Παγκόσμιο γεγονός η πρώτη ελληνική εγγραφή στη «Μνήμη του Κόσμου»
Ένα από τα πολυτιμότερα εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, ο Πάπυρος του Δερβενίου, αποτελεί εδώ και λίγες μέρες την πρώτη ελληνική εγγραφή στον διεθνή κατάλογο του προγράμματος της Unesco «Μνήμη του Κόσμου» (“Memory of the World”), μαζί με άλλα 46 ιδιαίτερης ιστορικής σημασίας έργα από την αρχαία και νεότερη ιστορία της ανθρωπότητας, όπως τις θεολογικές εργασίες του Ισάακ Νεύτωνα, την ιδιόγραφη παρτιτούρα της Λειτουργίας σε Σι Ελάσσονα του Μπαχ (του τελευταίου έργου του Γερμανού συνθέτη), το αρχείο του Λουί Παστέρ.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν βρέθηκε σε ένα χωριό της Θεσσαλονίκης, ο Πάπυρος του Δερβενίου αναγνωρίζεται ως από τα σημαντικότερα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης στον ευρωπαϊκό χώρο. Πέντε δεκαετίες μετά, βρίσκει θέση ανάμεσα στα σημαντικότερα κομμάτια της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Η ένταξη στον κατάλογο «Μνήμη του Κόσμου» της UNESCO έγινε κατόπιν της σχετικής απόφασης που έλαβε η Διεθνής Συμβουλευτική Επιτροπή του προγράμματος, κατά την τελευταία συνεδρίασή της στο Αμπού Ντάμπι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, στις 4-6 Οκτωβρίου. Η υποψηφιότητα του Πάπυρου είχε ανακοινωθεί τον περασμένο Νοέμβριο.
Πρόκειται αναμφίβολα για μια μεγάλη επιτυχία του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, καθώς θεωρείται βέβαιο ότι θα συμβάλει αποφασιστικά στην περαιτέρω ανάδειξη, διαφύλαξη και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας.
Βασικός στόχος του προγράμματος «Μνήμη του Κόσμου» είναι η διαφύλαξη, έναντι της φθοράς και της λήθης, και η ανάδειξη, μέσω της συντήρησης και της διασφάλισης πλήρους προσβασιμότητας στα σημαντικότερα τεκμήρια του παγκόσμιου πολιτισμού.
Χειρόγραφα, εικονογραφήσεις, αρχεία, ντοκουμέντα, ταινίες καταλογογραφούνται και παραμένουν μέρος της α-λήθειας του κόσμου για τις επόμενες γενιές που θα τον κληρονομήσουν.
Τι είναι ο Πάπυρος του Δερβενίου
Βρέθηκε κατακερματισμένος στις 15 Ιανουαρίου του 1962 στο Δερβένι Θεσσαλονίκης, ανάμεσα στα υπολείμματα της νεκρικής πυράς ενός πλούσια κτερισμένου τάφου των ύστερων κλασικών χρόνων (4ος αι. π.Χ.). Αν και το κλίμα της Ελλάδας δεν ευνοεί τη διατήρηση παπύρων, η διάσωσή του οφείλεται στο γεγονός της ημιτελούς καύσης του. Αυτό που έχει φτάσει στα χέρια μας σήμερα είναι το επάνω μέρος του κυλίνδρου, δηλαδή του βιβλίου που προέκυπτε από τη συνένωση πολλών φύλλων παπύρου.
Από τα 266 σωζόμενα σπαράγματα του παπύρου έχει ανασυσταθεί μέρος του κειμένου. Η γραφή χρονολογείται ανάμεσα στο 340 και στο 320 π.Χ., όμως το βιβλίο το οποίο αντιγράφεται στον πάπυρο είναι πολύ παλαιότερο (χρονολογείται περίπου στο 420-410 π.Χ.).
Ο πάπυρος αποτελεί μοναδικό δείγμα της θεολογικής και φιλοσοφικής γραμματείας των αρχαίων Ελλήνων. Σύμφωνα με τους μελετητές, το κείμενο που αντιγράφεται στον πάπυρο κινείται στα όρια μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας και ανήκει στην ορφική γραμματεία: ο συγγραφέας υπομνηματίζει λεξιλογικά και ερμηνεύει αλληγορικά ένα παλαιότερο ορφικό ποίημα με κοσμογονικό και θεογονικό περιεχόμενο.
Στο πρώτο μέρος του κειμένου γίνεται μια περιγραφή των λατρευτικών πρακτικών που σχετίζονται με τη μεταθανάτια τύχη των ψυχών, ενώ στο δεύτερο μέρος υπάρχει ένας ορφικός ύμνος που συνόδευε τις τελετουργίες των μυστών, για τους οποίους προορίζει ο συγγραφέας το βιβλίο του, που πρέπει να ήταν και ο ίδιος μάντης, χρησμολόγος.
Ο συγγραφέας του βιβλίου ήταν πιθανότατα ο Ευθύφρων από τα Πρόσπαλτα, περιοχή της αρχαιότητας κοντά στα σημερινά Καλύβια της Αττικής.
Παγκόσμιο ενδιαφέρον
Από την πρώτη στιγμή της εύρεσής του, ο Πάπυρος του Δερβενίου συγκέντρωσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας και αποτέλεσε αντικείμενο πλήθους μελετών από ειδικούς, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει η κύρια δημοσίευση της επιστημονικής ομάδας των Θεόκριτου Κουρεμένου, Γιώργου Παράσογλου και Κυριάκου Τσαντσάνογλου (Τ. Kouremenos, G. Parassoglou & K. Tsantsanoglou, The Derveni Papyrus, Firenze 2006).
Παράλληλα την ίδια εποχή, ερευνητική ομάδα του πανεπιστήμιου της Οξφόρφης, υπό τον Αμερικανό παπυρολόγο Ντερκ Όμπινκ (Dirk Obbink) μαζί με Έλληνες συναδέλφους τους, υπό τον Απόστολο Πιερρή (φωτ.), διευθυντή του Ινστιτούτου Φιλοσοφικών Ερευνών της Πάτρας, επιχείρησαν να ανασυστήσουν το κείμενο του παπύρου, χρησιμοποιώντας πολυφασματικές μεθόδους απεικόνισης.
Η μικροφασματική φωτογράφιση του πολύτιμου υλικού διήρκεσε τρεις εβδομάδες και τα αποτελέσματά της ανακοινώθηκαν στις 30 Μαΐου 2006 σε ειδική εκδήλωση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
«Με την ανάγνωση του κειμένου επανέρχεται το πρόβλημα των σχέσεων φιλοσοφίας και θρησκευτικότητας. Είναι η πρώτη φορά που αρθρώνεται -και καταγράφεται- πως η σωτηρία της ψυχής στην ανθρώπινη φύση εξαρτάται από τη γνώση και την απόλυτη αλήθεια», δήλωνε ο Πατρινός φιλόσοφος στη σχετική συνέντευξη Τύπου, χαρακτηρίζοντας το υπό νέα ανάγνωση αρχαίο κείμενο ως «τύπο Αναξαγόρειας σκέψης».
Κάπως έτσι, τα μυστικά του παπύρου αποκαλύπτονταν 44 χρόνια μετά την ανακάλυψή του στο Δερβένι, με τους επιστήμονες να εξακολουθούν να εργάζονται πάνω σε αυτόν έως σήμερα, αναζητώντας περισσότερα στοιχεία.
Σημειώνεται ότι η μελέτη του παπύρου αποτελεί αντικείμενο ειδικού προγράμματος (CHS Derveni Papyrus Project) στο κέντρο Ελληνικών Σπουδών του πανεπιστημίου του Harvard.
Ο πάπυρος εκτίθεται σήμερα στο σύνολό του στη μόνιμη έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης «Ο Χρυσός των Μακεδόνων».
Αποτέλεσε δε πηγή έμπνευσης για την εικαστική σύνθεση «Μεσογειακά Παλίμψηστα: τρία αινίγματα φθοράς και αφθαρσίας» του Δημήτρη Ξόνογλου, εικαστικού και καθηγητή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, η οποία εκτέθηκε ως επίσημη συμμετοχή του πανεπιστημίου στην 4η Μπιενάλε Θεσσαλονίκης, το 2011.
Αποδεικνύοντας τη διαχρονική αξία του παπύρου και τον αντίκτυπό του στη σύγχρονη ζωή, η έκθεση λειτούργησε καταλυτικά για την ένταξη του πολύτιμου εκθέματος στον Διεθνή Κατάλογο της UNESCO.
Για την ιστορία, ο φάκελος της υποψηφιότητας υποβλήθηκε από την πρόεδρο της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής για την Unesco, Αικατερίνη Τζιτζικώστα, με βάση πρόταση της Ελληνικής Επιτροπής για το πρόγραμμα «Μνήμη του Κόσμου», πρόεδρος της οποίας είναι ο Ομότιμος Καθηγητής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, Παναγιώτης Νικολόπουλος.
Για την επιστημονική τεκμηρίωση της υποψηφιότητας, η Επιτροπή συνεργάστηκε με το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και τη διευθύντριά του, Πολυξένη-Αδάμ Βελένη.