγόρι που κρατούσε ένα κλαπ που έχουμε στα γυρίσματα. Εξεπλάγην, αλλά ως καλός οικοδεσπότης δεν ζήτησα εξηγήσεις. Επιπλέον, έπρεπε να μεταφράζω στη Μαντόνα όσα την ενδιέφεραν για τον Αντόνιο. Εκείνη την εποχή η καριέρα του Αντόνιο βρισκόταν σε φάση απογείωσης, η ταινία «Δέσε με» είχε βγει ήδη στις ΗΠΑ και είχε ενθουσιάσει τους κριτικούς (και την Μαντόνα), αλλά το 1990, εκείνο το βράδυ, δεν μιλούσε ακόμη ούτε λέξη αγγλικά.

Τα λέω όλα αυτά γιατί έναν χρόνο αργότερα, είδα ότι βγήκε η ταινία «Στο κρεβάτι με τη Μαντόνα» και ανακάλυψα ότι ένα μεγάλο μέρος της ταινίας είχε γυριστεί σε εκείνο το πάρτι στο Παλάς. O τρόπος που όρμησε η Μαντόνα στον Αντόνιο ήταν επίσης μέσα στην εν λόγω ταινία, αλλά και η φράση-φαρμάκι που είπε στην Άνα Λέζα. Πράγματι, στο τέλος του δείπνου, η Άνα τόλμησε να πλησιάσει το τραπέζι και είπε, ειρωνικά, στην κυρίαρχη ξανθιά: «Βλέπω ότι σου αρέσει ο σύζυγός μου, αυτό δεν με εκπλήσσει, αρέσει σε όλες τις γυναίκες, αλλά δεν με νοιάζει γιατί εγώ είμαι πολύ μοντέρνα». Και ήρθε άμεσα η απίστευτη απάντηση της Μαντόνα: «Get lost»(Αντε χάσου).

Όλα όσα γράφω μπορεί να μοιάζουν επιφανειακά, και δικαίως, για ένα Ημερολόγιο εγκλεισμού. Αλλά η μνήμη είναι τόσο παράλογη όταν ψάχνει στις αναμνήσεις μας. Ίσως μοιάζει και σαν να λύνω παλιούς λογαριασμούς, αλλά αν είχε συμβεί το αντίθετο, αν δηλαδή εγώ είχα κινηματογραφήσει τη Μαντόνα και τους φίλους της και είχα φτιάξει με αυτές τις εικόνες μια ταινία, με παγκόσμια διανομή, σίγουρα θα είχα προβλήματα, ίσως και μηνύσεις από τις οποίες δεν θα είχα συνέλθει εύκολα. Η Μαντόνα μας πήρε πραγματικά για ηλίθιους, ήθελα ειλικρινά να το πω μια μέρα, δεν καταδέχτηκε καν να μας ζητήσει την άδεια για να χρησιμοποιήσει τα πρόσωπά μας. Επιπλέον με ντούμπλαρε στην ταινία γιατί τα αγγλικά μου δεν της άρεσαν.

Ρώτα τον Αντόνιο αν του αρέσει να χτυπάει τις γυναίκες

Σε εκείνο το τραπέζι, κάποια στιγμή η Μαντόνα μου λέει: «Ρώτα τον Αντόνιο αν του αρέσει να χτυπάει γυναίκες». Ορκίζομαι ότι έγινε ακριβώς έτσι. Ο Αντόνιο δεν μπόρεσε να απαντήσει, ψέλλισε κάτι, έκανε κάποιες γκριμάτσες του τύπου «είμαι Ισπανός τζέντλεμαν και κάνω ό,τι μου ζητήσει μια κυρία». Η σιωπή του και οι κινήσεις του ήταν εύγλωττες για μένα, αλλά η Μαντόνα ήθελε λεπτομέρειες. «Ρώτησέ τον», μου ξαναλέει, «αν του αρέσει να τον χτυπούν οι γυναίκες». Ο Αντόνιο ξαναπαίρνει το ίδιο ύφος, χωρίς να λέει ναι ή όχι.

Τα διηγούμαι όλα αυτά, πρώτον γιατί είναι αλήθεια και δεύτερον γιατί αυτή την πιο διασκεδαστική σκηνή της βραδιάς η Μαντόνα δεν την έδειξε στη ταινία της. Έπρεπε να έρθει η πανδημία του κορωνοϊού για να μάθει ο κόσμος τι έγινε πραγματικά σε εκείνο το τραπέζι, εκείνο το βράδυ…

Τελικά βγήκα από το σπίτι μου μετά από 17 ημέρες απόλυτης καραντίνας. Δεν ήθελα να χάσω την αίσθηση μιας τέτοιας εμπειρίας και είχα κάθε λόγο να το κάνω γιατί ήθελα να ψωνίσω στο παντοπωλείο. Η αίσθηση ήταν παράξενη, αλλά μου χάρισε μια βαθιά γαλήνη, μια σιωπή και ένα κενό πολύ ευχάριστα. Δεν σκεφτόμουν πλέον τους νεκρούς και τα κρούσματα, έβλεπα μπροστά μου μια άγνωστη Μαδρίτη, σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση την οποία δεν μπορώ να περιγράψω. Προτιμώ να μη σκέφτομαι τα θύματα, ξέρουμε τον τεράστιο αριθμό τους, γράφω ακριβώς για να προσπαθήσω να τα ξεχάσω όλα αυτά, σαν μια κίνηση προς τα εμπρός. Γιατί αν έμενα στην πραγματικότητα, θα με χτυπούσε σαν κεραυνός. Και δεν το θέλω».

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης