Νίκος Καββαδίας: 107 χρόνια μετά τη γέννηση του Έλληνα ποιητή των θαλασσών
Τι γεύση έχει η μοναξιά, η πίκρα και η αρμύρα; Το κατάλαβα όταν πρωτοάκουσα τον μελοποιημένο Καββαδία.
Δε συμβαίνει σπάνια να γνωρίζει κανείς τον ποιητή μέσα από τις μελοποιήσεις των ποιημάτων του. Κάπως έτσι γνώρισα τον Καββαδία. Αποκάλυψη. Κι αγάπη. Κι ό,τι διάβασα στη συνέχεια, μου ήταν γνώριμο και μύριζε γονική θαλπωρή των παιδικών μου χρόνων... Το πούσι, η τραβέρσα, οι θερμαστές, τα πλοία αρόδο, το ρεμέτζο, τα όρντινα και οι γαρμπήδες ήταν δύσκολες έννοιες που, όμως, ακούγονταν από νωρίς στο σπίτι μας, χάρη στη θαλασσινή "μήτρα" της καταγωγής μου...
Η παιδική μνήμη έδρασε ακαριαία και καθοριστικά.
Κι έπειτα ήταν κι ο έμμετρος στίχος που περιείχε ονόματα εξωτικών προορισμών στις εσχατιές του κόσμου που πάντα ονειρευόμουν να ανακαλύπτω η ίδια («μια βραδιά θολή στο Σάντα Φε», «πέρ’απ’τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα», «μια βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια», «μεστή από κόσμο Κανναμπιέρα, στο Πόρτο Βέκκιο»). Οι μεγάλοι ζωγράφοι που ήταν συνοδοιπόροι στη θάλασσα («...τα δυο φανάρια της νυκτός κι ο Πιζανέλο...», «...τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει, παιδί του Mοντιλιάνι...», «...όπου έμοιαζε με μιαν παλιά ελαιογραφία του Γκόγια», «του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά...»). Η αγριότητα της θάλασσας, η σκληρή ζωή των ναυτικών, το άχθος των ατελείωτων σκέψεων, οι ανεκπλήρωτοι έρωτες και τα «ειδύλλια» των λιμανιών, η φυγή από την ασφυκτική στεριανή καθημερινότητα, η ματαιότητα της ζωής και των ερώτων που ταξίδευαν σε μέρη που δεν έχει δει κι ίσως ποτέ δε θα δει κανείς...
Ένας Κεφαλλονίτης από τη Ματζουρία
Για τους συντρόφους του ναυτικούς, ήταν ο «Κόλια» (το ρωσικό του Νικολάου, καθώς τότε η Μαντζουρία ήταν υπό ρωσική κατάληψη). Ο ίδιος, όμως, είχε βαφτίσει τον εαυτό του «μαραμπού» – ένα δυσοίωνο, για τους ναυτικούς, πουλί... Γεννήθηκε στη Χαρμπίν της Ματζουρίας από Κεφαλλονίτες γονείς.
Δήλωνε «μισός Κινέζος» και ποτέ ποιητής, μόνο ναυτικός.
«Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το 'καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια. Μας λυπάστε γιατί δεν έχουμε σπίτι, γιατί περπατάμε μ' ανοιχτά πόδια, γιατί φοράμε τσαλακωμένα πουκάμισα κι ασιδέρωτα ρούχα στο πόρτο. Εγώ σας χαίρομαι. Σίγουρο κρεββάτι, ήρεμος ύπνος. Καφέ στο κομοδίνο κι εφημερίδες. Εκδρομή το Σαββατοκύριακο με κεφτέδες. Όμως, δεν αλλάζω τη δουλειά μου με τη δική σας, ούτε για μια μέρα», έγραφε, χρόνια μετά στην "Βάρδια"
Όταν ξεκινούσε ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο πατέρας του, επιχειρηματίας και προμηθευτής του τσαρικού στρατού, πήρε την οικογένειά του, την πήγε στη, διαφαινόμενη, ασφάλεια της Κεφαλλονιάς και επέστρεψε στη Ρωσία ενώ σύντομα η οικογένεια μετακόμισε στον Πειραιά.
Τον Οκτώβριο του 1929, ο πατέρας του πεθαίνει. Η τραγική οικονομική κατάσταση της οικογένειας αναγκάζουν τον 20χρονο Καββαδία να παρατήσει τις ιατρικές σπουδές του και τη δουλειά και να βρει διέξοδο στη θάλασσα.
«Ο πατέρας μου... ο λαθρέμπορας του Λάο Γιαν, ο χαρτοπαίκτης του Τιεν Τσιν, ο μπακάλης του Πασαλιμανιού στα στερνά του, ο πιο ανελέητος άνθρωπος που γνώρισα», έγραφε αργότερα (επίσης) στη «Βάρδια» του για τον πατέρα του.
Τρία χρόνια μετά από το πρώτο του μπάρκο, εκδίδει με έξοδα δικά του 245 αντίτυπα της πρώτης ποιητικής συλλογής «Μαραμπού». Όπου μιλάει για το θάνατο αλλά, κυρίως, για τη λαχτάρα της φυγής.
«Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ' αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη»
Μεσολαβεί η επιστροφή του στην Αθήνα για να βρεθεί στο αλβανικό μέτωπο.
Το 1947, εκδίδεται το Πούσι. Ανθρωποκεντρικό, με ποιήματα σαν γράμματα σε συγγενείς από μακριά, όλα αφιερωμένα σε κάποιον...
Μεταξύ αυτών, αφιερωμένο στον άνθρωπο που εξέδωσε τη συλλογή, τον (τροτσκιστή) Θανάση Καραβία, το Federico Garcia Lorca
«Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι», έγραφε στο ποίημα που έσμιγε αριστοτεχνικά την κατοχική Ελλάδα και την Ισπανία του εμφυλίου...
Λίγο πριν το θάνατό του, ο Νίκος Καββαδίας ολοκλήρωσε την Τρίτη και τελευταία ποιητική συλλογή – που εκδόθηκε μετά θάνατον. Το Τραβέρσο είναι αποτέλεσμα μιας χρόνιας αναμέτρησης με τον εαυτό του, μιας ενδοσκόπησης που καταλήγει σε εξωστρέφεια...
«Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξτε στὸν άνεμο τὴ γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα», γράφει στη Γυναίκα, δίνοντας τις πιθανές διαστάσεις σε ένα πλάσμα που μοιάζει να κατορθώνει το ακατόρθωτο, να δαμάσει τη θάλασσα...
Ο στίχος του καταφανώς ξεχώριζε – κι όχι μόνο για όσους μπορούσαν να το διακρίνουν. Οι στίχοι του, εξωτικοί, βιωματικοί, με ναυτικούς όρους και «λιμανίσια» αργκό, ήταν απρόσμενοι.
Έγινε ευρύτερα γνωστός μέσα από την μελοποίηση των ποιημάτων του. Και δε θα ήταν αυθαιρεσία να πει κανείς πως είναι από εκείνους τους ποιητές που στο πέρασμα των χρόνων αποκτούν μεγαλύτερη απήχηση – και, κυρίως, από τους νέους...
Ο Νίκος Καββαδίας, ένας προσηνής και πράος άνθρωπος όπως τον περιγράφουν όσοι τον γνώριζαν, με ιδιαίτερη αγάπη για τα κύματα, τα λιμάνια και τα κορίτσια, γεννιόταν μία μέρα σαν σήμερα του 1910...