ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ

«Αν μια μελωδία δεν σφυρίζεται, δεν είναι καλή»: Ο σπουδαίος Γιάννης Σπανός μέσα από τα λόγια του

«Αν μια μελωδία δεν σφυρίζεται, δεν είναι καλή»: Ο σπουδαίος Γιάννης Σπανός μέσα από τα λόγια του
Facebook

Θα ήταν πράγματι κλισέ να πει κανείς ότι η ελληνική μουσική θα ήταν πολύ φτωχότερη χωρίς το Γιάννη Σπανό. Η αλήθεια είναι ότι έτσι κι αλλιώς η πρόταση είναι λάθος: Η μουσική γενικά θα ήταν φτωχότερη χωρίς το Γιάννη Σπανό. Αλλά και ο κόσμος. Ένας κόσμος που έχει ανάγκη από ανθρώπους που δεν ξέρει κανείς τι να ξεχωρίσει περισσότερο σ' αυτούς: Το ταλέντο τους ή τη σεμνότητά τους... 

Ο Γιάννης Σπανός μιλούσε πολύ σπάνια για τον εαυτό του. Γι αυτό και ήταν μεγάλη επιτυχία των ανθρώπων που κατάφεραν να τον κάνουν να μιλήσει. Και βέβαια, δν υπάρχει καλύτερος τρόπος να ανασυνθέσει κανείς την ιστορία κάποιου, από το να ακούσει να τη διηγείται ο ίδιος.

«Τα παιδικά μου χρόνια έμοιαζαν με τους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου στην Οδό Αριστοτέλους. Παίζαν οι μικρότεροι κλέφτες κι αστυνόμους κι ήταν αρχηγός ένα αγοροκόριτσο, μόνο που δεν την έλεγαν Αργυρώ», είχε πει o Γιάννης Σπανός σε συνέντευξη στο «People». Ούτε ήταν στη Θεσσαλονίκη. Ήταν στο Κιάτο Κορινθίας, απ' όπου ξεκίνησε στις 26 Ιουλίου 1934, ένα εκπληκτικό ταξίδι 85 χρόνων. Ένα ταξίδι που τον οδήγησε από το Κιάτο στην Αθήνα και στο Παρίσι, αλλά πάνω απ' όλα τον οδήγησε σε μια μοναδική μουσική πορεία, που θα μείνει ανεξίτιλη ακόμα και τώρα που ο συνθέτης δεν είναι πια εδώ.

Τα παιδικά χρόνια του Γιάννη Σπανού δεν είχαν δυσκολίες, απ' αυτές που περιμένει κανείς να ακούσει για έναν σπουδαίο δημιουργό. Αντιθέτως. Ήταν το μικρότερο παιδί του Νίκου και της Κασσάνδρας Σπανού. «Ο πατέρας μου ήταν οδοντίατρος και η μητέρα μου, απλώς, σύζυγος του πατέρα μου. Το Κιάτο τότε είχε όλα τα χαρακτηριστικά της κωμόπολης, με χωματόδρομους και αλάνες για να παίζουν τα παιδιά. Σήμερα έχω την αίσθηση πως τα παιδιά πάνε κατευθείαν στην εφηβεία, στερούνται όμορφων εμπειριών. Μεγάλωσα σε μια κοινωνία όπου δεν υπήρχαν διακρίσεις ταξικές. Έχω μόνο καλά πράγματα να θυμάμαι και γι' αυτό δεν θέλω να περηφανεύομαι. Σέβομαι τα άλλα παιδιά που μεγάλωσαν άσχημα», είχε διηγηθεί ο ίδιος στη LIFO και τον Αντώνη Μποσκοΐτη, το 2015.

Στο σπίτι υπάρχει πιάνο. Όπως και σε πολλά μεσοαστικά σπίτια της εποχής. Έπαιζε η αδελφή του, εκείνος άκουγε και κάποια στιγμή άρχισε να παίζει. Χωρίς να ξέρει να διαβάζει μουσική. Με το αυτί. Ένα χάρισμα που ο ίδιος παραδέχθηκε αργότερα ότι ήταν δίκοπο μαχαίρι: «Μπορεί να νομίζεις ότι ξέρεις πολλά, αλλά στην ουσία να ξέρεις ελάχιστα. Είναι σαν το σχολείο όπου 'πηδάς' τάξεις, χωρίς να έχεις ωριμάσει στη γνώση». Του άρεσε πολύ το πιάνο -μια αγάπη που παρέμεινε μαζί του μέχρι το τέλος- και το προσπάθησε. Πήγε σε Ωδείο, στην Κόρινθο και πάλευε επί ώρες με τον Τσαϊκόφσκι, μέχρι που τα χέρια του άρχισαν να παθαίνουν αγκύλωση, ενώ ο ίδιος κατάλαβε ότι δεν θα γινόταν ποτέ μεγάλος πιανίστας: «Δεν ήμουν παιδί-θαύμα, σαν τον Σγούρο, που έπαιζε καταπληκτικά από 5 ετών». Και κάπως έτσι στράφηκε στο τραγούδι, αξιοποιώντας διαφορετικά το «αυτί του».

«Θα έκανα τα πάντα για να επιβιώσω μόνο με το πιάνο μου»

Τελειώνοντας το σχολείο, πιάνει δουλειά ως πιανίστας σε σχολή χορού. Περισσότερο για να πείσει τον πατέρα του ότι μπορεί να επιβιώσει με τη μουσική. Η παιδική ιστορία επαναλαμβάνεται: Παίζει δύσκολα κομμάτια μετά μανίας, τα χέρια του παθαίνουν ζημιά. Ταυτόχρονα, επιδίδεται με τον ίδιο ζήλο και σε μια άλλη του μεγάλη αγάπη. Αρχίζει να μαθαίνει ξένες γλώσσες και ο πατέρας του αποφασίζει να τον στείλει σε ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Για έναν ολόκληρο χρόνο: «Για έναν χρόνο μπορείς να πας Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία ή Γερμανία. Πήγαινε, ξαναέλα και βλέπουμε τι κάνουμε», του είπε. Κι εδώ αρχίζει να ξεδιπλώνεται για πρώτη φορά η προσωπικότητα που υπήρξε στο υπόλοιπο της ζωής του ο Γιάννης Σπανός. Ο πατέρας του είχε την οικονομική άνεση, αλλά ο ίδιος δεν ήθελε να παίρνει χρήματα από εκείνον. Ήθελε να ζήσει από τη μουσική. Και ο τόπος όπου αποφάσισε να το κάνει αυτό ήταν, προφανέστατα, το Παρίσι.

Το Παρίσι τον κερδίζει ακαριαία. Είναι κεραυνοβόλος έρωτας. Με τον τόπο αλλά και τη μουσική του. Μένει εκεί τρία χρόνια και επιστρέφει όταν του το ζητάει ο πατέρας του. Κάνει την παραχώρηση, δίνει εξετάσεις, περνάει στη νομική, αλλά δεν αντέχει. Το Παρίσι του λείπει αφόρητα και η συντηρητική Ελλάδα τον πνίγει. Φεύγει ξανά για να ζήσει το όνειρο, βουτώντας βαθιά στην γαλλική μουσική κουλτούρα. Γνωρίζεται με την Ζυλιέτ Γκρεκό, τον Μισέλ Λεγκράν, την Μπριζίτ Μπαρντό, τον Μισέλ Πικολί και την Εντίθ Πιαφ. Έχει να διηγηθεί άπειρες ιστορίες. Για τις οντισιόν που περνούσε προκειμένου να κάτι κάτι στο γαλλικό chanson της εποχής. Για το πώς εντάχθηκε στην παρέα των καλλιτεχνών της Αριστερής Όχθης του Σηκουάνα, μουσικών, ποιητών, σκηνοθετών, ζωγράφων. Πώς έγινε φίλος με τον Κώστα Γαβρά. Πώς ξεκίνησε να συνοδεύει διάσημους Γάλλους τραγουδιστές και κατάλαβε ότι μπορεί να μελοποιήσει και ο ίδιος. Ο πρώτος που συνόδευσε ήταν ο Σερζ Γκενσμπούργκ. «Ο Γκενσμπούργκ είχε τη δυσκολία του, γιατί έγραφε μουσικές με τζαζ στοιχεία. Ήταν πότης κι όταν έπινε γινόταν θαύμα! Είχε την προσωπική του σφραγίδα στα τραγούδια του».

Η γνωριμία και η συνεργασία του με τη Μπριζίτ Μπαρντό είναι αυτή που έχει -εύλογα- συζητηθεί όσο καμία άλλη. Ο ίδιος, όμως, ήταν πάντα πολύ πιο περήφανος για τη συνεργασία του με τη Ζιλιέτ Γκρεκό, η οποία ηχογράφησε 18 δικά του τραγούδια. Έχει πει ότι με αυτή τη συνεργασία αισθάνθηκε πλήρης: «Φαντάσου πόσο απρόσιτο θα φαινόταν σ' ένα παιδί απ' το Κιάτο να συνεργάζεται με τη μούσα των υπαρξιστών!»...

Κυνηγούσε τη Γκρεκό δύο χρόνια. Όταν κατάφερε να μιλήσει μαζί της, πήγε και την είδε στο σπίτι της. Εντυπωσιάστηκε βλέποντας εκεί το Μισέλ Πικολί, σύντροφό της τότε, αλλά και τη Φρανσουάζ Σαγκάν. Με την Μπαρντό, είχαν έναν κοινό φίλο, στιχουργό, κι εκείνος της πήγε τραγούδια του. «Εντάξει, ήταν το απόλυτο sex symbol η Μπριζίτ Μπαρντό τότε, δεν την πλησίαζες εύκολα. Ποτέ δεν τη συνάντησα, αν και τα τραγούδια μου με τη φωνή της υπάρχουν έως και στο YouTube»...

«Αν μια μελωδία δεν σφυρίζεται, δεν είναι καλή μελωδία...»

Κάπως έτσι ήταν η ζωή του στη Γαλλία, μέχρι το 1975. Στο διάστημα αυτό πηγαινοερχόταν στην Ελλάδα, αλλά η καρδιά του κατοικουσε μόνιμα στη γαλλική πρωτεύουσα. Ήταν εποχές που σάρωναν ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις και ο Ξαρχάκος. Κάπου μέσα σε όλο αυτό, καταφέρνει να βρει τη θέση του, γράφοντας τραγουδια με το στιχουργό Γιώργο Παπαστεφάνου.

Στις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν, οι νότες του, εμποτισμένες με τη γλύκα που του άφησε ανεξίτιλη η Γαλλία, θα δημιουργήσουν διαμάντια με διαχρονική λάμψη, τα οποία σημάδεψαν όλους μας.

«Διήνυσα πολλές εποχές ως συνθέτης και κάθε φορά θέλω να κάνω και κάτι άλλο. Δεν αναπολώ το παρελθόν, γιατί ταλαιπωρήθηκα. Κι ας έχω κάνει λάθη, ήθελα το μυαλό μου ελεύθερο. Το λάθος μου ήταν ότι έκανα πολλά σκόρπια πράγματα κι ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι εύκολα μου βγαίνει η μελωδία. Έτσι βγήκε πριν από μερικά χρόνια ένας σπουδαίος τραγουδοποιός που εκτιμώ πολύ και δήλωσε ότι 'η μουσική προχωράει μαζί με τις ορχήστρες, δεν θα μείνουμε στη μελωδία του Γιάννη Σπανού'. Βέβαια, δεν ήμουν εκεί να του απαντήσω πως αν μια μελωδία δεν σφυρίζεται, δεν είναι καλή μελωδία».

«Στην Αλάνα», «Άνθρωποι μονάχοι», «Με πνίγει τούτη η σιωπή», «Προσωπικά» , «Φταίμε κι οι δυο»... Η μελαγχολία που αποπνέει η «Οδός Αριστοτέλους» και το «Σπασμένο Καράβι» αλλά και η ιστορία του λογιστή που πρωταγωνιστεί στο «Ιδανικός και ανάξιος εραστής» σε στίχους του Νίκου Καββαδία αναδεικνύουν τη λυρικότητα των συνθέσεών του. Αγαπούσε πολύ την ποίηση και μελοποίησε πολλά ποιήματα: «Άντλησα όλο το υλικό από ποιητικές ανθολογίες, ό,τι διάβαζα και μου ταίριαζε το μελοποιούσα μονομιάς – Καββαδίας, Λεοντάρης, Σαχτούρης και για πρώτη φορά μελοποίηση στον Σκαρίμπα. Αν δεν με συγκινούσαν τα ποιήματα, δεν θα ασχολιόμουν. Δε με ενδιέφερε να λέω ότι κάνω μελοποιημένη ποίηση, ανέκαθεν ήθελα το ποίημα και η μουσική να έρχονται 50-50 ή 40-60». Η Άλκηστις Πρωτοψάλτη, ο Γιάννης Πάριος, η Βίκυ Μοσχολιού, η Καίτη Χωματά, η Δήμητρα Γαλάνη, η Μαρινέλλα, ο Κώστας Καράλης και πολλοί άλλοι, τραγουδούν συνθέσεις γραμμένες από έναν ευαίσθητο άνθρωπο που δεν ήθελε ποτέ να μιλάει πολύ για τον εαυτό του. «Όλα πήραν ένα δρόμο από μόνα τους. Δεν επιδίωξα ποτέ δόξα και προβολή. Έκανα πάντα αυτό που αισθανόμουν και ποτέ μου δεν προκάλεσα. Προσωπικά, έκανα μια ενδοσκόπηση για να καταλάβω ποια είναι τα όριά μου. Ακόμα και σήμερα, είμαι πολύ προσεκτικός όταν μιλάω. Δεν θα έλεγα ποτέ για τον εαυτό μου πως είμαι σπουδαίος. Πλάι στον κορυφαίο γάλλο πιανίστα, συνθέτη και φίλο μου, Μισέλ Λεγκράν, έμαθα τι σημαίνει να είσαι μεγάλος μουσικός και να μην μιλάς καθόλου γι αυτό. Αυτός είναι και ο λόγος που τσακωνόμαστε με την φίλη μου την Αρλέτα γιατί επιμένει πως είμαι ανόητος , καθώς θωρεί πως δεν προωθώ τον εαυτό μου και δεν δείχνω ποιος είμαι. Έβλεπε τους άλλους καλλιτέχνες που ήταν πιο εξωστρεφείς και τα έβαζε με μένα. Πάντα γινόταν έξαλλη που διατηρούσα χαμηλούς τόνους».
Την ίδια στιγμή που άλλοι συνάδελφοί του έδιναν τη μια συνέντευξη πίσω από την άλλη, εκείνος επέλεγε να σιωπά. Προτιμούσε να μιλάει με τους φίλους του.

«Βίωσα συνειδητά τη μοναξιά μου»

Όπως το Δημήτρη Μητροπάνο που συνεργάστηκε μαζί του τον Δεκέμβριο του 1993 για πρώτη και τελευταία φορά. Έβγαιναν όμως μαζί συνέχεια, ξενυχτούσαν, γλεντούσαν. «Με τον Δημήτρη Μητροπάνο έχουμε συναντηθεί σε όλα τα μπαράκια της Αθήνας και έχουμε διασκεδάσει μέχρι το πρωί. Πάντα έκανα παρέα με ανθρώπους που μου ταίριαζαν και η παρέα μας δεν περιοριζόταν μόνο στο στούντιο. Το ξενύχτι με το ποτό ήταν πάντοτε συνυφασμένα και πιστεύω πως με τον συγχωρεμένο το Μητροπάνο είχαμε γυρίσει όλα τα στέκια της Αττικής». Ο άνθρωπος που αγάπησε την μουσική περισσότερο και από την έννοια της οικογένειας, την οποία συνειδητά ποτέ δεν επιδίωξε, δεν μετάνιωσε ποτέ για τις επιλογές του.Όπως είχε πει, ο μουσικός του κόσμος ήταν μια απαγορευμένη ζώνη. Την απαρνήθηκε μόνο για λίγο εξαιτίας ενός μεγάλου έρωτα τον οποίο εγκατέλειψε για να γυρίσει στη μουσική, που αποδείχηκε η μοναδική του αγάπη. «Ερωτικά, ήταν αδύνατο να συνυπάρξω με άλλον άνθρωπο. Δεν μπορούσα να παίζω πιάνο, να φτιάχνω μουσική και να τ' ακούει από το δίπλα δωμάτιο ένα άλλο άτομο. Βίωσα συνειδητά τη μοναξιά μου επ' αυτού. Βγαίνοντας, όμως, είχα μαζί μου όλο τον κόσμο, και μέχρι το πρωί μάλιστα».
Τα τελευταία χρόνια τα πέρασε με τα πράγματα που εξακολουθούσε να αγαπά: Μάθαινε μόνος του ξένες γλώσσες, ταξίδευε νοερά και καλλιεργούσε λουλούδια. Είχε φτιάξει δικό του βοτανικό κήπο στο Κιάτο, όπου είχε φυτέψει περισσότερα από χίλια είδη φυτών με καρτελάκια με τις ειδικές ονομασίες του το καθένα.

Και με τη μουσική. Πάντα με τη μουσική.