Νίκος Περάκης - Κατερίνα Μπέη: μιλάνε για το οξύμωρο «Success Story» τους στην Ελλάδα της κρίσης
"Ξεκίνησα να δουλεύω την πλοκή για βιβλίο και πριν ακόμη πεισθώ ότι λειτουργεί ο τρόπος αφήγησης που ακολουθούσα, ο Νίκος Περάκης με προέτρεψε να το κάνω σενάριο με προοπτική να το σκηνοθετήσει ΄αν βγει καλό'" γράφει η Κατερίνα Μπέη στο εισαγωγικό κείμενο της έκδοσης του "Success Story" που ξεκίνησε για να γίνει σελίδες και μελάνι και έγινε η νέα ταινία του σκηνοθέτη που έχει όσο χιούμορ/σθένος/αντοχές/επιμονή απαιτείται για να είσαι επαγγελματίας του ελληνικού κινηματογράφου με διάρκεια και αστείρευτη, βιτριολική και υπέροχη, καυστικότητα δεκαετίες τώρα. "Tο βιβλίο που αρχικά είχα στο νου μου, ήταν ερωτικό θρίλερ, αλλά γράφοντας για τον Περάκη, θα έπρεπε το σενάριο να έχει βέβαια χιούμορ και στοιχεία κοινωνικής σάτιρας κι ‘ελληνικότητας; δηλαδή να γίνει εντελώς άλλο είδος. Αυτός είναι ίσως κι ο λόγος, που δεν ξέρω ακόμη να κατατάξω το ‘Success Story’ σε ποιο κινηματογραφικό είδος υπάγεται. Πιστεύω σε αυτό θα μας βοηθήσουν οι κριτικοί κινηματογράφου" προσθέτει για την συμμαχία τους στη μεγάλη οθόνη.
Το CNN Greece δεν ενδιαφέρεται για το που ανήκει ως είδος η νέα ταινία που υπογράφει ο σπουδαίος Περάκης και η Μπέη και κρατάει διακριτικές αποστάσεις από ορισμούς που έτσι και αλλιώς είναι υποκειμενικοί -οπότε ίσως μάταιοι.
Η ιδιοσυγκρασιακή συμμαχία των δύο μετράει χρόνια και τα αποτελέσματα έχουν δικαιώσει, κάποιες φορές περισσότερο και κάποιες λιγότερο, τους οξυδερκείς δημιουργούς. Τους συνάντησα ένα μεσημέρι στη γειτονιά του Ψυρρή με αφορμή το "Success Story" που από την Πέμπτη 2 Νοεμβρίου αφηγείται το οξύμωρο στην Ελλάδα της κρίσης. Όπως ήταν αναμενόμενο ο αυτοσαρκασμός και το χιούμορ έγιναν οι δειπνοσοφιστές μας καθώς αποδομήσουμε την ταινία που φέρει την υπογραφή τους και τον άθλο του να δημιουργείς σε μια Ελλάδα που είναι στο ντιβάνι της ψυχανάλυσης γιατί "μαζί τα φάγαμε".
Πως ξεκίνησε η ιδέα, πότε, με ποια αφορμή; Πόσο καιρό σας πήρε να ολοκληρώσετε το project;
ΚΜ: Είχα διαβάσει το "Gone Girl" της Τζίλιαν Φλυντ, μου άρεσε πολύ το είχα κάπως στο μυαλό μου να γράψω κάτι ανάλογο σε βιβλίο. Όταν βγήκε και η ταινία ο Νίκος μου έβαλε την ιδέα το κάνω σενάριο, με την οδηγία να "έχει όλα τα ελληνικά στερεότυπα" και βέβαια να είναι αστεία και σατυρική "κι αν είναι καλό το σενάριο", όπως είπε θα το γυρίσει. Κάθισα το έγραψα, το διάβασε, με έβαλε να σβήσω όσα δεν του καναν, να τα ξαναγράψω και μπήκε το πρότζεκτ σε διαδικασία χρηματοδότησης. Στη φάση των γυρισμάτων από τον εκδοτικό μου οίκο (σ.σ. Σαββάλας) μου θύμισαν ότι τους είχα τάξει και το βιβλίο κι έτσι έκανα κι αυτό. Επειδή είναι πολύ διαφορετική η τεχνική του βιβλίου από το σενάριο, είχαν την ιδέα από τον Σαββάλα να βγάλουμε μαζί και το σενάριο, με το μυθιστόρημα καθώς και κάποια shooting boards του σκηνοθέτη, οπότε όλη τη χρονιά την πέρασα με το "Success Story".
Το Success Story είναι μια ιστορία με στοιχεία θρίλερ στην Ελλάδα της κρίσης. Ποιες οι αγωνίες των ηρώων; Ποια ειναι η κύρια θεματική και κεντρική ιδέα πίσω από τη σύγκρουση τους;
ΚΜ: Η Τζορτζίνα και ο Παναγής είναι δυο ήρωες, στη βάση τους πολύ ίδιοι: φιλόδοξοι, κακομαθημένοι, αριβίστες, με μόνη διαφορά πως η Τζορτζίνα είναι άνεργη ηθοποιός, μεγαλωμένη σε μικροαστικό περιβάλλον με έντονη ματαιοδοξία και κυρίαρχη την ανάγκη για επιβίωση.
Ο Παναγής είναι γοητευτικός, έξυπνος, κοσμοπολίτης, μεγαλοψυχίατρος στο επάγγελμα, με πατέρα διαπλεκόμενο καναλάρχη κι έχει ως δεδομένη μια ποιότητα ζωής. Όταν αυτή απειλείται κι αποφασίζει να κατέβει στην πολιτική, προκειμένου να διατηρήσει τα κεκτημένα, βγάζει και τις άλλες ποιότητες του χαρακτήρα του, την ανταγωνιστικότητα, τη σκληρότητα και τη βίαιη κι αδίστακτη πλευρά του.
Όταν αλλάζουν τα δεδομένα της ζωής των ηρώων, από κάποιες εξωτερικές συνθήκες-πχ η επικείμενη πτώχευση των οικογενειακών επιχειρήσεων κι αυτοκτονία του πατέρα του Παναγή- και εσωτερικές-όπως η επιλόχειος κατάθλιψη της Τζορτζίνας, η εγκατάλειψη της καριέρας της και η αίσθηση παραμέλησής της από τον Παναγή- τότε βγάζουν και οι δυο τον χειρότερό τους εαυτό, αυτόν που σε συνθήκες έρωτα, συνηθίζουμε να μη βλέπουμε και φτάνουν στα άκρα. Οπότε η ταινία, μεταξύ άλλων, δείχνει και τη μετάλλαξη που υφιστάμεθα όταν βιώνουμε ακραία συναισθήματα όπως είναι ο έρωτας και η απειλή.
Το cast είναι γεμάτο από cameo εμφανίσεις. Είναι μια ταινία παρέας;
ΚΜ: Αναγκαστικά, δεν θα μπορούσε να γίνει η ταινία, χωρίς τη βοήθεια φίλων και γνωστών, εκ των οποίων τυχαίνει κάποιοι να είναι ή παλιοί συνεργάτες μας ηθοποιοί ή γενικότερα αναγνωρίσιμοι φίλοι, όπως παρουσιαστές, κριτικοί κινηματογράφου, μέχρι και ο μουσικός μας ο Δημήτρης Κοντόπουλος έκανε ένα πέρασμα, ως τραυματιοφορέας μαζί με τον φίλο του τον Αντρέα Κουρή, τραυματιοφορέας κι αυτός.
Ποιά ήταν η πιο αστεία στιγμή στο παρασκήνιο των γυρισμάτων;
ΚΜ: Τα δύο τρίτα της ταινίας γυρίστηκε νύχτα, πράγμα που σημαίνει, ξυπνούσαμε μεσημέρι κι από τις πέντε το απόγευμα πηγαίναμε στο σετ όπου γυρίζαμε μέχρι τις επτά το πρωί. Συνήθως είμασταν με τη ψυχή στο στόμα μην βγει ο ήλιος. Παρόλα αυτά μια μέρα προς το τέλος των γυρισμάτων, ήμασταν σε μια βίλα στη Βάρη και τελειώσαμε το γύρισμα τρεις ώρες πιο νωρίς, δηλαδή γύρω στις τρεις και… Οπότε ο Μαρκουλάκης άρχισε να λέει, πως δεν μπορεί να πάει σπίτι του από τώρα, κάτι πρέπει να κάνουμε, ας πάμε σε κανένα μπουζούκι που δεν έχει πάει ποτέ. Τελικά κάτσαμε στο σπίτι που κάναμε το γύρισμα, και τα ήπιαμε με τον ιδιοκτήτη.
Εαν βγάζαμε ένα παρατσούκλι για τους κεντρικούς ήρωες ποιό θα ήταν αυτό;
ΚΜ: Το έχει προνοήσει σε μεγάλο μέρος το σενάριο αυτό. Την Τζορτζίνα (Φιόνα Γεωργιάδη) την λέει ο Παναγής (Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη) "παπάκι". Τον Παναγή τον λέει με τη φίλη της Βασιλική (Τόνια Σωτηροπούλου) "κοντό", τον σωματοφύλακά του (Νάσο Παπαργυρόπουλο) τον λέει "ντούκι". Για περισσότερες παρομοιώσεις θα σας παραπέμψω στο ομώνυμο βιβλίο μου, όπου αναπόφευκτα το κάνω στην προσπάθειά μου να περιγράψω τους ήρωες, οι οποίοι πλέον έχουν την σάρκα και τα οστά των ηθοποιών.
Πόσες "Τζορτζίνες" και πόσους "Παναγήδες" συναντάμε εκεί έξω;
ΚΜ: Θα απαντήσω με ερώτηση: Πόσους φιλόδοξους αήθεις κι αδίστακτους ανθρώπους, συναντάμε εκεί έξω;
Μιλώντας για την ταινία κάπου αναφέραμε τη λέξη "πλουσιοφάνεια".
ΚΜ: Ναι… ήταν ένα στοίχημα κι αυτό να μπορέσουμε να κάνουμε μια "πλουσιοφανή" ταινία μιας που θέλαμε να περιγράψουμε, έστω και στην παρακμή τους, τη ζωή κάποιων ηρώων που εν δυνάμει θα μπορούσαν να είναι κι εξώφυλλα ως status symbols, σε αντίστοιχα περιοδικά -αν δεν είχαν κλείσει.
Από τον διεθνή Γιώργο Λάνθιμο στον Αργύρη Παπαδημητρόπουλο και την Ελίνα Ψύκου μια νέα γενιά Ελλήνων σκηνοθετών κάνει "καριέρα" στα Φεστιβάλ και τις αίθουσες του κόσμου. Ποιά η διαφορά τους από τη δική σου γενιά;
ΝΠ: Ρωτάς εμένα, που είμαι o τελευταίος τοπικιστής; Γύριζα ταινίες και τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες και δεν πήρα ποτέ χαμπάρι, πότε άλλαζαν οι γενιές. Σίγουρα η τελευταία προσανατολίζεται περισσότερο προς το εξωτερικό, ένας εργάζεται ήδη εκεί, αλλά αυτό συμβαίνει σε περισσότερα ελεύθερα επαγγέλματα. Από το 80 που γύρισα, υπήρχαν ταινίες που μας εκπροσωπούσαν στο εξωτερικό. Η αλήθεια είναι ότι τα φεστιβάλ έχουν τουλάχιστον διπλασιαστεί από τότε.
Πρώτος ο μακαρίτης ο Αγγελόπουλος, πρέπει να κατέχει το παγκόσμιο ρεκόρ προβολών σε φεστιβάλ, και σε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές προβολές στο εξωτερικό. Άλλο ρεκόρ έχει ο Πανουσόπουλος που τύπωσαν 300 κόπιες της Μανίας του στην Ινδία, την ταινία του εννοώ.
Εγώ έχω μόνο αρνητικά ρεκόρ: για να προβληθούν η Άρπα Colla, η Λούφα και ο Βίος στις γερμανόφωνες χώρες τις μεταγλώττισαν στην γλώσσα του Γκέτε, οι βαρβαρόφωνοι. Πιo weird από συνταγματάρχες να μιλούν γερμανικά πεθαίνεις. Δεν το εύχομαι σε κανένα νέο συνάδελφο. Μιας και το ΄φερε όμως η κουβέντα, τους νέους συναδέλφους βοηθούν λίγο κι οι περιστάσεις, αφού weird είμασταν πάντα, μόνο που ο υπόλοιπος κόσμος δεν το ΄χε καταλάβει και δεν ήξερε να εκτιμήσει τον Νίκο Νικολαΐδη που ήταν ο μετρ του είδους, γιατί όλοι είχαν κολλήσει στον Ζορμπά του Μιχάλη Κακογιάννη και χρειάστηκε να γυρίσει ο Κώστας Φέρρης το Ρεμπέτικο και να μας φέρει πέντε έξι εκατομμύρια τουρίστες από την Γερμανία, για να δουν ότι δεν χορεύουμε όλη τη μέρα συρτάκι με ποιητές.
Για τις δικές μου ταινίες, σημειωτέον, δεν έχει έρθει ψυχή στην Ελλάδα.
O Νίκος Περάκης με τις πρωταγωνίστριες της νέας του ταινίας, Τόνια Σωτηροπούλου & Φιόνα Γεωργιάδη
Αυτή είναι η πολλοστή συνεργασία σας. Πως έχει εξελιχθεί η δημιουργική σας σχέση όλα αυτά τα χρόνια. Τι κρατήσατε και τι αφήσατε πίσω;
ΚΜ: Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν, όπως η τελειομανία κι ο συγκεντρωτισμός του Νίκου κι ο παρορμητισμός ο δικός μου. Το μόνο που ίσως αλλάζει είναι το γεγονός, πως λόγω της εμπειρίας των προηγούμενων συνεργασιών ξέρουμε κι οι δυο τι θα συναντήσουμε. Εννοείται-από τη πλευρά μου τουλάχιστον- πως είναι δεδομένη η εμπιστοσύνη που υπάρχει και η βεβαιότητα πως το αποτέλεσμα θα είναι το καλύτερο δυνατό.
Η σάτιρα είναι ένα κομμάτι που έχει διάρκεια και συνεχή παρουσία στην κοινή γραφή σας. Γιατί;
ΚΜ: Ο Περάκης σατιρίζει κατεξοχήν τις κοινωνικές δομές και την πολιτική, εγώ ασχολούμαι κυρίως με τις σχέσεις. Σε αυτήν την ταινία έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος, να γίνουν και τα δύο, οπότε προσπάθησα κι εγώ να υποκριθώ πως έχω και κοινωνονικοπολιτική συνείδηση, αλλιώς δε θα μου σκηνοθετούσε το σενάριο. Το κομμάτι των σχέσεων με απασχολεί ούτως ή άλλως σε όλα τα βιβλία και σενάριά μου και με κατατρέχει από τότε που δούλευα στα περιοδικά. Μου αρέσει να αναλύω τις σχέσεις και τα κίνητρα τους. Το γιατί, είναι προϊόν άλλης ανάλυσης που με ξεπερνά.
Η βιομηχανία του θεάματος κλονίζεται με σωρεία καταγγελιών για σεξουαλική παρενόχληση, κακοποίηση και βιασμούς. Ωστόσο οι φήμες και τα κουτσομπολιά ήταν ήδη γνωστά από δεκαετίες. Μπορεί πραγματικά η showbiz και τα υπόλοιπα γήπεδα εξουσίας να απαλλαχθούν από τις στρατηγικές του casting couch και τους εκβιασμούς με αντάλλαγμα το σεξ;
ΚΜ: Είναι σαν να με ρωτάς αν πιστεύω στις νεραΐδες. Όπου υπάρχει εξουσία πιθανό είναι να υπάρχει και κατάχρησή της. Ακόμη και ο Τζον Λένον στο “Ιmagine” μίλησε για έναν αγγελικά πλασμένο κόσμο, πλην όμως ιδεατό. Ούτε εκείνος δεν το πίστευε.
Όλοι ξέρουμε περιπτώσεις παρενόχλησης αλλά αντίστοιχα και success stories που δεν είχαν ούτε εκβιασμούς, ούτε αίμα, ούτε σπέρμα. Νομίζω πως η πραγματικότητα του καθενός είναι αυτή που θέλει να εστιάζει. Αν σκεφτόμαστε πως όλοι είναι διεφθαρμένοι και κανείς δεν πάει μπροστά αν δεν εκβιαστεί κι ενδώσει, το μόνο σίγουρο είναι πως ή δεν θα προσπαθούμε καθόλου για τίποτα ή θα ενδίδουμε σε όλα. Προτιμώ λοιπόν να στέκομαι στις περιπτώσεις που ξέρω-και είναι πολλές- που άνθρωποι προσπάθησαν και τα κατάφεραν, στηριζόμενοι στα πόδια τους και όχι στις άλλες.
Οι κατηγορίες απέναντι στον Γουάινστιν έφεραν στο φως τις ιστορίες παιδοφιλίας μεγάλων σκηνοθετών (Γούντι Άλεν, Ρομάν Πολάνσκι). Διαχωρίζεις το ταλέντο από τις ηθικές αξίες και αρχές ενός δημιουργού ή τον κρίνεις ως ολότητα;
ΚΜ: Είναι ένα δίλημμα που με έχει απασχολήσει πολύ αλλά δεν έχω καταλήξει αφού εξακολουθώ να είμαι υποκειμενική. Μου έχει τύχει να γνωρίσω μια συγγραφέα που εκτιμούσα πολύ και τη διάβαζα και απογοητεύτηκα τόσο που σταμάτησα να τη διαβάζω άρα με επηρέασε πολύ ο χαρακτήρας-δε μιλάμε ούτε για παιδεραστία ούτε για άλλα ποινικά αδικήματα- όμως στην περίπτωση του Πολάνσκι και του Γούντι Άλεν δεν είμαι απλά ελαστική αλλά είμαι και φαν. Οπότε υποθέτω πως όλα είναι σχετικά, εκτός από το ότι το πραγματικό ταλέντο, που έχει τελικά μεγάλη δύναμη.
Ποια συμβουλή θα έδινες σε έναν νέο που θέλει να επενδύσει το ταλέντο του στη σκηνοθεσία και τη μυθοπλασία;
ΝΠ: Δεν είμαι ο πλέον κατάλληλος, να δίνω συμβουλές, γιατί συνήθως κάνω του κεφαλιού μου και το χειρότερο είναι ότι κεφαλαιοποιώ και την εργασία μου κι όταν δεν πάει η ταινία είμαι διπλά χαμένος. Αν το θέλει όμως πολύ, μπορεί να ζήσει τον μύθο του.
Ποιες παγίδες να αποφύγει;
ΝΠ: Τι να πω; Ο δρόμος ενός νέου κι επίδοξου σκηνοθέτη είναι στρωμένος με παγίδες. Την απομίμηση ή την συνταγή; Τον επιγονισμό ή την τυποποίηση, την έπαρση του δημιουργού; ... Το καλάμι που λέμε στην καθομιλουμένη.
Ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία ελληνικής παραγωγής των τελευταίων δέκα ετών;
ΝΠ: Βλέπεις τώρα, μια κλασική ερώτηση παγίδα, που μου την κάνουν συχνά και φίλοι ψυχοθεραπευτές, αν και αυτοί με ρωτάνε ποια από τις δικές μου είναι η αγαπημένη μου, για να βγάλουν τα πορίσματά τους. Η δική σου ερώτηση είναι πιο ύπουλη, αλλά άσε με να συγκεντρωθώ να θυμηθώ και καμία, γιατί εύκολα θυμάσαι τον Πολίτη Κέιν...
Θυμήθηκα! Το Suntan του Αργύρη, πιο πρόσφατα και τον Κυνόδοντα , την περασμένη δεκαετία... θυμάμαι ότι τους έδωσα και τα βραβεία τους, τα αγαλματάκια εννοώ σαν μέλος της Ακαδημίας Κινηματογράφου, δεν έχω θεσμοθετήσει ακόμη δικά μου... Τώρα μη με ρωτήσεις και ποιούς αγαπώ πιο πολύ, τους ψυχάκηδες του Γιώργου ή του Αργύρη.
Τόνια Σωτηροπούλου, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Φιόνα Γεωργιάδη, Κατερίνα Μπέη & Νίκος Περάκης στην πρεμιέρα της ταινίας
Πως άλλαξε η κρίση τον κοινωνικό & πολιτιστικό ιστό της Ελλάδας; Τι καλό έκανε & τι κακό;
ΚΜ: Τα κακά είναι πολλά και προφανή σε όλους μας. Προτιμώ να πω για τα καλά. Μας έφερε πιο κοντά, αφού ζούμε όλοι μας, το post reaction της αναγκαστικής συνενοχής του "μαζί τα φάγαμε". Παράλληλα μας έκανε πιο συνειδητούς και πιο αλληλέγγυους. Σκεφτόμουν πως η ταινία γυρίστηκε με πολλές δυσκολίες στη χρηματοδότηση, αλλά αυτό μας έκανε πιο εφευρετικούς, πιο εργατικούς, πιο alert και όσο ψυχοφθόρο κι αν ήταν, αν κρίνω από το αποτέλεσμα, τελικά μας βγήκε σε καλό.
Ποια η δύναμη του χιούμορ;
ΚΜ: Θα πω κάτι μελοδραματικό που μου ήρθε τώρα. Νομίζω είναι η δύναμη της ζωής πάνω στο θάνατο.
Ο Ελληνας έχει πλάκα τελικά ή μήπως όχι;
ΚΜ: Έχει βέβαια, και ακούσια και εκούσια.
Στην ταινία υπάρχουν χαρακτήρες διαφορετικών εθνικοτήτων και κοινωνικών στρωμάτων. Υπάρχει κάτι που τους ενώνει;
ΚΜ: Ναι. Η επιβεβαίωση των στερεοτύπων.
Τι είναι επιτυχία για σένα;
ΚΜ: Να γελάω, να είμαι ανέμελη, να κάνω τη δουλειά μου και να πηγαίνω καλά, να κοιμάμαι ήσυχα.
Τι αποτυχία;
ΚΜ: Ο μαρασμός.
Τι εύχεστε για να είναι η Ελλάδα μετά την κρίση ένα Success Story;
ΚΜ: Αυτογνωσία, αυτοκριτική και δημιουργικότητα.
Παρακαλώ περιγράψτε το SC το σε μια λέξη.
ΚΜ: Οξύμωρο.
Το "Success Story" στις αίθουσες από Πέμπτη 2 Νοεμβρίου