ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

«Ο Σαββόπουλος δεν υπάρχει»: Ο Νιόνιος συστήνεται ξανά στο βιβλίο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα»

Ο Διονύσης Σαββόπουλος.

In time

Το καινούριο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Διονύση Σαββόπουλου «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» κυκλοφορεί σήμερα από τις εκδόσεις Πατάκης και μελετώντας το διαπιστώσαμε πως εκτός από εξαιρετικός μουσικός και στιχουργός, ο Σαββόπουλος μπορεί να γράψει βαθιά συγκινητικές ιστορίες βγαλμένες από την ίδια την ζωή του. Με αυτό το βιβλίο, ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν «συστήνει» για άλλη μια φορά τον λογοτεχνικό εαυτό του, αλλά μας προσκαλεί να τον ακολουθήσουμε στην εξερεύνηση της δικής του προσωπικής και μουσικής ιστορίας.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος ανοίγει ξανά την πόρτα στον «Νιόνιο» και μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε τις σκέψεις του, σαν να μας ψιθυρίζει: «δώσ’ μου τα λόγια, επιτέλους, να μην είμαι μοναχός».

Αυτή η αποκαλυπτική στιγμή έρχεται μέσα από το πρώτο του αυτοβιογραφικό βιβλίο με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα».

Παρά τη ροή του χρόνου, που συνεχώς μας ξεφεύγει, ο Διονύσης Σαββόπουλος έχει σταθεί αταλάντευτος απέναντι σε αυτές τις «οροσειρές του χρόνου» και με ανοιχτόκαρδη ειλικρίνεια μας καλεί να τον γνωρίσουμε εκ νέου.

Μέσα από τα 20 κεφάλαια-ιστορίες του βιβλίου, ο ίδιος μας συστήνει τον εαυτό του, αποκαλύπτοντας μια νέα διάσταση του έργου και της προσωπικότητάς του.

Διαβάζουμε μέσα στο βιβλίο τον τρόπο με τον οποίο ο Σαββόπουλος μας «συστήνεται»:

«Αυτό που λέμε "Σαββόπουλος" δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά - σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο "Σάββο", όπως τον έλεγε ο συγχω­ρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός».

Ο Διονύσης Σαββόπουλος αποκαλύπτει τη ζωή και το έργο του μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του.

Από τα πρώτα βήματα του στη Θεσσαλονίκη του 1944, σε μια πόλη που ζούσε τις πληγές του πολέμου, έως τα πρώτα του τραγούδια σε νεαρή ηλικία, ο Σαββόπουλος μάς οδηγεί σε μια εξαιρετική πορεία που σμιλεύτηκε από τις προσωπικές του εμπειρίες και τις μουσικές του επιρροές.

Γράφει χαρακτηριστικά στην ιστορία με τίτλο «Ο τραγουδισμένος χρόνος»:

«Καμία ανθρώπινη έκφραση δεν μπορεί να μιλήσει με τόση ακρίβεια όσο ο λόγος. Αλλά η μουσική είναι μια τέχνη με τρομερή διαίσθηση. Σε τραγουδοποιούς σαν κι εμένα χρειάζονται λίγα μέτρα μουσικής στην αρχή, για να μας υποβάλλουν διαισθητικά αυτό που λίγο μετά έρχεται ο στίχος να πει με περισσότερη ακρίβεια».

Από την απόφαση του το 1963 να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη με σκοπό να ζήσει «αληθινά», ως νέος που αναζητούσε το φως και την αυθεντικότητα, μέχρι την εφηβική του επανάσταση στην Αθήνα, ο Σαββόπουλος αναδεικνύει την πορεία του ως καλλιτέχνης και άνθρωπος.

Ο πρώτος του δίσκος το 1965, οι περιπέτειες στο Παρίσι και το Μιλάνο, η επιστροφή στην Ελλάδα και η δημιουργία του οικογενειακού του κόσμου, είναι στιγμές που σφράγισαν την πορεία του.

Κάθε «γωνίτσα» του βιβλίου είναι και μία πηγή νοσταλγίας για τον αναγνώστη. Γράφει χαρακτηριστικά ο Σαββόπουλος, μία παράγραφος βέβαια που ίσως να φανεί στην αρχή λιγάκι παράξενη και ίσως ξεπερασμένη για τις νέες γενιές:

«Ό,τι μάθαμε να μιλάμε το μάθαμε στα τέσσερα-πέντε χρόνια που κάναμε καφενείο στα νιάτα μας. Στο καφενείο κουβεντιάζοντας τα πάντα, ιδέες, γυναίκες, έρωτες, ποδόσφαιρο, πολιτική…μαθαίνεις να σκέφτεσαι, να διατυπώνεις σωστά τα λόγια σου, να είσαι ευρηματικός, να σκαρώνεις ατάκες, να είσαι γλαφυρός, γρήγορος και πειστικός».

Από τα στέκια του «Ροντέο» και του «Κυττάρου», μέχρι την αποθέωση του 1983 και τη ρήξη με το κοινό το 1989, ο Σαββόπουλος παραμένει πάντα πιστός στην ανάγκη του να εκφράσει τη δική του αλήθεια.

Η συστράτευσή του με την Αριστερά και η αποστασιοποίησή του στη συνέχεια αποτελούν επίσης κομβικά σημεία στην πορεία του, αποκαλύπτοντας έναν καλλιτέχνη που ποτέ δεν φοβήθηκε να πειραματιστεί και να αμφισβητήσει.

Με αυτό το βιβλίο, ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν «συστήνει» μόνο τον λογοτεχνικό εαυτό του, αλλά μας προσκαλεί να τον ακολουθήσουμε στην εξερεύνηση της δικής του προσωπικής και μουσικής ιστορίας.

Γράφει χαρακτηριστικά στην ιστορία «Η Δίψα»:

«Κάποτε οι άνθρωποι ξέρανε τις απαντήσεις, αλλά στη δική μας εποχή πρέπει να τις βρεις μόνος σου κι από την αρχή, με τον κίνδυνο να μην τις βρεις και ποτέ»

Από τα πρώτα του βήματα στο γυμνάσιο, όπου καθοδηγήθηκε από τον αγαπημένο του φιλόλογο Δημήτριο Βαφειάδη, μέχρι τους δασκάλους που τον σημάδεψαν στον μουσικό του δρόμο, όπως οι Μάνος Χατζιδάκις, Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου και Ντόρα Μπακοπούλου, ο Διονύσης Σαββόπουλος αποκαλύπτει μέσα από το βιβλίο του τις επιρροές που διαμόρφωσαν τον καλλιτεχνικό του χαρακτήρα.

Παράλληλα, εξιστορεί τις προσωπικές του εμπειρίες από την τέχνη της συνύπαρξης, τις δυσκολίες του γάμου και του ρόλου του πατέρα, ενώ αφιερώνει χώρο στην οικογένεια και στην ευρύτερη «οικογένεια» των μουσικών που τον στήριξαν και τον ενέπνευσαν.

«Έγραφα λοιπόν και προχωρούσα με το ένστικτο. Ως συνήθως, δεν ηξερα τι φτιάχνω, και όμως το ήξερα πολύ καλά» γράφει αναφερόμενος στον τρόπο με τον οποίο δούλευε τις συνθέσεις του.

Ο Σαββόπουλος αποκαλύπτει τη σχέση του με το προσωπείο του καλλιτέχνη, το οποίο έχει πλάσει με τα χρόνια. Περιγράφει τον «Σαββόπουλο» ως έναν ρόλο, έναν τύπο που εμφανίζεται στη σκηνή, δημιουργεί τραγούδια και λέει ιστορίες. Ωστόσο, διευκρινίζει πως ο ίδιος ο «Σαββόπουλος» δεν είναι παρά ένα δημιούργημα του, ένα δημιούργημα που χωρίς τον ίδιο δεν θα υπήρχε.

Ο Σαββόπουλος, έχοντας μεγαλώσει, αναγνωρίζει την ανάγκη να κοιτάξει πίσω και να αναλογιστεί τον εαυτό του, από τη νεανική του ηλικία μέχρι τον σημερινό του ρόλο ως σύζυγος, πατέρας, παππούς, φίλος και πολίτης.

Τώρα πια, ο ρόλος του «Σαββόπουλου» καλείται να μιλήσει για τον δημιουργό του, και ο ίδιος τον χρειάζεται για να επανεξετάσει το παρελθόν και τις επιλογές του.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης