Σκαθαροζούμης 2: Ο Τιμ Μπάρτον φοβάται να ρισκάρει και προτιμά την ασφαλή «συνταγή»
Η αναμενόμενη συνέχεια του σκηνοθέτη στην καλτ ταινία του Beetlejuice του 1988 έχει μερικές διασκεδαστικές στιγμές, όμως, το αίσθημα της πρώτης ταινίας δεν υπάρχει πουθενά.
To περιμέναμε καιρό, η αλήθεια είναι, όμως απογοητευτήκαμε. Η συνέχεια της πρώτης ταινίας αφορά ουσιαστικά μόνο τα τεχνάσματα και όχι την ουσία. Λείπει κατα πολύ το πρώτο, αθώο αίσθημα της αρχικής ταινίας.
Έχουμε αγαπήσει τον Τιμ Μπάρτον από ταινίες όπως ο «Ψαλιδοχέρης» και «Χριστουγεννιάτικος Εφιάλτης» αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα είναι κάπως «ύποπτα» για τον μεγάλο σκηνοθέτη. Δεν μας τα λέει και πολύ καλά μιας και είναι φανερό πως εδώ έχει σκοπεύσει ξεκάθαρα για την εμπορικότητα και όχι την ποιότητα. Ναι, σίγουρα υπάρχει νοσταλγία... αλλά μάλλον τεχνητή.
Μπορεί η νοσταλγία να είναι έντονη στη νέα ταινία αλλά όμως κάτι δεν πάει καλά. Ο Μάικλ Κίτον επιστρέφει ως ο πονηρός «εξορκιστής» αλλά όμως δεν είναι σε θέση να σηκώσει στις πλάτες του ολόκληρη την ταινία.
Η Κάθριν Ο’Χάρα και η Γουινόνα Ράιντερ, ως μητριά και κόρη, αντίστοιχα, δεν μπορούν και πάλι να το «σώσουν» μιας και το πρόβλημα της ταινίας βρίσκεται αλλού κι αυτό είναι το σενάριο αλλά και η διάθεση της παραγωγής να κόψει όσο πιο πολλά εισιτήρια γίνεται πίσω από την ασφάλεια να μην πάρουν κάποιο R Rating.
Μπορεί εδώ ο Μπάρτον να βρήκε κάτι από τον παλιό του εαυτό αλλά όμως μοιάζει να μη εμπιστεύτηκε και πολυ το ένστικτο του όπως παλιότερα. Ακόμη παλεύει μέσα του να είναι αυτό που κάποτε ήταν αλλά την ίδια στιγμή δεν ρισκάρει για να το καταφέρει.
Αυτό το καταλαβαίνει κανείς όταν βλέπει με πόση ασφάλεια μπαίνει στα gore πεδία της εικόνας, χωρίς να έχει γενναιότητα για να αψηφήσει τη ενδεχόμενη λογοκρισία Παίζει με ασφάλεια κι αυτό του κοστίζει από την αυθεντικότητα.
Ο Γουίλεμ Νταφόε, ο οποίος κλέβει την παράσταση, ενσαρκώνει έναν ηθοποιό που παριστάνει τον αστυνομικό ντετέκτιβ σε τμήμα του άλλου κόσμου. Μία από τις λίγες καλές στιγμές του φιλμ.
Μην ξεχνάμε πως το πρώτο φιλμ είχε επικεντρωθεί σε ένα πιο φιλοσοφικό επίπεδο όσο αφορά τον θάνατο και την ζωή εδώ όμως βαριόμαστε απεριόριστα μιας και το μήνυμα είναι απλά το πόσο καλή είναι μια οικογένεια. Σίγουρα ένα θετικό μήνυμα, δεν λέμε όχι, αλλά όμως όχι αντάξιο ενός Τιμ Μπάρτον που κάποτε το πήγαινε και λίγο παραπέρα.