Τζον Λε Καρέ: Ο συγγραφέας που έδωσε ανθρώπινο πρόσωπο στον Ψυχρό Πόλεμο
Ανανεώθηκε:
Στην τελευταία σκηνή της τριλογίας «Αναζητώντας τον Κάρλα», ο Τζορτζ Σμάιλι στέκεται μέσα στη νύχτα, το κρύο και την ομίχλη στο περίφημο Checkpoint Charlie, στο Βερολίνο, δίπλα στο συνεργάτη του, Τόμπι Έστερχαζ.
Έχουν κατορθώσει να κλείσουν την παγίδα γύρω από το μεγάλο εχθρό, τον σκιώδη επικεφαλής των Σοβιετικών Μυστικών Υπηρεσιών, τον άνθρωπο που όλοι ξέρουν μόνο ως Κάρλα και να τον αναγκάσουν να παραδοθεί στη Δύση.
Όπως τον βλέπουν τελικά να συλλαμβάνεται, ο Έστερχαζ γυρίζει χαμογελώντας στον Σμάιλι και του λέει: «Χαμογέλα Τζωρτζ. Νικήσαμε!»
Ο Σμάιλι δεν χαμογελάει.
«Αλήθεια; Νικήσαμε;», λέει μόνο και απομακρύνεται στη νύχτα.
Ο Σμάιλι, ο εμβληματικότερος κατάσκοπος όλων των εποχών, δεν εκφράζει μόνο τη δική του αμφιβολία, αλλά την αμφιβολία και του ίδιου του δημιουργού του, του Ντέιβιντ Τζον Μουρ Κόρνουελ, γνωστού ως Τζον Λε Καρέ, του Βρετανού συγγραφέα που πέθανε σε ηλικία 89 ετών.
Αλλά και την απορία όλων εκείνων που είδαν τον Ψυχρό Πόλεμο σαν ένα παιχνίδι χωρίς νικητές και νικημένους, χωρίς διέξοδο και στόχο, σαν την απόλυτη ήττα της ίδιας γενιάς που ενωμένη κατάφερε να σταματήσει τη ναζιστική Γερμανία και το φασισμό.
Όταν όλοι προδίδουν όλους
Αν ο Ίαν Φλέμινγκ δημιούργησε τον απόλυτο ήρωα του Ψυχρού Πολέμου, τον Τζέιμς Μποντ, ο Τζον Λε Καρέ ήταν εκείνος που έδωσε ανθρώπινο πρόσωπο στους δικούς του ήρωες, ή μάλλον αντι-ήρωες.
Οι πρωταγωνιστές στα βιβλία του Λε Καρέ, είναι όλοι τους άνθρωποι σακατεμένοι, μισοί. Άνθρωποι που ο μισός τους εαυτός παλεύει διαρκώς με τον άλλο μισό. Εκείνον το μισό εαυτό που άφησαν πίσω όταν αποφάσισαν -ή αναγκάστηκαν- να μπουν σε αυτό που ο συγγραφέας ονομάζει «μυστικό κόσμο».
Έναν κόσμο από τον οποίο πέρασε και ο ίδιος μετά τον πόλεμο, στις αρχές της δεκαετίας του '50, υπηρετώντας αρχικά στο ΜΙ5 ως διερμηνέας σε ανακρίσεις ανατολικών που είχαν αυτομολήσει στη Δύση.
Πήγε στην Οξφόρδη, ολοκλήρωσε εκεί τις σπουδές που είχε αρχίσει στη Βέρνη της Ελβετίας και μπήκε στο ΜΙ6, υπηρετώντας στη Βόννη με την κάλυψη του δεύτερου Γραμματέα της Πρεσβείας. Η καριέρα του στο «μυστικό κόσμο» τελείωσε όταν το δίκτιό του αποκαλύφθηκε από το διασημότερο κατάσκοπο όλων των εποχών, τον Κιμ Φίλμπι.
Η προδοσία, κεντρικός πρωταγωνιστής σε όλα τα βιβλία του Λε Καρέ, ήταν κάτι που ο ίδιος είχε ζήσει στο πετσί του.
«Ξέρεις τι είναι η αγάπη; Θα σου πω: Είναι αυτό που μπορείς ακόμη να προδώσεις»
― The Looking Glass War
Προδοσία ιδεολογική, προσωπική, προς τους άλλους και προς εαυτόν.
Στο «μυστικό κόσμο» του Λε Καρέ η προδοσία είναι κάτι με το οποίο πρέπει να μαθαίνεις να ζεις, κάτι το οποίο ιδανικά πρέπει να μαθαίνεις να μην αμφισβητείς. Οι κατάσκοποι, όμως, είναι και παραμένουν μέχρι το τέλος και άνθρωποι. Και αυτή η αποδοχή της προδοσίας ως κομμάτι του εαυτού τους και του κόσμου, είτε τους αλοτροιώνει αμετάκλητα, είτε τους «σπάει».
* Το «Tinker, Tailor, Soldier, Spy» γυρίστηκε το 2011, με πρωταγωνιστή τον Γκάρι Όλντμαν στο ρόλο του Τζορτζ Σμάιλι (επάνω). Είχε προηγηθεί, το 1979, η μίνι σειρά του BBC με πρωταγωνιστή τον Άλεκ Γκίνες σε μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του...
Ο Σμάιλι προδίδεται από τη γυναίκα του και μάλιστα με τον άνθρωπο που πρόδωσε και την πατρίδα του. Η διπλή προδοσία τον απομακρύνει από τις Μυστικές Υπηρεσίες, στις οποίες όμως επιστρέφει όταν τον χρειάζονται. Για τον Λε Καρέ η σχέση με τις υπηρεσίες περιγράφεται ως κάποιου είδους «δεσμός τραύματος»: Δεν τον θέλεις, σε σκοτώνει, αλλά δεν μπορείς και να ξεφύγεις από αυτόν. Ένας άρρηκτος δεσμός στον οποίο τελικά όλοι θυσιάζονται εν γνώσει τους, προσπαθώντας, τουλάχιστον, να πάρουν μαζί τους ένα κομμάτι του ανθρώπινου εαυτού τους.
Ο Κατάσκοπος που γύρισε από το Κρύο – Ματαιότης ματαιοτήτων
Το πιο γνωστό βιβλίο του Λε Καρέ, ήταν το τρίτο του. Όταν το έγραψε ήταν στη Βόννη και είχαν προηγηθεί δύο εξαιρετικές νουβέλες, το «Call for the Dead» και το «A Murder of Quality».
«Ο Κατάσκοπος που γύρισε από το Κρύο» ήταν μια εισαγωγή στα όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν λογοτεχνικά. Ο ίδιος ο συγγραφέας σε συνέντευξή του είχε πει ότι είναι το καλύτερό του βιβλίο και ίσως είχε δίκιο. Η αμφισβήτηση τόσο του σκοπού όσο και των μέσων, την οποία εισήγαγε στο ζήτημα του Ψυχρού Πολέμου ίσως πέρασε απαρατήρητη από το ευρύ κοινό, το οποίο όμως λάτρεψε τον πρωταγωνιστή του, τον Άλεκ Λίμας, μια τραγική φιγούρα του μάταιου, τον οποίο ερμήνευσε στον κινηματογράφο αριστουργηματικά ο Ρίτσαρντ Μπάρτον.
Η ματαιότητα είναι η αναπόφευκτη συνέπεια όταν πολεμάς με ότι έχεις και δεν έχεις για κάτι στο οποίο δεν πιστεύεις πραγματικά. Η διδαχή ξεπηδάει απ' όλα τα βιβλία του Λε Καρέ. Οι ήρωές του, παγιδευμένοι σ' αυτή την αναπόδραστη εμμονή με το καθήκον, έρχονται αντιμέτωποι με κάθε είδους διλήμματα και αμφιβολίες και σχεδόν πάντα υπάρχει απέναντί τους κάποιος -ή κάποια- που πολεμά για έναν άλλο σκοπό, ο οποίος ακόμα και στα δικά τους μάτια κάνει περισσότερο νόημα:
Η αγάπη, στην περίπτωση του Τζόναθαν Πάιν («The Night Manager»), ο ανθρωπισμός, στην περίπτωση του Τζάστιν Κουέιλ («Ο Επίμονος κηπουρός»), η ιδεολογία, στην περίπτωση του Τζόζεφ («Η Μικρή Τυμπανίστρια»).
Το καθήκον κερδίζει πάντα
Διότι δεν έχει συναίσθημα. Δεν έχει πυξίδα, δεν ορίζεται από επιλογές. Σκοτώνει όσα μπαίνουν στο δρόμο του, ακόμα κι αν αυτό είναι οι άνθρωποι που αγαπάς.
«Το μεγαλύτερο έγκλημα είναι να μην κάνουμε τίποτα, επειδή μπορούμε να κάνουμε πολύ λίγα. Δεν αισθάνομαι τίποτα, επειδή το συναίσθημα υπονομεύει τη στρατιωτική πειθαρχία. Δεν αισθάνομαι, λοιπόν. Μόνο πολεμάω και μέσα από αυτό υπάρχω»
― The Little Drummer Girl
Για ποιον πολεμήσαμε;
Για τους ίδιους που γράφουμε: Για τον εαυτό μας. Αυτό είναι μάλλον το τελικό συμπέρασμα.
Σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, ο Λε Καρέ είχε πει για το βιβλίο του «The Honourable Schoolboy» (το δεύτερο της τριλογίας του Κάρλα): «Ένας καλός ψυχοθεραπευτής θα σύστηνε σε οποιονδήποτε να γράψει ένα τέτοιο βιβλίο».
Οι χαρακτήρες και τα διλήμματα, ηθικά, προσωπικά και ιδεολογικά που θέτει σε κάθε βιβλίο του ο Λε Καρέ, δεν είναι παρά μια προβολή της δικής του ιδιοσυγκρασίας και μια παράθεση των ανθρώπων που σημάδεψαν τη δική του ζωή.
Ο ίδιος μεγάλωσε στο Ντόρσετ. Η μητέρα του τον εγκατέλειψε όταν ήταν παιδί και την ξαναείδε στα 21 του. Ο πατέρας του ήταν ένας απατεώνας, που μπαινόβγαινε στις φυλακές και όταν πέθανε το 1975 ο Λε Καρέ πλήρωσε για την κηδεία αλλά δεν παρέστη σε αυτήν.
«Τίμησε» τον πατέρα του στο βιβλίο A Perfect Spy, στο οποίο ο πατέρας του ήρωα, του Μάγκνους Πιμ, είναι ένας αντίστοιχος τύπος που σημάδεψε τη ζωή του γιου του. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, η επιρροή αυτή δεν ήταν και τόσο αρνητική: Όταν μεγαλώνεις με ένα τόσο θλιβερό πρότυπο, δεν έχεις άλλο δρόμο στην πορεία παρά μόνο προς τα πάνω: Την εξιλέωση.
Ο Λε Καρέ μίσησε το εκπαιδευτικό σύστημα της Βρετανίας, με τους αυστηρούς και άκαμπτους κανόνες, αντιπάθησε φριχτά τους ανθρώπους που αυτό δημιούργησε, αηδίασε με όσα είδε στις μυστικές υπηρεσίες, αμφισβήτησε ανοιχτά τον ιδεολογικό γνώμωνα της μεταπολεμικής Δύσης, εξήγησε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ότι «η Δύση έμεινε ιδεολογικά ανερμάτιστη τώρα που δεν έχει έναν ορατό εχθρό, τον κομμουνισμό, και αγνοεί την άνοδο του πραγματικού εχθρού, του φασισμού».
Έζησε τα τελευταία 40 χρόνια της ζωής του, εντελώς απομονωμένος, μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του, στο σπίτι του στην Κορνουάλη, στο Land's End, την κυριολεκτική άκρη των βρετανικών νήσων στα νοτιοδυτικά.
Πίστευε ότι οι συγγραφείς δεν πρέπει να έχουν μεγάλη επαφή με τον κόσμο, γι αυτό και έδινε σπάνια συνεντεύξεις και μιλούσε πολύ σπάνια για τον εαυτό του.
Τον ξεδίπλωσε περίτεχνα, όμως, μέσα από τις ιστορίες του και τους χαρακτήρες του. Όπως, ξεδίπλωσε και κομμάτια από όλους μας.
Όπως θα έλεγε και ο Τζορτζ Σμάιλι: «Όσο περισσότερες ταυτότητες έχει ένας άνθρωπος, τόσο πιο πολύ φανερώνουν το πρόσωπο που προσπαθούν να κρύψουν»...