ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ

Μανώλης Γλέζος & Μίκης Θεοδωράκης: αντίσταση & λυρισμός στις αίθουσες σε δύο ντοκιμαντέρ

Ανάμεσα στις ταινίες πρώτης προβολής που κάνουν πρεμιέρα στις αίθουσες, δέκα στο σύνολο με το δράμα του Παβλικόφσκι "Ψυχρός Πόλεμος", τον θριαμβευτή του Φεστιβάλ του Σάντανς "Η Διαπαιδαγώγηση της Κάμερον Ποστ", την κινηματογραφική επιστροφή του Πάνου Κοσμάτου με το "Mandy" και το κινηματογραφικού serial killer, του Μάικ Μάγιερς στο reboot του "Halloween" ανάμεσα τους, δύο ντοκιμαντέρ για δύο μεγάλους Έλληνες προωταγωνιστές στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας ξεχωρίζουν. Μίκης Θεοδωράκης και Mανώλης Γλέζος ξεδιπλώνουν τις ιστορίες τους στη μεγάλη οθόνη και αυτό είναι μια σπάνια συγκυρία που αξίζει να τιμήσουμε στις αίθουσες.

Στο ντοκιμαντέρ του Ανδρέα Χατζηπατέρα "Ο τελευταίος παρτιζάνος" (2018) ο Μανώλης Γλέζος ξεδιπλώνει το αφήγημα μιας ζωής που ισορροπεί γενναία ανάμεσα στον ακτιβισμό και την πολιτική.

Τελευταίος εν ζωή λαϊκός ήρωας της χώρας μας για πολλούς, ένας επαναστάτης κι ως εκ τούτου, ένας αιώνιος έφηβος, Ο Γλέζος παρέμεινε ασυμβίβαστος στην ψυχή με μοναδικό συμβιβασμό του αυτόν που έκανε με το θάνατο από τα νιάτα του.

Ήταν τέτοιο το δέσιμο και η συνύπαρξη με το θάνατο που νομίζεις ότι γρήγορα έγιναν φίλοι. Άλλωστε δεν είναι λίγες οι φορές, πέρα από την κατοχή, που στρατοδικεία τον είχαν καταδικάσει 'εις θάνατον".

Σπάνια ψυχοσύνθεση απ' αυτές που συναντάς μόνο σε φημισμένους ήρωες, επαναστάτες, σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν ήταν μόνο η ηρωική πράξη του στην κατοχή, για την οποία αποφεύγει να μιλήσει στο φιλμ. Ήταν ένας διαρκής αγώνας, με μάχες, δύσκολες ή αμφισβητούμενες επιλογές, λάθη, αλλά βάζοντας πάντα μπροστά τον άνθρωπο και ο ίδιος πάντα απέναντι από τις δυνάμεις του μίσους και του κακού.

Ίσως γι' αυτό ακόμη και σήμερα παραμένει μπροστάρης, σπάνιο δείγμα ασυνθηκολόγητου ανθρώπου, ένα αγύριστο κεφάλι, που δεν κάνει πίσω στα πιστεύω του, όπως αυτά διαμορφώνονται ανάλογα με τις συνθήκες της ζωής, αλλά και τις ανάγκες του λαού, για τον οποίο συνεχίζει να πιστεύει ότι "αν του δώσεις πραγματική εξουσία μπορεί να μεγαλουργήσει".

Είναι μια προσωπικότητα, που σμιλεύτηκε σε δύσκολους καιρούς και σημαδεύτηκε από το "ΟΧΙ". Όπως λέει και ο ίδιος στην αρχή του φιλμ, "όλη μου η ζωή βασίστηκε στο 'Όχι' που μ' έμαθαν να λέω στο χωριό μου, την Απέρανθο. 'Όχι' στις εντολές, 'Όχι' στο οτιδήποτε".

Είναι μια εξαιρετικά δύσκολη περίπτωση να τον κινηματογραφήσεις, να βάλεις μπροστά από τον μύθο του Γλέζου, τον άνθρωπο Μανώλη. Εδώ, στο ντοκιμαντέρ "Ο τελευταίος παρτιζάνος" συναντιέται αυτή η μοναδική προσωπικότητα, ο θρυλικός ήρωας, που κατέβασε τη σβάστικα από τον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως το 1941, μαζί με τον Λάκη Σάντα, δίνοντας άλλη διάσταση στην αντίσταση, στέλνοντας το μήνυμα της ανυποταγής σε όλο τον κόσμο, με ένα νέο, ούτε 25 χρόνων παιδί, τον Ανδρέα Χατζηπατέρα, μεγαλωμένο στο εξωτερικό, σπουδαγμένο στη σχολή κινηματογράφου NYU της Νέας Υόρκης, που άρχισε να μαθαίνει την ιστορία του Μανώλη Γλέζου, μόλις, τρία χρόνια πριν.

Το ντοκιμαντέρ, αν και μερικές φορές δείχνει τη σχετική αμηχανία του δημιουργού του, καθώς, όπως είπε και ο ίδιος πέρασε από πολλά κύματα για να καταλήξει στη μορφή του (τελικά δεν στάθηκε αποκλειστικά ούτε στο πρωτοφανές γεγονός να πάει ένας 92χρονος ως Ευρωβουλευτής στις Βρυξέλλες, ούτε ευτυχώς σε μια έκδοση συνολικής βιογραφίας εγκυκλοπαιδικής μορφής), που δεν είναι άλλη από την προσέγγιση του ήρωα στην σημερινή καθημερινότητά του και απλώς φωτίζοντας ορισμένες στιγμές από τη μυθιστορηματική ζωή του.

Βάζει την κάμερα απέναντί του, μιλά μαζί του και τον ακολουθεί στο σπίτι, στις συναντήσεις με απλό κόσμο και μαθητές σχολείων, στις μνήμες, στο ξεφύλλισμα των φωτογραφικών άλμπουμ, στην εκτέλεση του αδελφού του Νίκου από τους Γερμανούς στην Καισαριανή το '44 και στην τραγική μάνα τους, που για χρόνια δεν πίστευε ότι έχασε το γιο της και αγκάλιασε τα λείψανά του, όταν αυτά ήρθαν στο φως μετά από χρόνια. Εδώ είναι και η μοναδική στιγμή του Μανώλη Γλέζου που λυγάει, που αναγκάζεται να κρύψει τα δάκρυά του.

Στα θετικά αυτής της αξιέπαινης κινηματογραφικής άσκησης του Χατζηπατέρα, η άγνοιά του για ιστορικές λεπτομέρειες και η απόστασή του από γεγονότα και πολιτικές αντιπαραθέσεις ή η αποφυγή ενός υμνολογίου ή κριτικής από τρίτους, ιστορικούς, πολιτικούς ή ανθρώπους που "γνώρισαν" πράγματα και καταστάσεις.

Τελικώς τι σου μένει απ' αυτό το ντοκιμαντέρ; Μα, η μορφή και μόνο, ενός γέροντα, που δεν το έβαλε ποτέ κάτω, με ψυχή και καρδιά νέου, που παίζει με το νεαρό σκηνοθέτη, παίζει με την κάμερα, παίζει 95 χρόνια τώρα με τη ζωή και το θάνατο. Ο τελευταίος παρτιζάνος χωρίς εισαγωγικά.

Ένα ταξίδι ζωής με τον Μίκη

Το ντοκιμαντέρ ελληνογερμανικής παραγωγής του Αστέρη Κούτουλα "Ταξιδεύοντας με τον Μίκη" (2017,"Dance Fight Love Die: With Mikis On the Road") αποτίει φόρο τιμής σε μια μορφή του πολιτισμού, τον Μίκη Θεοδωράκη, πλημμυρισμένο με μουσικές του κορυφαίου συνθέτη, ξεχωριστές εικόνες από συναυλίες του, σε όλο τον κόσμο, από την Ιερουσαλήμ, το Σίδνεϊ, μέχρι και τη Ζυρίχη, σε μια προσπάθεια να συνοψίσει την προσωπικότητά του.

Δύσκολο εγχείρημα, όταν έχεις να μιλήσεις για έναν έναν καλλιτέχνη, που έχει επηρεάσει γενιές και γενιές μουσικών, ανθρώπων της τέχνης και του πνεύματος και συνάμα θέλεις, όπως κάνει εδώ ο Αστέρης Κούτουλας, να παρεμβάλεις μια ταινία μυθοπλασίας, μία χορευτική αφήγηση, βασισμένη στις συνθέσεις του μουσουργού, επιλέγοντας να κάνει τα εύκολα δύσκολα.

Ο σκηνοθέτης επιλέγει να φωτίσει μία σειρά από ιστορικές στιγμές της Ελλάδας, όπως αυτές της κατοχής, του εμφυλίου, της χούντας, ακόμη και των πρόσφατων ταραγμένων εποχών από τη σφοδρότατη οικονομική κρίση.

Ωστόσο, οι ωραιότερες στιγμές της ταινίας δεν είναι άλλες από εκείνες που ο Μίκης εξιστορεί προσωπικές μικρές ιστορίες, ειδικά αυτές από τα παιδικά του χρόνια, ενώ απολαυστικές είναι και οι σκηνές από προσωπικές του στιγμές, όταν ανάβει ένα πούρο, όταν χορεύει με τον Άντονι Κουίν κλπ.

Ο Αστέρης Κούτουλας έχοντας στη διάθεσή του ένα υλικό 600 ωρών, που τράβηξε ο ίδιος τα τελευταία 30 χρόνια, τελικά κατάφερε να υπενθυμίσει το τεράστιο μέγεθος του καλλιτέχνη, αλλά και τη ασυγκράτητη και εμβληματική μορφή του, που ακόμη και σήμερα μας εκπλήσσει.

Πάντως, αν είχε 60 ώρες υλικού να διαχειριστεί ίσως να ήταν και πιο εύκολη η δουλειά του. Ίσως όμως να είχαμε και ένα πιο συμβατικό αποτέλεσμα, το οποίο, είναι φανερό, ήθελε να αποφύγει ο σκηνοθέτης σημειώνει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.



ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης