Κινητά μνημεία 37 έργα του «Παπαδιαμάντη της ζωγραφικής», Θεόφιλου Χατζημιχαήλ
Τριάντα επτά έργα του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ από το Μουσείο-Βιβλιοθήκη Στρατή Ελευθεριάδη-Teriade χαρακτηρίστηκαν μνημεία από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων (ΚΣΝΜ).
Πρόκειται για έργα που ζωγράφισε ο Θεόφιλος για τον συλλέκτη έργων τέχνης Στρατή Ελευθεριάδη-Teriade, μετά τη γνωριμία τους στα τέλη της δεκαετίας του 1920 στη Μυτιλήνη. Τα έργα φιλοτεχνήθηκαν από το 1927 έως το 1933. Σημειώνεται ότι μέσα στα έξι αυτά χρόνια ο Θεόφιλος δημιούργησε πάνω από 120 πίνακες. Τα 37 από αυτά ο συλλέκτης τα δώρισε στο μουσείο που φέρει το όνομά του στη Βαρειά της Λέσβου και τα υπόλοιπα τα στέγασε στο γειτονικό Μουσείο Θεόφιλου, που χτίστηκε με δικές του δαπάνες και στη συνέχεια το δώρισε στο δήμο Μυτιλήνης.
Τα έργα του Θεόφιλου απεικονίζουν μια ποικιλία ελληνικών θεμάτων που χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, αυτά που παρουσιάζουν τη φύση και τον άνθρωπο (προσωπογραφίες, τοπία, εικόνες της καθημερινής ζωής) και εκείνα που περιγράφουν θέματα από την ελληνική μυθολογία, ιστορία και θρησκεία.
Το 1976 το υπουργείο Πολιτισμού προχώρησε σε χαρακτηρισμό των έργων του Θεόφιλου «οπουδήποτε και εάν ευρίσκονται» ως έργα «χρήζοντα ειδικής κρατικής προστασίας». Την προστασία είχε ζητήσει με έγγραφό του ένα χρόνο πριν ο τότε αναπληρωτής προϊστάμενος της Εφορείας Κλασικών Αρχαιοτήτων Βόλου και μετέπειτα πανεπιστημιακός, Γεώργιος Χουρμουζιάδης.
Όπως διαπιστώνει η Διεύθυνση Νεώτερου Πολιτιστικού Αποθέματος και Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, η κήρυξη του 1976 εντάσσεται σε μια ευρύτερη περίοδο έντονης προβολής και ενδιαφέροντος για το έργο του Θεόφιλου, αλλά και ευρύτερα για τη λαϊκή τέχνη.
Η ομόφωνη κήρυξη στο πρόσφατο ΚΣΝΜ για τα 37 έργα από τη συλλογή του Μουσείου Teriade έχει ως στόχο την εξατομίκευση του χαρακτηρισμού του 1976 για τα 37 έργα και το χαρακτηρισμό ως συλλογής των ίδιων έργων. Σημειώνεται ότι η παραπάνω κήρυξη δεν αναιρεί το γενικό χαρακτηρισμό του 1976 του συνόλου της καλλιτεχνικής παραγωγής του Θεόφιλου, αλλά εξατομικεύει τα έργα με σκοπό την καλύτερη προστασία του έργου του ζωγράφου.
Tσαρούχης, Eλύτης και Σεφέρης για τον "σοβατζή με τη φουστανέλα"
Ο Θεόφιλος δεν πρόλαβε να ζήσει την αναγνώριση και τη δικαίωση του έργου του. Το περιβάλλον του τον αποκαλούσε κοροϊδευτικά “ο σοβατζής με τη φουστανέλα”, οι άνθρωποι του πνεύματος όμως είχαν πάντα κάτι σημαντικό να ψελλίσουν για τον “Παπαδιαμάντη της ζωγραφικής”.
Ο Γιάννης Τσαρούχης έγραψε για τον Θεόφιλο:
“...Τη δουλειά του Θεόφιλου μπορούμε να τη χωρίσουμε σε τρεις μεγάλες περιόδους, που ξεχωρίζουν αρκετά μεταξύ τους. Πρώτη είναι η περίοδος της Θεσσαλίας. Όπως είπαμε και στην αρχή, τα έργα τα καμωμένα στη Θεσσαλία, αν εξαιρέσουμε τα πετυχημένα κι αριστουργηματικά του, είναι τις περισσότερες φορές σφιγμένα, με μια τάση για σχέδιο, που σπάνια φτάνει σ’ αποτέλεσμα, ενώ στο χρώμα έχουν μια περιορισμένη κλίμακα που, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις -έχω υπ’ όψη μου μερικά θαυμάσια έργα- έχουν κάτι το σχεδιαστικό και συγχρόνως το σκληρό. Η εποχή της επανόδου του στη Μυτιλήνη αποτελεί τη δεύτερη περίοδο της ζωγραφικής του. ένα είδος δισταγμού μαζί κι επιμέλειας, που υπάρχει στα έργα του Βόλου, εξαφανίζεται εδώ για να δώσει τη θέση του σε μια χρωματική ευφορία, με πλήθος σπάνιους τόνους, λεπτότατους μα και συγχρόνως γεμάτους ευδαιμονία.
Τα έργα αυτά επιζητούν λιγότερο το σχέδιο, μα ίσως στο βάθος να είναι πιο σχεδιασμένα. Το χρώμα τους φτάνει σε μια λάμψη που εκφράζει ευτυχία, ξενοιασιά και, συγχρόνως, εκστατική αυτοσυγκέντρωση. Έχουν μιαν απίστευτη ποιότητα στην ύλη τους, μια δυνατή συνείδηση των κανόνων του έργου τέχνης, με την ανατολίτικη και βυζαντινή σημασία του όρου. Εκεί γύρω στην εποχή που θα συναντήσει τον Τeriade, ίσως όμως και λίγα χρόνια πριν, η ζωγραφική του αλλάζει. Αυτή είναι η τρίτη περίοδός του. Eδώ τα εντυπωσιακά και πολύτιμα χρώματα αρχίζουν να υποχωρούν κάπως, για να δώσουν τη θέση τους σε χρώματα πιο σωστά, πιο ζωγραφικά. Ό,τι ήθελε να κάνει στον Βόλο με το επιμελημένο και σφιχτό σχέδιο, το καταφέρνει τώρα με τα δικά του μέσα: με το χρώμα...”
Ο Γιώργος Σεφέρης συσχέτισε τον Θεόφιλο με τον Μακρυγιάννη στο Βρετανικό Συμβούλιο σε ομιλία του το 1947:
“Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του -αν σώζουνται ακόμη. Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μιαν ανεμόσκαλα και τού 'σπασαν ένα δυο κόκαλα.
Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε. Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους oι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε με ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό.
Θυμούμαι πάντα το Θεόφιλο όταν συλλογίζομαι τον Μακρυγιάννη. Σας έλεγα πως ο Μακρυγιάννης είναι από τις πιο μορφωμένες ψυχές του νέου ελληνισμού, το ίδιο πιστεύω και για το Θεόφιλο, αν η λέξη μόρφωση σημαίνει πνευματική μορφή. Κι αυτή η μόρφωσή τους είναι εξαιρετικά έντονη και δραστήρια. Είναι καταπλητική η έμφυτη ανάγκη που έχουν να εκφραστούν. Εκμηδενίζει όλες τις δυσκολίες. Θυμάται κανείς κάτι πεισματάρικα φυτά, που όταν πιάσει η ρίζα τους, προχωρούν γκρεμίζοντας φράχτες, σπάζοντας ταφόπετρες. Ο Μακρυγιάννης δημιουργεί έκφραση σε κάθε του ώρα. Και με πετραδάκια της θάλασσας (Β΄ 351) ακόμη κάθεται και γράφει την ιδέα του στο χώμα του περιβολιού του, και συμπληρώνει τη σκέψη της μέρας με τα όνειρα που βλέπει στον ύπνο του”.
Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε για τον Θεόφιλο:
“Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι και, καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήταν, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, τη μεγάλη αφίσα της Έκθεσης του Θεόφιλου, που είχε ανοίξει ακριβώς εκείνη την εβδομάδα στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε, λοιπόν, ναι. Υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτόν τον κόσμο”.
O Θεόφιλος Χατζημιχαήλ βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του τον Μάρτιο του 1934. Η επίσημη αιτία θανάτου ήταν το καρδιακό νόσημα, ωστόσο είναι πιθανό να πέθανε από τροφική δηλητηρίαση. Λέγεται ότι τα αλλοιωμένα τρόφιμα που κατανάλωσε ήταν η αμοιβή του για ένα έργο του.