Πως ο designer Δημήτρης Παπάζογλου έκανε το 57ο ΦΚΘ μια αυστηρά γραφιστική υπόθεση
Πολύ πριν βρεθώ επάνω στην πόλη του Βορρά, η οπτική ταυτότητα του 57ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με προετοίμασε για εντυπωσιακές περιπέτειες στο βλέμμα. Όταν ενημερώθηκα ότι πίσω από αυτή τη βαθιά τυπογραφική οπτική γλώσσα βρίσκεται ο designer Δημήτρης Παπάζογλου όλα μου έκαναν λογικά.
Ο Δημήτρης Παπάζογλου δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός έξω από τον κύκλο του αλλά είναι εξαιρετικά γνώριμος στην κοινότητα των ελλήνων σχεδιαστών από την αρχή των γραμμικών περιπετειών του. Από το 2004 όταν και σε ηλικία μόλις 27 ετών κατέκτησε το ΜΕΓΑ ΕΒΓΕ (τότε υπό τον διακριτικό τίτλο “Μanografiκ”) διατηρεί εξαιρετικά σκορ στην ιστορία του θεσμού των Ελληνικών Βραβείων Γραφιστικής και Εικονογράφησης -άλλωστε αποτελεί μέχρικαι σήμερα την μοναδική περίπτωση που ένας μεμονωμένος freelance σχεδιαστής κατακτά την ύψιστη διάκριση του θεσμού.
Αργότερα υπήρξε ένας εκ των συνιδρυτών των Designers United, αναπτύσσοντας σημαντικές συνεργασίες με πελάτες εντός κι εκτός συνόρων όπως την Euroleague Basketball, το Volvo Ocean Race κα, ο Δημήτρης Παπάζογλου σήμερα συνεχίζει τη δική του καριέρα, παίζοντας πλέον μόνος στο γήπεδο της δημιουργίας για να καθιερώσει την αυστηρά δική του γραμμή.
Το έργο του, έχει αποσπάσει σημαντικές διεθνείς διακρίσεις (βλ. Red Dot Design Awards, D&AD, European Design Awards, Dieline Awards κα), έχει εκτεθεί τόσο σε εγχώρια όσο και διεθνή μουσεία design (με ποιο πρόσφατη συνεργασία, αυτή του Chicago Design Museum) και έχει γίνει αφορμή για να γίνει ο ίδιος ομιλητής τόσο σε εγχώρια όσο και παγκόσμια συνέδρια με θέμα το design. Με το portfolio του πλέον να περιέχει διεθνής συνεργασίες για κορυφαία brands του εξωτερικού -δηλαδή πως αλλιώς μπορείς να περιγράψεις τη Nike WHQ, τους New York Times, το Soccer Bible, την Established NYC κ.α.- ο Δημήτρης Παπάζογλου ζει και να εργάζεται στη Θεσσαλονίκη κάνοντας άθελα του την πόλη του Βορρά ένα παγκόσμιο σημείο αναφοράς μέσα από την διεθνή γλώσσα του design.
Η οπτική ταυτότητα του 57ου ΦΚΘ είναι ένα ακόμη κομμάτι της δικής του εξέλιξης, της προόδου του 40χρονου designer από την Θεσσαλονίκη που πιστεύει στις σπείρες. “Η φύση, το άπειρο σύμπαν είναι φτιαγμένο από αυτά. Σε έναν κύκλο πάντα καταλήγεις στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησες. Σε μια σπείρα αντιθέτως, πάντα πηγαίνεις παραπέρα, δεν υπάρχει τέλος, αλλά μάλλον μια αέναη εξέλιξη, μια κίνηση. Και στο κάτω-κάτω, η κίνηση είναι η ίδια η ζωή” είχε πει σε συνέντευξη του και σήμερα ο πολυβραβευμένος graphic designer συνεχίζει την εξέλιξη του παίζοντας με grid και γραμμές, ορίζοντας τους ορίζοντες του ίδιου και των τυχερών θεσμών που αφήνονται στη δωρική προσέγγιση του βλέμματος του.
Μιλήσαμε μαζί του για όλα όσα αφορούν την τέχνη του design με αφορμή και την έβδομη τέχνη που παραδόθηκε σε αυτόν. Ήρεμος, σοβαρός και όχι σοβαροφανής, κανονικός και ουσιαστικός στις απαντήσεις του ο Δημήτρης Παπάζογλου είναι ένας πολύ ωραίος τύπος της τυπογραφίας και ένας από εκείνους τους Έλληνες που σπανίζουν γιατί δεν θέλει να φωνάζει, θέλει να βελτιώνει την αισθητική και την κουλτούρα γύρω από αυτήν, ένα γράμμα τη φορά, σιωπηρά.
Έτσι και αλλιώς ό,τι θέλει να πει το λέει με αποδεδειγμένη μαεστρία.
Ποιο το briefing που σου δόθηκε και πόσο πιστός έμεινες σε αυτό;
Λόγω του διεθνούς χαρακτήρα του Φεστιβάλ, είχε γίνει σαφές από την αρχική μας ακόμα συνάντηση και από τις δύο μεριές πως ο θεσμός είχε ανάγκη για την δημιουργία μιας ενιαίας και ευέλικτης οπτικής γλώσσας, με έντονα στοιχεία εξωστρεφούς σκέψης και όχι απλά για ένα μεμονωμένο εικαστικό που θα προσαρμοζόταν σε διαφορετικά φορμάτ όπως γινόταν συνήθως μέχρι τώρα. Προσπαθήσαμε με τους συνεργάτες μου Axell Peemoeller και Γιάννη Φετάνη να μείνουμε πιστοί σε αυτήν την απόφαση.
Χρησιμοποιείς έντονα τυπογραφικά στοιχεία κομμένα σαν καρέ. Ποια η κεντρική ιδέα πίσω από την εικαστική ταυτότητα της φετινής διοργάνωσης;
Η οπτική γλώσσα που υιοθετήθηκε τόσο για τον σχεδιασμό της αφίσας όσο και για το σύνολο των εφαρμογών που αποτελούν την οπτική ταυτότητα του φετινού 57ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, εμπνέονται μέσα από μία σειρά βασικών χαρακτηριστικών του σινεμά όπως το πανί-οθόνη προβολής, η επανάληψη, αλλά και η διαφορετικότητα των κινηματογραφικών καρέ, η έννοια της προβολής (projection), η έννοια της κίνησης, αλλά και η προοπτική του ίδιου του χώρου της αίθουσας κατά την είσοδο του θεατή μέσα σε αυτή (σειρά καθισμάτων από το τελευταίο προς το πρώτο). Τα παραπάνω στοιχεία δεν αποτυπώνονται αυτούσια όπως αναφέρονται πιο πάνω. Μεταφράζονται, συνδιαμορφώνονται και αναδομούνται μέσα από τη χρήση της τυπογραφίας δημιουργώντας ένα νέο, πολυεπίπεδο σε αναγνώσεις έργο, επιτρέποντας στον θεατή να δώσει την δική του ερμηνεία, ενδυναμώνοντας ταυτόχρονα την ευρύτερη εμπειρία της τέχνης του κινηματογράφου. Επιπλέον η αυστηρή χρήση του ασπρόμαυρου σε συνδυασμό με την επιλογή μιας άκρως τεχνικής, monospaced, ισόπαχης γραμματοσειράς έρχονται να ενισχύσουν το σύνολο αυτής της εμπειρίας δημιουργώντας ταυτόχρονα τη σύνδεση ανάμεσα στον κλασικό κινηματογράφο αλλά και την τεχνολογία γύρω από αυτόν.
Η αφίσα έχει σχεδιαστεί με σκοπό να επανατυπώνεται μέσα από δημιουργική ευελιξία (κατάλογοι, έντυπα, banners κτλ) και όχι να αναπαράγεται αυτούσια ως προς τη σύνθεσή της. Το σύνολο των εφαρμογών του έργου λειτουργεί ως μια ολοκληρωμένη πλατφόρμα επικοινωνίας επιτρέποντας ταυτόχρονα τον δημιουργικό πειραματισμό χωρίς να αλλοιώνονται τα κύρια χαρακτηριστικά του που είναι η κατανόηση του μηνύματος, η αναγνωρισιμότητα, το branding και το concept.
Πόσο καιρό δούλευες αυτή την νέα ταυτότητα; Τι σε ταλαιπώρησε περισσότερο;
Το αρχικό στάδιο της εργασίας διήρκεσε περίπου 1 μήνα και αφορούσε την σύλληψη και την παρουσίαση του concept στους ανθρώπους του Φεστιβάλ. Από εκεί και μετά, και για δύο επιπλέον μήνες, δουλεύαμε με τους συνεργάτες μου Axell Peemoeller και Γιάννη Φετάνη πάνω σε όλα τα κομμάτια των παραγωγών που ζητήθηκαν εξ’ αρχής από το Φεστιβάλ όπως τους κατάλογους, σημάνσεις, πρόγραμμα προβολών κοκ. Αν υπήρχε κάτι που με ταλαιπώρησε περισσότερο τότε αυτό θα έλεγα πως είναι η τήρηση των αυστηρών σχεδιαστικών περιορισμών τον προδιαγραφών του ΕΣΠΑ.
Ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με τον θεσμό;
Η πρώτη μου επαφή ήταν το 2002 όταν και μου ζητήθηκε να σχεδιάσω μαζί με τον Κώστα Πετρίδη την οπτική ταυτότητα ενός μίνι φεστιβάλ του ΦΚΘ που αφορούσε τα ψηφιακά μέσα και τον κινηματογράφο και ονομαζόταν “E-magic” σε πρωτοβουλία και καλλιτεχνική διεύθυνση τότε του Νίκου Γιαννόπουλου. Είναι περίεργο, αλλά 14 χρόνια μετά, πρόσεξα πως όπως τώρα έτσι και τότε είχα χρησιμοποιήσει το εύρημα της επανάληψης.
Είδες κάποια προβολή φέτος;
Δυστυχώς όχι. Θα ήθελα πάρα πολύ να δω κάποιες συγκεκριμένες ταινίες που είχα κατά νού, όπως το Gimme Danger του Jim Jarmusch ή το Little Men του Ira Sachs αλλά δυστυχώς ο φόρτος εργασίας δεν μου το επέτρεψε.
Ως designer είχες από νωρίς διακρίσεις και πλέον έχεις ξεκινήσει το δικό σου studio, περνώντας από τη δυάδα των DU στον χώρο του freelance με έδρα τη Θεσσαλονίκη και ένα portfolio παγκόσμιο. Τι κουβαλάς από το παρελθόν σου και τι άφησες πίσω;
Κρατάω όλα εκείνα που λειτούργησαν ως εποικοδομητικές εμπειρίες. Δεν αφήνω συνειδητά κάτι. Αντιθέτως. Ό,τι δεν με κερδίζει φεύγει ουσιαστικά από μόνο του.
Για ποια δουλειά σου είσαι πραγματικά υπερήφανος και γιατί;
Μου είναι ειλικρινά δύσκολο να ξεχωρίσω κάποια εργασία ανάμεσα σε άλλες. Η κάθε μια έχει τα δικά της χαρακτηριστικά ταυτόχρονα με ένα σύνολο διαφορετικών εμπειριών που κάνουν το κάθε έργο ξεχωριστό. Αν έπρεπε να ξεχωρίσω μία τότε ίσως αυτή να είναι το σύνολο των εργασιών για την ΠΑΕ ΠΑΟΚ. Όχι τόσο με βάση το κριτήριο της αισθητικής αλλά ίσως λόγω της συναισθηματικής εμπλοκής που έχω με την συγκεκριμένη ομάδα (σσ. ο Δημήτρης πέρα από ένας εξαιρετικός graphic designer είναι και ουσιαστικός φίλαθλος του ποδοσφαίρου).
Tελικά, οι διακρίσεις σημαίνουν κάτι για τον δημιουργό;
Οι διακρίσεις είναι σημαντικές και αποτελούν κίνητρο για να γίνεσαι ακόμα καλύτερος, αρκεί να μην γίνονται αυτοσκοπός και χάνεται η προσωπικότητα του σχεδιαστή.
Ποιους Έλληνες designer θαυμάζεις;
Όπως για τους περισσότερους φαντάζομαι από εμάς, πιστεύω πως ο Δημήτρης Αρβανίτης, ο Φρέντυ Κάραμποτ αλλά και ο γκράφικερ Γιάννης Σβορώνος αποτελούν σταθερά σημεία αναφοράς. Από τους νεότερους ξεχωρίζω τον Γιάννη Κουρούδη τόσο για το έργο του όσο και το πολύ έντονο προσωπικό στυλ που έχει η γραφή του. Επιπλέον, τρέφω μεγάλο σεβασμό για τους τυπογραφικούς σχεδιαστές Πάνο Χαρατζόπουλο, Γιάννη Καρλόπουλο αλλά και τον νεότερο Γιώργο Τριανταφυλλάκο τόσο για το σύνολο του έργου τους όσο και για την προσφορά τους στην σύγχρονη ελληνική τυπογραφία.
Επάνω σε τι δουλεύεις σήμερα;
Πάνω σε ένα moodboard campaign για μια σειρά της Nike.
Ποια τα σχέδια σου για το μέλλον;
Υπάρχει στον ορίζοντα του 2017 το ενδεχόμενο μετακίνησης στην Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αλλά πέρα από αυτό αποφεύγω να κάνω σχέδια με την έννοια που το εννοούμε οι περισσότεροι. Για παράδειγμα, συνήθως κλείνω ένα ταξίδι την τελευταία στιγμή και πληρώνω ακριβά το εισιτήριο αν φυσικά τύχει και βρω διαθεσιμότητα. Ποτέ δεν ήμουν καλός σε αυτό και θαυμάζω τους ανθρώπους που μπορούν και το κάνουν. Πιστεύω όμως πως η ίδια η ζωή ξέρει καλύτερα για τον καθένα μας και τα ουσιαστικά πράγματα που μας αφορούν συμβαίνουν αφενός με τρόπο που έμμεσα τα προκαλούμε αφετέρου όμως “εν αγνοία” μας και όχι τόσο βάσει κάποιου σχεδίου. Χρειάζεσαι περισσότερο ανοιχτά μάτια, αυτιά και κυρίως ένστικτο και έντονη συναισθηματική νοημοσύνη για να τα αντιλαμβάνεσαι όταν αυτά συμβαίνουν, ώστε να προσπερνάς αυτά που πρέπει και να μένεις σε αυτό που αξίζει. Ως εκ τούτου, προσπαθώ απλά να διαχειρίζομαι αυτά που έρχονται στον δρόμο μου και να τα προσαρμόζω στις ανάγκες μου εαν και εφόσον μπορώ.
Ποια είναι η καλύτερη συμβουλή που σου έχουν δώσει;
Να κοιτάω που και που στο παρελθόν για να θυμάμαι ποιος είμαι και από που έρχομαι.
Ποια συμβουλή θα έδινες εσύ στους νέους designers της Ελλάδας;
Να είναι τολμηροί. Να επιτρέπουν στον εαυτό τους να λειτουργούν περισσότερο με το ένστικτο και λιγότερο με βάση τις κλισέ θεωρίες γύρω από το design.
Εάν ήσουν font ποιο θα ήσουν και γιατί;
Νομίζω η Αkzidenz Grotesque. Ίσως γιατί με γοητεύει η γεωμετρία αλλά ταυτόχρονα και οι ουμανιστικές αναφορές που κρύβονται στο DNA του σχεδιασμού της.
Ας κλείσουμε με μια δική σου προβολή. Ποια είναι η τελευταία ταινία που είδες και μας συστήνεις ανεπιφύλακτα να τη δούμε;
Ανεπιφύλακτα το To Βe or not to Βe του 1942 σε σκηνοθεσία του Ernst Lubitsch. Eίχα την τύχη να την δω φέτος το καλοκαίρι στην πλατεία του χωριού της Κιμώλου, μαζί με μια σειρά εξαιρετικών προβολών θερινού σινεμά που διοργανώνει ο καλός φίλος και ηθοποιός Ορφέας Αυγουστίδης για τους κατοίκους του νησιού.