O Σπύρος Ευαγγελάτος με δικά του λόγια
“Δεν απονέμω ποτέ τίτλους στον εαυτό μου. Γεύομαι όμως τις στιγμές, νιώθω την εκτίμηση του περίγυρου. Και έχω την ελπίδα ότι κάποιο σημάδι θα αφήσω κι εγώ στο θέατρο” έλεγε σε συνέντευξη του το 2001, ο Σπύρος Ευαγγελάτος.
“Με χαρακτηρίζουν λόγιο σκηνοθέτη αλλά μόλις αρχίσω τις πρόβες γίνομαι θεατρίνος, αφήνω στην μπάντα όλα όσα έχω μελετήσει και ξεκινώ με το πρωτότυπο κείμενο στο χέρι. Πιστεύω ότι ο σκηνοθέτης πρέπει να επικοινωνεί με τον ηθοποιό, να τον ενθαρρύνει, να τον προσεγγίζει ψυχολογικά. Συνηθίζω να λέω ότι η σκηνοθεσία γίνεται διά της υποβολής και όχι διά της επιβολής. Και αυτός είναι ο τρόπος της δικής μου δουλειάς” πρόσθετε στη Μυρτώ Λοβέρδου του Βήματος.
Ακολοθούν αποσπάσματα από συνεντεύξεις και κείμενα του μεγάλου ακαδημαϊκού των τεχνών που υπήρξε πάντα ο ορκισμένος υπέρμαχος και φύλακας του Αρχαίου Δράματος όπως έπρεπε να είναι.
Φεστιβάλ Αθηνών
Για την πορεία του
“Φοιτητής ακόμη της Φιλοσοφικής και ενώ είχα τελειώσει τη σχολή του Εθνικού εργάστηκα ως ηθοποιός σε τέσσερις παραστάσεις. Παράλληλα όμως είχα οργανώσει μια θεατρική ομάδα, τη Νεοελληνική Σκηνή, και το 1961 ετοίμαζα την πρώτη μου σκηνοθεσία, με τον άπαικτο τότε Φορτουνάτο του Μάρκου Αντώνιου Φώσκολου, όπου έπαιζα κι εγώ. Φοιτητές σχολών ή νέοι ηθοποιοί ακόμη δυσκολευόμασταν να βρούμε τον χρόνο για τις πρόβες που γίνονταν στο σπίτι μου. Ηταν ο μακαρίτης ο Γιάννης Κοντούλης, η Κλεώ Σκουλούδη, η Αφροδίτη Γρηγοριάδου, μετά ήρθαν ο Νικήτας Τσακίρογλου και ο Χρήστος Τσάγκας. Το 1963 μετέφρασα και ανέβασα τη Μαρία Δοξαπατρή του Δημητρίου Βερναρδάκη (στη φωτογραφία, με την Αφροδίτη Γρηγοριάδου). Ακολούθησαν ο Θυέστης του Κατσαΐτη μαζί με τον Χάση του Γουζέλη ενώ έστησα και το πρώτο ραδιοφωνικό ανέβασμα του Κατσούρμπου. Ο Φορτουνάτος έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Η παράσταση παίχτηκε τότε τρεις βραδιές και καταχειροκροτήθηκε. Δεν είναι τυχαίο ότι με το ίδιο έργο, σε τελείως διαφορετική σκηνοθεσία, εγκαινιάσαμε το Αμφι-θέατρο στην Πλάκα το 1984”.
Για τους προγόνους του
“Ο πατέρας μου Αντίοχος, συνθέτης και μαέστρος, και η μητέρα μου Ξένη, που ήταν αρπίστρια, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις επιλογές μου, γιατί και η αδελφή μου, η Δάφνη Ευαγγελάτου, που είναι σήμερα μεσόφωνος, και εγώ μεγαλώσαμε σε ένα καλλιτεχνικό περιβάλλον (κάτω, φωτογραφία της οικογένειας στο σαλόνι του σπιτιού). Θυμάμαι ότι σε μια απελπισμένη στιγμή εκείνης της πρώτης μου σκηνοθεσίας και ενώ ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω ο πατέρας μου με έπιασε από τον γιακά και μου είπε: ‘Είσαι τρελός; Αν εσύ δεν κάνεις γι' αυτή τη δουλειά, τότε ποιος κάνει;’. Πάντα ήθελα να γίνω σκηνοθέτης αλλά επειδή αγαπούσα πολύ και τη μουσική μετά το σχολείο σκεφτόμουν να συνεχίσω τις μουσικές μου σπουδές. Ο Σωκράτης Καραντινός όμως που με είδε σε μια σχολική παράσταση είπε στον πατέρα μου: "Αυτό το παιδί είναι για το θέατρο". Και αυτό με επηρέασε”.
Για τους δασκάλους του
“Έμμεσους δασκάλους μου θεωρώ τον Πίτερ Μπρουκ, τον Φράνκο Τζεφιρέλι και, βεβαίως, τον Στρέλερ. Από Ελληνες, τον Φώτο Πολίτη, τον Δημήτρη Ροντήρη, τον Κάρολο Κουν, τον Αλέξη Μινωτή. Άμεσοι δάσκαλοί μου είναι ο Τάκης Μουζενίδης και ο Σωκράτης Καραντινός. Από την άλλη μεριά, κορυφαίοι δάσκαλοί μου είναι ο Αλέξης Σολωμός και ο Αγγελος Τερζάκης. Χρωστάω πάρα πολλά στον Στέλιο Βόκοβιτς, που ήταν δάσκαλός μου στην υποκριτική. Η υποκριτική είναι ένα εργαλείο που χρειάζεται απαραιτήτως ο σκηνοθέτης, πρέπει να μπορεί να παίζει στιγμές, γιατί, όταν τελειώνει η θεωρία, πρέπει να παίρνει θέση το συναίσθημα”.
Για την παράσταση που τον καθιέρωσε
“Ηταν το 1972 που ανέβασα την "Ηλέκτρα" με την Αντιγόνη Βαλάκου στον επώνυμο ρόλο. Επαιζαν ακόμη η Κατσέλη, ο Φυσσούν, ο Τζόγις και ο Δημήτρης Βεάκης. Αν και τότε ακόμη δεν είχα εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα καθώς πηγαινοερχόμουν στη Βιέννη και δούλευα στο εξωτερικό, με κάλεσε το Εθνικό για την τραγωδία του Σοφοκλή στην Επίδαυρο. Ηταν η πρώτη φορά που ένας νέος σκηνοθέτης έμπαινε στο αρχαίο θέατρο. Είχα όμως στο ενεργητικό μου κάποιες παραστάσεις που είχαν επιτυχία, όπως το "Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας" που είχα ανεβάσει στο ΚΘΒΕ και παρουσιάσαμε και στην Αθήνα. Είχα σκηνοθετήσει μεταξύ άλλων τον Κούρκουλο στο "Τάνγκο" που πήγε δύο χρονιές και το "Φτωχέ φονιά" με τον Φέρτη και την Καλογεροπούλου. Θυμάμαι ότι με την "Ηλέκτρα" προσπάθησα να κάνω μια παράσταση που να στηρίζεται στο πνεύμα του Εθνικού αλλά και να το ξεπερνά (στη φωτογραφία σκηνή από την παράσταση με την Αντιγόνη Βαλάκου στο κέντρο και τον Χορό). Υπήρχε ένα παράξενο ρίγος και αυτό το ρίγος υπάρχει πάντα όταν κατεβαίνω στην Επίδαυρο. Οταν το 1980 μπήκα επισήμως στο Φεστιβάλ της Επιδαύρου με το Αμφι-θέατρο επέλεξα ένα σχετικά άγνωστο έργο, τους Επιτρέποντες του Μενάνδρου. Ηθελα να μπω στον χώρο διακριτικά”.
Για τη γυναίκα και μούσα του, Λήδα Τασοπούλου
Συναντήθηκαν το καλοκαίρι το 1973. “Πρωτοάκουσα το όνομα της Λήδας Τασοπούλου από τη Μαρία Χορς, δασκάλα στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Με τη Μαρία είχαμε συνεργαστεί το καλοκαίρι του 1972 στην πρώτη μου σκηνοθεσία στην Επίδαυρο με το Εθνικό (Ηλέκτρα" του Σοφοκλή). Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1973 το Εθνικό οργάνωσε ακροάσεις για τον Χορό του Ιππολύτου που θα σκηνοθετούσα εγώ και για την επανάληψη της Ηλέκτρας. Πριν από τις ακροάσεις η Μαρία (είχαμε συνδεθεί ήδη από την Ηλέκτρα με αδελφική φιλία που διαρκεί μέχρι σήμερα) είχε εξαντλήσει τα νεύρα μου λέγοντας και ξαναλέγοντας: ‘Είναι μια πρωτοετής στη σχολή που είναι καταπληκτική, κολλάει απολύτως σ' αυτό που θέλεις για την τραγωδία’. Και πάλι προ των ακροάσεων: "Μην ξεχάσεις, πρόσεξε τη μικρή, Λήδα Τασοπούλου τη λένε. Αυτή σου πάει για τη δουλειά που θες, για το όραμά σου". Πες - πες, κατάφερε να μου κάνει την άγνωστή μου κοπέλα σχεδόν αντιπαθή. (Η Λήδα δεν είχε ιδέα για όλα αυτά, ούτε καν ήταν τότε σίγουρη πως την ενδιέφερε η θεατρική σταδιοδρομία)”.
Οταν την είδε δεν τη βρήκε και τόσο καταπληκτική αφηγείται ο ίδιος στο βίβλιο που έγραψε μετά τον θάνατο της συζύγου του το 2005. “Μια κοπέλα του Χορού τιναζόταν σε διακριτική αλλά εμφανή θέση και μετά το συναρπαστικό στροβίλισμά της έμενε ακίνητη με τρόπο που "μιλούσε". Απέπνεε ποίηση. Λόγω της απόστασης δεν μπορούσα να διακρίνω ποια ήταν. Μετά την τέταρτη επανάληψη γυρνώ προς τη Μαρία Χορς: ‘Μαρία, Μαρία, ποια είναι αυτή; Αυτή είναι καταπληκτική’. ‘Μα, δεν στο είπα, αυτή είναι η Λήδα Τασοπούλου’. Αυτό ήταν.
Δυο τρία βράδια αργότερα, μετά την πρόβα, τρώγαμε στον Λεωνίδα, στο Λυγουριό. Μπαίνοντας δεξιά, θυμάμαι στον κλειστό χώρο, καθόμουν σε ένα τραπέζι περικυκλωμένος από κοπέλες του Χορού, φλυαρώντας... Ξάφνου αντικρίζω δεξιά μου, δύο τραπέζια πιο κάτω, τη Λήδα με κάποια φίλη της. Μέσα στη γενική οχλαλοή τα μάτια μου ακουμπάνε στο βλέμμα της, ένα βλέμμα βαθύ, προστατευτικό και ερωτικό, σεμνό και φιλήδονο. Ενας άλλος κόσμος. Σήκωσε το ποτήρι της και μου ένευσε. Το σήκωσα κι εγώ. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο γύρω μου. Αυτό ήταν... Αγκαλιαστήκαμε ένα βράδυ στο αρχαίο Στάδιο της Επιδαύρου και το επόμενο σε έναν στάβλο, δίπλα στο ξωκλήσι, στον παλιό δρόμο που οδηγεί στην Παλαιά Επίδαυρο. Οι στιγμές εκείνες ήταν ιερές και σφράγισαν τη ζωή μας... Η Λήδα ήταν για μένα η γυναίκα της ζωής μου”.
Για τον εκφυλισμό της τραγωδίας σήμερα
“Κάθε άνθρωπος δεν είναι κι ένας τραγικός ήρωας. Τραγικός ήρωας είναι αυτός ο οποίος βρίσκεται σε αναμέτρηση με υπερκείμενες δυνάμεις. Ο τραγικός ήρωας είναι το άτομο στο οποίο θα εναποθέταμε την ευθύνη να μας εκπροσωπήσει ως ανθρώπινο γένος. Η λέξη ‘τραγωδία΄ έχει αλλοιωθεί σήμερα. Όταν λέμε ‘συνέβη ένα τραγικό γεγονός, πέντε νεκροί στην εθνική οδό΄, είναι λάθος. Πρόκειται για ένα πολύ θλιβερό γεγονός, όχι όμως και τραγικό, γιατί δεν πάλεψε αυτοβούλως ο κάθε οδηγός για να σκοτωθεί. Δεν πρόκειται δηλαδή για αναμέτρηση, αλλά για κακό χειρισμό ή ατυχία”.
Για τη δημιουργία
“Αν δηλαδή κάποιος υπηρετεί ένα κείμενο επιδιώκοντας να προβάλει τα νοήματά του και όχι να κάνει δεξιοτεχνική επίδειξη –αν είναι και δεξιοτεχνική– πρέπει να υπάρχει και επαρκής αντίλογος. Δεν γίνεται όλο αποδόμηση, αποδόμηση. Οπως είπα χαριτολογώντας: «Παιδιά, αφήστε και κάποιον να οικοδομήσει. Δεν θα έχετε τι άλλο να αποδομήσετε...”
Για το θέατρο αύριο
“Νομίζω πως υπάρχει ελπίδα. Μέσα από τις πάμπολλες νέες θεατρικές ομάδες κάθε τόσο ξεπηδάνε αξιόλογα πρόσωπα, αλλά η πορεία και ο χρόνος το κρίνουν αν αυτό το ζύμωμα θα φέρει κάτι καλό. Βέβαια, είναι πάρα πολλά τα θέατρα, πάρα πολλές οι σκηνές, σπατάλη δυνάμεων και μπέρδεμα για το κοινό. Για να κατασταλάξει μέσω της φήμης και της υπερεπικοινωνιακής τακτικής ο θεατής ταλαιπωρείται”.
Για την Ελλάδα της κρίσης
"Σίγουρα , υπάρχουν τραγικά πρόσωπα... Βέβαια! Πολλά από αυτά ζουν γύρω μας. Προβάλλουν αυτήν την αντίσταση προς τη μοίρα και έχουν συνείδηση της απώλειας που θα επέλθει".
Πηγές: Βήμα (27/05/2001), Ελεύθερος Τύπος (07/02/09), Αγγελιοφόρος (05/0710), Η Καθημερινή (9/10/2011), Λήδα Τασοπούλου ...Προς ύστατον φως (Εκδόσεις Ergo, 2012)