Μπρούνο Γκανζ: Από τα «φτερά» του Βέντερς στην παράνοια του Χίτλερ
“O χρόνος θεραπεύει τα πάντα. Αλλά, μήπως ο ίδιος ο χρόνος είναι η ασθένεια;"
O Mπρούνο Γκανζ θα ήταν σπουδαίος για την ιστορία του κινηματογράφου ακόμα και αν είχε παίξει μόνο σε μια ταινία: “Τα φτερά του έρωτα”, του Βίμ Βέντερς, που και σαν ταινία αρκεί για να κάνει τον κινηματογράφο ένα σπουδαίο μέσον. Όμως, ο “ήσυχος” Ελβετός ηθοποιός ήταν πολύ παραπάνω από τον έκπτωτο, για χάρη του έρωτα, άγγελο του Βέντερς.
Ο Γκανζ έχει παίξει σε αναρίθμητες ταινίες, πολλές από αυτές ιδιαίτερα επιτυχημένες. Ο ίδιος, παρ' όλα αυτά δεν θεωρήθηκε ποτέ -και δεν ήταν- ούτε σταρ, ούτε η αιτία που οι ταινίες αυτές πήγαν τόσο καλά. Ίσως επειδή συνειδητά ελάχιστοι πήγαιναν στον κινηματογράφο για να δουν τις ταινίες επειδή έπαιζε εκείνος σε αυτές. Απολάμβαναν όμως το γεγονός...
Οι πιο σημαντικοί -και επιτυχημένοι του- ρόλοι ήταν παραδόξως εκείνοι στους οποίους ο πρωταγωνιστής ήταν στο επίκεντρο κάποιας κρίσης, με συχνά τραγική κατάληξη: Έπαιξε τον ρεπόρτερ στον σπαρασσόμενο από εμφύλιο πόλεμο Λίβανο, τον άγγελο στο διχασμένο Βερολίνο και φυσικά τον Αδόλφο Χίτλερ στις τελευταίες μέρες όχι μόνο του ίδιου αλλά και της πατρίδας του.
Αν τον χαρακτήριζε κάτι, αυτό είναι ότι συγκεντρωνόταν στον κάθε ρόλο σαν να ήταν ο τελευταίος που θα έπαιζε ποτέ. “Ταυτίζομαι τόσο πολύ με τους ρόλους μου που φτάνω να πιστεύω κάποια πράγματα (μέσα από αυτούς) που στην πραγματική ζωή δεν θα άκουγα καν”, έχει πει σε συνέντευξή του στη DW, συνπληρώνοντας το αυτονόητο: Ότι το να ερμηνεύσει τον Αδόλφο Χίτλερ ήταν μια τεράστια πρόκληση. Και στη θεωρία και πολύ περισσότερο στην πράξη.
Αυτό που πάντα καθήλωνε το κοινό του, όμως, δεν είναι οι μακριοί μονόλογοι, σεξπιρικά δοσμένοι κατά κανόνα, αλλά οι αργές, ήρεμες κινήσεις και εκείνο το πολύ χαρακτηριστικό βλέμμα του: Κάπως απόμακρο και πάντα πολύ ακριβές. Κι όμως, αν δει κανείς τη φιλμογραφία του, δύσκολα βρίσκεις ηθοποιό τόσο “ευέλικτο”. Έχει ερμηνεύσει μια τεράστια γκάμα ρόλων και συνέχισε να ερμηνεύει ως το τέλος.
Η αλήθεια είναι ότι είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς το σύγχρονο γερμανικό σινεμά χωρίς τον Μπρούνο Γκανζ. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ζυρίχη της Ελβετίας σε μια εργατική οικογένεια, που δυσκολεύτηκε πολύ να κατανοήσει τις επαγγελματικές του επιλογές. Ο ίδιος παράτησε το σχολείο προκειμένου να παρακολουθήσει μια δραματική σχολή στη Ζυρίχη, εργάστηκε πουλώντας βιβλία και παράλληλα σπούδασε παραϊατρικά επαγγέλματα. Μετά έφυγε από την Ελβετία και πήγε στη Γερμανία, όπου άρχισε να παίζει στο θέατρο. Ενώ εκείνη την εποχή -και όλες τις εποχές, οι περισσότεροι ηθοποιοί έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα στο θέατρο και το σινεμά, ο Γκανζ ήταν επιτυχημένος και στα δύο. Από τη δεκαετία του '70 η παρουσία του στο θεατρικό σανίδι ήταν αξιοσημείωτη και το 1972 κέρδισε στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ τον τίτλο του “ηθοποιού της χρονιάς”.
Την ίδια εποχή άρχισε να χτίζει και την καριέρα του στο σινεμά, δουλεύοντας με τους μεγαλύτερους Γερμανούς σκηνοθέτες, όπως ο Βιμ Βέντερς, ο Βέρνερ Χέρτζογκ και ο Πέτερ Χάντκε.
Το 1987 έγινε διεθνώς γνωστός λόγω της συμμετοχής του στα “Φτερά του έρωτα” του Βέντερς, παίζοντας το ρόλο του άγγελου ο οποίος φυλάει το διαιρεμένο Βερολίνο, αλλά ερωτεύεται μια θνητή γυναίκα. Οι ρόλοι των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν βαθιές κρίσεις και διλήμματα ήταν, όπως είπαμε, οι αγαπημένοι του. Στην ιταλική ταινία “Ψωμί και τουλίπες” παίζει το ρόλο ενός μελαγχολικού σερβιτόρου που προσπαθεί να κερδίσει πίσω την αγάπη της γυναίκας του. Στην γερμανική ταινία "Βαθειές αποχρώσεις του μαύρου” ("Satte Farben vor Schwarz") είναι ένας τερματικά άρρωστος άντρας που αποφασίζει να αυτοκτονήσει μαζί με τη γυναίκα του...
Ο πιο δύσκολος ρόλος του, όμως, του προσφέρθηκε το 2004. Έπαιξε τον Αδόλφο Χίτλερ τις τελευταίες του μέρες, όταν ήταν κλεισμένος στο καταφύγιο κάτω από την Καγκελαρία. Ήταν ένας ρόλος τόσο δύσκολος που ήταν σχεδόν καταδικασμένος να αποτύχει.
Όσοι έχουν δει την ταινία θα συμφωνήσουν ότι ο Χίτλερ του Γκανζ είναι πολύ ανθρώπινος. Υπερβολικά ανθρώπινος για τα γούστα της ανθρωπότητας. Ένας ταλαιπωρημένος, κουρασμένος και ηττημένος άντρας που τρέμει και σχεδόν φτύνει τα λόγια του κάθε φορά που προσπαθεί να φωνάξει. Όπως είναι φυσικό, η ερμηνεία του Γκανζ δέχτηκε κριτικές σε όλο το φάσμα: Τον αποθέωσαν και τον έθαψαν εξίσου.
Η ταινία, παρόλα αυτά, ήταν μια τεράστα επιτυχία και ο Γκανζ έγινε σταρ. Μόνο που ο Χίτλερ τον “στοίχειωσε”. Ο ίδιος, σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα "Berliner Morgenpost" είπε ότι για πολύ καιρό δεν μπορούσε να απαλλαγεί από τη σκέψη του Χίτλερ. Το κοινό, έπαθε το ίδιο: Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να τον αποδεχθεί σε κάποιον άλλο ρόλο.
Το πάθος του για το θέατρο, στο μεταξύ, παρέμεινε ζωντανό. Το 2000 έπαιξε τον Φάουστ, στην παραγωγή του Πίτερ Στάιν που διήρκεσε περίπου 21 ώρες. Το 2003 έπαιξε τον Οιδίποδα στη Βιέννη. Όταν, το 1996, πήρε το δαχτυλίδι Iffland, που περνάει από τον έναν ηθοποιό στον άλλον εδώ και 100 χρόνια, δέχτηκε την πιο σημαντική αναγνώριση της καριέρας του: Ήταν και επίσημα ο πιο σημαντικός ηθοποιός στο γερμανόφωνο θέατρο.
Μέσα σε όλα αυτά, η προσωπική του ζωή παρέμεινε πάντα προσωπική και απόλυτα ιδιωτική. Εφιάλτης για τα ταμπλόιντ, κανείς δεν ήξερε ποτέ κάτι παραπάνω γι αυτόν πέρα από το ότι είχε σπίτια στο Βερολίνο, τη Ζυρίχη και τη Βενετία, ότι είχε χωρίσει από τη σύζυγό του με την οποία είχε έναν γιο και ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε με τη νέα του σύντροφο, τη φωτογράφο Ρουθ Βαλτζ.
Ο Γκανζ είπε κάποτε στη γερμανική εφημερίδα "Die Zeit" ότι “έχει παίξει πολλούς θανάτους” στα έργα. “Οι ρόλοι στους οποίους πεθαίνεις, δυστυχώς δεν σε προετοιμάζoυν για το δικό σου θάνατο”, είχε πει. “Κάποιες φορές, όταν είσαι στη σκηνή ή στις ταινίες, νεκρός και οι άλλοι γύρω σου συνεχίζουν να ζουν, σκέφτεσαι ότι είσαι πολύ τυχερός που ζεις ακόμα στην πραγματική ζωή”...