Μπομπ Ντίλαν όπως Ζαν Πολ Σαρτρ
Σχεδόν μισό αιώνα και κάτι μετά, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ο Μπομπ Ντίλαν, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές παραμένει σιωπηλός για το Νόμπελ Λογοτεχνίας που του απονεμήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα από τη Σουηδική Ακαδημία και αυτή η σιωπή του, εάν και εφόσον συνεχιστεί, θα είναι ακόμη μια ιστορία για το χρονικό των “χαμένων” Νόμπελ.
Αυτών που είτε αγνόησαν είτε αγνοήθηκαν, αυτών των βραβείων που ντροπιάζουν έναν από τους δύο -εαν και εφόσον αποδεχτούμε ότι τα Νόμπελ ορίζουν το λογοτεχνικό χάρτη και τις τάσεις του, μια ιδέα που αμφισβητείται, όχι αδίκως.
Εάν ο Ντίλαν παραμείνει δωρικός, συνεπής στην τέχνη της λυρικής του αφήγησης αδιαφορώντας για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, θα γίνει ένας Ζαν-Πολ Σαρτρ για το 2016, ή ίσως ανατρέξει στην περίπτωση του 1964, όταν ο φιλόσοφος και συγγραφέας, βασικά υπαρξιστής, Σαρτρ δεν αποδέχτηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Άνθρωπος των λέξεων και των ιδεών ο διοπτροφόρος κύριος δεν θα μπορούσε να είναι αγενής.
“Η Ακαδημία δεν έχει παρά να διαπιστώσει πως η απονομή του βραβείου είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί” διευκρίνησε με επίσημη ανακοίνωση του στο Σουηδικό τύπο στις 22 Οκτωβρίου που εκτυπώθηκε στο φύλλο της Le Monde την ίδια μέρα. Η νίκη είχε βέβαια καταχωρηθεί στα αρχεία, είτε τον αφορούσε, είτε όχι, ο Σαρτρ όμως ήθελε να ξεκαθαρίσει την επιλογή του.
"Η άρνησή μου δεν είναι μια αυθόρμητη κίνηση. Ανέκαθεν αρνιόμουν τις επίσημες διακρίσεις. Το 1945, μετά τον πόλεμο, μου είχε προσφερθεί η Λεγεώνα της Τιμής και την αρνήθηκα, μολονότι ήμουν φίλα προσκείμενος στην τότε κυβέρνηση. Αναλόγως, ουδέποτε ενδιαφέρθηκα να μπω στο College de France, κι ας μου το συνιστούσαν πολλοί φίλοι. Η στάση αυτή οφείλεται στην άποψή μου για την ιδιότητα του συγγραφέα. Ένας συγγραφέας που υιοθετεί θέσεις πολιτικές, κοινωνικές ή λογοτεχνικές οφείλει να ενεργεί μόνο με τα δικά του μέσα - με τον γραπτό λόγο. Όλες οι πιθανές τιμές εκθέτουν τους αναγνώστες του σε μια πίεση την οποία θεωρώ ανεπιθύμητη. Άλλο να υπογράφω ως Ζαν Πολ Σαρτρ κι άλλο ως Ζαν Πολ Σαρτρ, κάτοχος Νόμπελ” κατέληξε.
“Η μόνη δυνατή μάχη σήμερα στο μέτωπο του πολιτισμού είναι ο αγώνας για την ειρηνική συνύπαρξη των δύο πολιτισμών, του Ανατολικού και του Δυτικού. Δεν εννοώ μ' αυτό ότι πρέπει ν' αγκαλιάσει ο ένας πολιτισμός τον άλλον, γνωρίζω πως η μεταξύ τους αντιπαράθεση πρέπει να έχει τη μορφή σύγκρουσης, αλλά κι αυτή πρέπει να διεξάγεται ανάμεσα στους ανθρώπους και τις κουλτούρες, χωρίς θεσμικές παρεμβάσεις. Προσωπικά είμαι βαθιά επηρεασμένος από αυτήν την αντιπαράθεση, καρπός τέτοιων αντιπαραθέσεων είμαι κι ο ίδιος” συνέχισε ο Σαρτρ.
“Οι συμπάθειές μου κατευθύνονται αναμφισβήτητα προς αυτό που αποκαλείται ανατολικό μπλοκ, αλλά έχω γεννηθεί και ανατραφεί μέσα σε μια αστική οικογένεια και κουλτούρα. Κάτι που μου επιτρέπει να συνεργάζομαι μ' ό,τι αποσκοπεί στο να πλησιαστούν περισσότερο οι δύο πολιτισμοί μεταξύ τους, με την ελπίδα, βέβαια, πως "θα νικήσει ο καλύτερος", δηλαδή ο σοσιαλισμός” πρόσθεσε.
Τέλος. Καπνός.
1964 : Jean-Paul Sartre refuse son prix Nobel... από ina
Ο Σαρτρ γύρισε την πλάτη του στο θεσμό συμβολικά και δεν πήρε ποτέ τις 250.000 σουηδικές κορόνες, χρηματικό έπαθλο που συνόδευε τη διάκριση. Ήταν μια κίνηση που δίχασε και ερμηνεύθηκε είτε έτσι (αλαζονική, σνομπ, αγενής) είτε αλλιώς (ευγενική, ουσιαστική, ιδεαλιστική), διασκέδασης κύκλους, έκανε μερικούς να υποκλιθούν στο μεγαλείο του και άλλους να την ερμηνεύουν ως κλισέ συμπεριφορά μονόχνοτη και αντιπαθητική.
Η Σουηδική Ακαδημία έκανε περίπου είκοσι χρόνια να τιμήσει ξανά Γάλλο (ο πρωτεργάτης του Νέου Μυθιστορήματος Κλοντ Σιμόν τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1985 για το έργο του "Ο δρόμος της Φλάνδρας"). Σήμερα ίσως κάνει άλλα είκοσι για να ασχοληθεί ξανά με την Αμερική. Από σήμερα ίσως είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η στάση του Σαρτρ απέναντι σε θεσμούς και βραβεύσεις έχει την ανέκδοτη παρτιτούρα της.
Το λεύκωμα Bob Dylan NYC από τις Εκδόσεις Rizzoli